Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Τα εγκλήματα στο ρεμπέτικο τραγούδι(Μέρος Γ΄)

Οι «Έλληνες Μπόνι και Κλάιντ»

Στις 11 Ιουνίου 1929, ένα στυγερό έγκλημα συντάραξε την αθηναϊκή κοινωνία. Η Κούλα Χριστοφιλέα, ο αδελφός της Ανδρέας και ο εραστής της Φώτης Αναγνωστόπουλος λήστεψαν και δολοφόνησαν στην περιοχή της Βούλας τον οδηγό ταξί Σπ.Τσάγκα. Με βάση τις καταθέσεις μαρτύρων, η Κούλα περιγραφόταν στα ρεπορτάζ των εφημερίδων ως μια «νέα γυναίκα με κόκκινο καπέλο που σκοτώνει», ενώ η δράση της ομάδας παραλληλίστηκε από τον ελληνικό Τύπο με αυτήν των Μπόνι και Κλάιντ που την ίδια περίοδο συντάρασσαν την αμερικανική κοινωνία.


Ροκαμβόλ, απειλές και ληστείες...

Το 1926 ο Ανδρέας Χτιστοφιλέας άρχισε να στέλνει με την υπογραφή Ροκαμβόλ (το όνομα ήρωα αστυνομικών μυθιστορημάτων περιπέτειας του Γάλλου, Ponson du Terrail), εκβιαστικές επιστολές προς διάφορους παραλήπτες, απαιτώντας από αυτούς χρήματα. Λίγους μήνες αργότερα, με τον παλιό οικογενειακό γνώριμο Θανάση Ντούνη και την ερωμένη του δεύτερου, Άννα, οργάνωσαν ένα καινούριο σχέδιο. Η Άννα και η Κούλα, θα εμφανίζονταν σε διάφορα σπίτια ως υπηρέτριες, χρησιμοποιώντας ψεύτικα ονόματα και μετά από λίγο καιρό, όταν πια θα είχαν αποκτήσει την εμπιστοσύνη της οικογένειας, έκλεβαν από τα σπίτια χρήματα και τιμαλφή και εξαφανίζονταν. Όμως, το σχέδιο αυτό δεν ικανοποιούσε απολύτως τις φιλοδοξίες του Ανδρέα. «Θα ηχμαλώτιζα τον Γιαννέτσο και με το αυτοκίνητο θα τον μετέφερα μακριά. Από κει θα έστελνα γράμματα στη γυναίκα του κι θα της ζητούσα χρήματα», εξομολογήθηκε αργότερα ο ίδιος…


Ο Ροκαμβόλ (Rocambole) ήρωας του PonsonduTerrail και του… Ανδρέα Χριστοφιλέα

Ο Αθανάσιος Ντούνης

Ο κ. Γιαννέτσος ήταν ένας πλούσιος επιχειρηματίας που διατηρούσε βουστάσια στην περιοχή των Αμπελοκήπων. Με τα χρήματα που θα αποκόμιζε από την απαγωγή του επιχειρηματία, ο Ανδρέας «είχε σκοπόν να αγοράση ένα αυτοκίνητον [..] και να ληστεύη τους επιβάτας του διευθύνων ο ίδιος τούτο και εργαζόμενος εις την πιάτσαν. Επίσης […] είχε σκοπόν να διαπράττει με τη συμμορίαν του ληστείας, σταματών εις τους δρόμους εκτός των Αθηνών τα διερχόμενα αυτοκίνητα«. (εφ. Πρωΐα, 1 Νοεμβρίου 1929). Έτσι, καθώς οι κλοπές σε διάφορα σπίτια συνεχίζονταν, άρχισαν να οργανώνονται και επιθέσεις σε βάρος οδηγών αυτοκινήτων, οι οποίες είχαν σκοπό να εξασφαλίσουν αυτοκίνητο στα μεγαλεπήβολα σχέδια του Ανδρέα.

Η Κούλα και ο Ανδρέας Χριστοφιλέας

Η δολοφονία του οδηγού

Το βράδυ της 11ης Ιουλίου 1929, ο Ανδρέας, η Κούλα και ο Φώτης Αναγνωστόπουλος, ο οποίος εμφανιζόταν ως εραστής της της δεύτερης, επιβιβάστηκαν στο ταξί του 23χρονου Σταμάτη Τσάγκα για να τους μεταφέρει σε κάποιο παραλιακό κέντρο στην περιοχή της Βούλας. Όταν έφτασαν στην παραλία, ο Ανδρέας διέταξε τον Τσάγκα να βγει από το αυτοκίνητο και να απομακρυνθεί, αφήνοντας το αυτοκίνητο σε αυτούς. Ο οδηγός αντέδρασε και προσπάθησε να αμυνθεί βγάζοντας ένα μικρό περίστροφο που είχε μαζί του, όμως ο Ανδρέας πρόλαβε να τον πυροβολήσει πρώτος. Μαζί με τον Αναγνωστόπουλο έβγαλαν το πτώμα από το αυτοκίνητο και το έσυραν ως τη θάλασσα. Φοβήθηκαν, ωστόσο, ότι θα γινόντουσαν αντιληπτοί από τους θαμώνες του κέντρου και το άφησαν στην ακροθαλασσιά, αφαιρώντας προηγουμένως το όπλο του θύματος και 17.000 δραχμές. Στη συνέχεια, πήραν με το αυτοκίνητο τον δρόμο προς το Χαρβάτι (Παλλήνη), όπου το εγκατέλειψαν όταν τελείωσε η βενζίνη. Μετά από αυτή την επίθεση, η φήμη τους μεγάλωσε. Με βάση τις καταθέσεις μαρτύρων στη δολοφονία του Τσάγκα, η Κούλα περιγραφόταν στο ρεπορτάζ ως μια «νέα γυναίκα που σκοτώνει».


Περίπου τρεις μήνες αργότερα, η ομάδα Χριστοφιλέα πραγματοποίησε το τελευταίο της χτύπημα. Το απόγευμα της 20ης Οκτωβρίου, ο Ανδρέας, ο Ντούνης και η Κούλα επιβιβάστηκαν σε ένα ταξί επί της οδού Ακαδημίας και ζήτησαν από τον οδηγό, κ. Νικηταρά να τους μεταφέρει στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα. Λίγο πριν το αυτοκίνητο φτάσει στον προορισμό του, ο Ντούνης χτύπησε με ένα λοστό τον ανυποψίαστο οδηγό, με αποτέλεσμα αυτός να χάσει τις αισθήσεις του, το αυτοκίνητο να παρεκκλίνει από την πορεία του, να πέσει σε ένα χαντάκι και να σταματήσει σε ένα δέντρο. Από το τράνταγμα, ο Νικηταράς συνήλθε αμέσως και είδε την Κούλα να τον σημαδεύει με ένα περίστροφο, το οποίο όμως έπαθε αφλογιστία και δεν εκπυρσοκρότησε. Έτσι, ο Νικηταράς βρήκε την ευκαιρία να βγει από το αυτοκίνητο και να απομακρυνθεί τρέχοντας. Οι δράστες επιχείρησαν να τον πυροβολήσουν από απόσταση, αλλά ο οδηγός είχε προλάβει να χαθεί στο σκοτάδι.

Η σύλληψη και οι τραγικές αποκαλύψεις

Η ομάδα Χριστοφιλέα εξαρθρώθηκε εντελώς τυχαία, έντεκα μέρες μετά από αυτήν την επίθεση. Τα ξημερώματα της 23ης Οκτωβρίου, η συγκάτοικος των αδελφών Χριστοφιλέα, Μασουρίδου, η οποία φερόταν να είναι η ερωμένη του πατέρα Χριστοφιλέα, άκουσε την Κούλα να παραληρεί στον ύπνο της. Έντρομη την ξύπνησε και τη ρώτησε τι συμβαίνει. Αυτή, «αφού εκύτταξε και είδε πως δεν ήταν κανένας έξω από σπίτι, μου είπεν ότι αυτοί εσκότωσαν τον Τσάγκα εις τη Βούλα, ότι ο Ανδρέας ήταν ο νέος με τις «κολλαρίνες» και αυτή, η γυναίκα με το κόκκινο καπέλο, που γράφανε οι εφημερίδες» (κατάθεση Π. Μασουρίδου στο Κακουργιοδικείο Πειραιά, 14 Μαΐου 1931). Η Μασουρίδου φοβήθηκε πως μετά από αυτές τις αποκαλύψεις κινδύνευσε η ζωή της και προσέτρεξε στην αστυνομία για να αναφέρει όσα είχε μάθει. Αμέσως, αστυνομικά όργανα κινητοποιήθηκαν, αλλά ο Ανδρέας και η Κούλα είχαν εξαφανιστεί. Τα μέλη της συμμορίας συνελήφθησαν λίγες μέρες αργότερα, όταν η Κούλα πιάστηκε επ’ αυτοφόρω με κλεμμένα κοσμήματα. Μεταφέρθηκε στο τμήμα και ομολόγησε τα πάντα. Η αποκάλυψη των ποικίλων πτυχών της δράσης της ομάδας Χριστοφιλέα δημιούργησε ζωηρή εντύπωση στην «αθώα» ακόμη ελληνική, κυρίως αθηναϊκή κοινωνία. Ωστόσο, ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση προκάλεσαν ορισμένες πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας, σύμφωνα με τις οποίες, ο Ανδρέας και η Κούλα είχαν παλιότερα κακοποιηθεί σεξουαλικώς από τον πατέρα τους, ενώ είχαν υπάρξει και εραστές!



Τα σχετικά δημοσιεύματα δεν προσκόμιζαν κανένα ουσιαστικό στοιχείο γι΄αυτό, ωστόσο τόνιζαν πως αν και είχαν μεγαλώσει χωριστά, η φήμη τους στον χώρο του υποκόσμου τούς έκανε να θαυμάζουν ο ένας τον άλλον. Ενδεικτικό είναι το σχετικό απόσπασμα δημοσιεύματος από την εφημερίδα Εμπρός της 1ης Νοεμβρίου 1929, όπου αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ο πατήρ Χριστοφιλέας, έκδοτος και έκφυλος από νεαράς ηλκίας, έχει τη φήμη απαίσιου ανθρώπου, χασισεμπόρου, χασισοπότου, παιδεραστού και εκμεταλλευτού γυναικών κι αποτελεί σπάνιαν εγκληματικήν φύσιν. Του αυτού ακριβώς φυράματος είναι και τα δυο του παιδιά Ανδρέας και Κούλα. Το ηθικόν ξεχαρβάλωμα της οικογενείας αυτής είναι τοιούτον, ώστε μετά φρίκης αναγράφον την πληροφορίαν ότι ο πατέρας είχεν αθεμίτους σχέσεις με την 17έτιδα κόρην του Κούλαν και με τον 24ετή υιόν του Ανδρέα, ο δε Ανδρέας είχε αθεμίτους σχέσεις μετά την αδελφής του Κούλας […]».




Η Κούλα γίνεται τραγούδι

Στις αρχές Νοεμβρίου του 1929 στην ειδησεογραφία των ελληνικών εφημερίδων κυριαρχούσαν δύο θέματα: η σύλληψη της συμμορίας Χριστοφιλέα και η μεγάλη κρίση στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ταυτόχρονα, ο Τύπος είχε ήδη αρχίσει να παραλληλίζει τη δράση της ομάδας με αυτή των φημισμένων, εκείνη την εποχή, αμερικανών κακοποιών Μπόνι Πάρκερ και Κλάιντ Μπάροου. Το ζωηρό ενδιαφέρον του κοινού έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο μικρασιάτης Κώστας Μισαηλίδης, ο οποίος σχεδόν αμέσως κυκλοφόρησε το τραγούδι «Η Κούλα». Οι στίχοι του τραγουδιού που έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές εκείνη την εποχή, είναι οι εξής:

«Μες στον γυαλί τον καφενέ, που γίναμε χαρμάνι την Κουλα πρωτογνώρισα και μου ΄στειλε φιρμάι. Αν θέλω στην καρδούλα της εγώ να είμαι μόνο, πρέπει να γίνω Ρακομπόλ, νταής και δολοφόνος. Άντε, ρε Κούλα, για το χατίρι σου ό,τι θες γίνομαι. Βρε Κούλα, δολοφόνισσα με τα γλυκά σου μάτια, τράβηξε το μαχαίρι ου και κάνε με κομμάτια. Αλλά αβάντα μην με χτυπήσεις στην καρδιά. Τι ήθελα και σε γνώρισα και ε έφαγε η μαρμάγκα, θα με σκοτώσεις τζάνικα, σαν τον σωφέρ τον μάγκα. Οχ, ρε μάνα, και θα με φάει η Κούλα. Άκου, ρε Κούλα χασικλού, αμ΄δε θα κάτσω μάκια, κάτσε κοντά μου γρήγορα και δωσ΄μου δυο φιλάκια. Για τράβα το πιστόλι σου και ρίξε μου δυο σφαίρες και θάψε με μες στις ροδιές και κόψε μου τις βέρες. Γεια σας παρέα, γεια σας». 

Η δίκη της ομάδας Χριστοφιλέα πραγματοποιήθηκε από τις 13 έως 16 Μαΐου 1931 στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιά, η οποία «ήτο πλήρης κόσμου», ενώ «ισχυρά δύναμις αστυνομικών επέβλεπεν την τήρησιν της τάξεως». Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κατηγορούμενοι μεταφέρονταν από τις φυλακές της Αθήνας, όπου κρατούνταν, στο δικαστικό μέγαρο με τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο! Ο Ανδρέας και η Κούλα Χριστοφιλέα, καθώς επίσης και ο Ντούνης, καταδικάστηκαν στην ποινή των δις ισοβίων δεσμών για τη ληστεία μετά φόνου του Τσάγκα και την απόπειρα φόνου μετά ληστείας του Νικηταρά. Ο Αναγνωστόπουλος δεν είχε γίνει δυνατό να εντοπιστεί λόγω περιορισμένων στοιχείων και επομένως δε στοιχειοθετήθηκε κατηγορία σε βάρος του. Η Κούλα Χριστοφιλέα βγήκε από τις φυλακές νύχτα, για να αποφύγει τους δημοσιογράφους Η Κούλα, ωστόσο αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Αβέρωφ, στις 13 Αυγούστου 1941, όταν το Συμβούλιο Χαρίτων έκανε δεκτή την αίτησή της. Η τύχη του Ανδρέα Χριστοφιλέα, που είχε μεταφερθεί τις φυλακές των Χανίων δεν είναι γνωστή. Υπήρχε μόνο η πληροφορία, ότι κατά τη Μάχη της Κρήτης, ήταν ένας από τους κρατούμενους των φυλακών που απέδρασαν. Ωστόσο, αυτό δεν διασταυρώθηκε ποτέ...

 

Η αναφορά του αστυνομικού Ιωάννη Πετράκη το 1923

Το 1923 ο υπαστυνόμος του Κιλκίς Ιωάννης Πετράκης συντάσσει αναφορά προς τον διοικητή του, στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, η οποία αφορούσε σε μια ενέδρα αστυνομικών σε ληστές που είχαν κατακλέψει την περιοχή.

Η αναφορά έγραφε συγκεκριμένα:

«Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης παρά λίμνην της Δοϊράνης, εωράκαμεν τους ληστάς. Κράζων δε «σταθήτε, ρε πούστηδες, γαμώ το σταυρό σας» και απαντησάντων «κλάσε μας τ' αρχίδια», απέδρασαν...»


Έτσι, λέγεται ότι το 1928 στις ΗΠΑ ο Γιάννης Ιωαννίδης ηχογραφεί το άσμα υπό τον τίτλο: «Τούτοι οι μπάτσοι που ’ρθαν τώρα».

Παρατήρηση: Το «σελαγισούζης» πρέπει να προέρχεται από τη λέξη σέλας, που σημαίνει (φεγγοβολή, ακτινοβολία)

 



Αναζητώντας όλες αυτές τις ιστορίες σχετικά με το έγκλημα και το ρεμπέτικο τραγούδι, καταλήγω σε αυτό που πολύ εύστοχα είχε δηλώσει ο Δημήτρης Μυστακίδης την περίοδο που παρουσίαζε στο κοινό του την παράσταση «Τα εγκλήματα στο ρεμπέτικο» που είχα την τύχη να παρακολουθήσω καθώς επρόκειτο για  εμπεριστατωμένης έρευνας παράσταση η οποία αφύπνιζε τον θεατή μέσα από άλλες εποχές και θύμισε σε όλους λάθη που ίσως κάνουμε με την πράξη ή με την απραξία:


  «Ίσως το να μην κάνουμε τίποτα να αποτελεί εξίσου βαρύ έγκλημα με το να κάνουμε κάτι εγκληματικό».


Διαβάστε το Μέρος Α & το Μέρος Β


Πηγές

https://www.mixanitouxronou.gr/h-mpampesiki-machairia-sti-mpyraria-toy-pikinoy-stin-athina-toy-30-i-paraggelia-poy-katelixe-se-parexigisi-kai-to-egklima-egine-tragoydi-gia-ton-adikochameno-magka/

https://www.mixanitouxronou.gr/to-egklima-tou-nikou-koemtzi-gia-ena-zeimpekiko-se-nichterino-kentro-to-apokriatiko-glenti-katelixe-se-sfagi-me-tris-nekrous-ke-deka-travmaties-astinomiki-anamesa-sta-thimata/

https://www.mixanitouxronou.gr/to-frikto-egklima-stin-kallithea-opoy-syzygos-kai-pethera-dolofonisan-kai-temachisan-ton-ergolavo-athanasopoylo-pos-quot-espasan-quot-ta-isovia-gia-tin-oraia-foyla-poy-xanapantreytike/

https://www.lifo.gr/team/gnomes/47726

https://www.thebest.gr/article/557160-o-panos-sompolos-erchetai-stin-patra-kai-existorei-sto-thebest-mia-zoi-mesa-se-egklimata

https://www.mixanitouxronou.gr/sta-trikala-sta-dio-stena-skotosane-ton-sakaflia-dio-macheries-tou-dosane-ke-kato-ton-xaplosane-pios-itan-o-sakaflias-pios-ton-dolofonise-pisoplata-ke-giati-aftoktonise-i-alithini-is/

https://www.mixanitouxronou.gr/to-vapori-ap-tin-persia-piastike-stin-korinthia-tonoi-enteka-gemato-me-xasisi-myrodato-i-alithini-istoria-piso-apo-to-epityximeno-tragoudi-tou-vasili-tsitsani-o-kapten-nik-kai-o-dipl/

http://www.katiousa.gr/politismos/mousiki/ta-chronia-pernoun-ta-tragoudia-ochi-antilaloun-oi-fylakes/

https://www.mixanitouxronou.gr/oi-ellines-boni-kai-klaint-ta-adelfia-xristofilea-pou-tromokratisan-tin-athina-me-listeies-apeiles-kai-mia-stygeri-dolofonia/

Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα, ρεπορτάζ από τη νεοελληνική μικροϊστορία, Γιάννης Ράγκος, Εκδόσεις POLARIS

https://mikros-romios.gr

https://www.mixanitouxronou.gr/to-frikto-egklima-stin-kallithea-opoy-syzygos-kai-pethera-dolofonisan-kai-temachisan-ton-ergolavo-athanasopoylo-pos-quot-espasan-quot-ta-isovia-gia-tin-oraia-foyla-poy-xanapantreytike/

http://www.topontiki.gr/article/282596/diavaste-tin-anafora-astynomikoy-1923-gia-tin-symploki-me-listes-tha-vastate-stomahi

https://www.kathimerini.gr/culture/music/824914/i-koyla-i-fonissa-kai-o-vasilias/

http://www.mixanitouxronou.gr/oi-ellines-boni-kai-klaint-ta-adelfia-xristofilea-pou-tromokratisan-tin-athina-me-listeies-apeiles-kai-mia-stygeri-dolofonia/


Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

Τα εγκλήματα στο ρεμπέτικο τραγούδι (Μέρος Β΄)

Ένα τραγούδι που δεν γράφτηκε με αφορμή ενα έγκλημα αλλά αποτέλεσε την αφορμη για ένα έγκλημα.«Τα δυο σου χέρια πήρανε, βεργούλες και με δείρανε»


25 Φεβρουαρίου 1973. Στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» διαδραματίζεται ένα πρωτοφανές γεγονός στα αστυνομικά χρονικά. Ένας άντρας, διακόπτει το μουσικό πρόγραμμα και σε κατάσταση αμόκ αρχίζει να μαχαιρώνει όσους βρίσκει στην πίστα. Το μανιακό ξέσπασμά του, είναι απάντηση στην προσβολή που δέχτηκε, όταν κάποιοι θαμώνες δεν σεβάστηκαν την παραγγελιά του αδελφού του. Στον άγραφο νόμο της νύχτας, κανείς δεν παραβίαζε το δικαίωμα στο ζεϊμπέκικο. Ο Νίκος Κοεμτζής, μεταφέρεται με κλούβα στα δικαστήρια. Ο απολογισμός είναι τραγικός. Τρεις νεκρούς και δέκα τραυματίες άφησε πίσω του ο δράστης, μετατρέποντας το αποκριάτικο γλέντι των Αθηναίων, σε σφαγείο.

Ο άνθρωπος που σκόρπισε τον θάνατο, ήταν ο Νίκος Κοεμτζής. Ένας άντρας με βεβαρημένο παρελθόν, που είχε μόλις αποφυλακιστεί για μικροληστεία, που είχε διαπράξει στη Θεσσαλονίκη.

Το χρονικό του φονικού

Όλα ξεκίνησαν, όταν ο αδελφός του Νίκου Κοεμτζή, Δημοσθένης, έκανε μια παραγγελιά, για να χορέψει πάνω στην πίστα μόνος του, όπως όριζαν τα ήθη της νύχτας. Το τραγούδι που ζήτησε, ήταν οι «Βεργούλες». Η ορχήστρα άρχισε να παίζει, αλλά η πίστα δεν άδειασε. Κάποιοι από τους θαμώνες του κέντρου συνέχισαν να χορεύουν, αγνοώντας ότι το τραγούδι ήταν «παραγγελιά». Ο Κοεμτζής θόλωσε και σηκώθηκε για να υπερασπιστεί την τιμή του αδελφού του και ξεκίνησε το μακελειό. Ανάμεσα σ’ αυτούς που είχαν αγνοήσει την παραγγελιά, ήταν και δύο αστυνομικοί, που χόρευαν. Τράβηξε το μαχαίρι που είχε κρυμμένο στη ζώνη του για προστασία, φώναξε «Παραγγελιά ρε!» και όρμησε μαινόμενος εναντίον τους. Μέσα σε λίγα λεπτά επικράτησε χάος και ο Κοεμτζής αιματοκύλισε την πίστα. Ο κόσμος έτρεχε πανικόβλητος, για να γλυτώσει από τη μανία του. Ο φονιάς βρισκόταν σε απόλυτο παροξυσμό και συνέχισε να καρφώνει όποιον έβρισκε στον δρόμο του για την έξοδο. Έτσι, κατάφερε να διαφύγει, αφήνοντας πίσω του νεκρούς και τραυματίες.


Το έγκλημα έγινε μέσα σε μια ταραγμένη περίοδο. Ήταν χούντα και οι ένστολοι ήταν συνώνυμο της απόλυτης εξουσίας. Κάποιοι υποστήριξαν ότι οι αστυνομικοί αδιαφόρησαν για την παρουσία του Κοεμτζή και της παρέας του και πυροδότησαν τον θυμό του. Ο ίδιος είχε βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο των αρχών, λόγω του αριστερού παρελθόντος του πατέρα του. Θόλωσε -όπως είπε- όταν γύρισαν την πλάτη στην παραγγελιά του μικρού αδελφού του. Αργότερα, όταν ρωτήθηκε γιατί είχε τόσο μένος εναντίον των αστυνομικών, είπε: «Γιατί κάθε τόσο με τραβάγανε στην Ασφάλεια. Με ρίχνανε σε ένα δωμάτιο, πετούσανε νερό μέσα και με είχανε τρεις -τέσσερις ημέρες νηστικό, χωρίς να έχω κάνει τίποτα. Τώρα σκοτώνουμε και δε δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν, μου έλεγαν».

Τα τρία θύματα του Κοεμτζή

Η πρόταση για να γίνει «χαφιές» της Ασφάλειας

Όταν η δικτατορία ήταν πανίσχυρη ο Νίκος δέχθηκε μια πρόταση που έμελλε να τον σημαδέψει. Όπως ο ίδιος έχει πει, είχε γίνει πλέον για τους αστυνομικούς κάτι σαν «συνήθης ύποπτος». Για οτιδήποτε γινόταν, λίγο αργότερα ο Κοεμτζής βρισκόταν στο Τμήμα για να δώσει εξηγήσεις.

Σε μια από αυτές τις επισκέψεις οι αστυνομικοί της Ασφάλειας του είπαν πως: «αφού είσαι καμένο χαρτί γιατί δεν έρχεσαι να δουλέψεις για εμάς. Θα μας λες όσα ξέρεις ή ακούς και εμείς θα σε προσέχουμε. Θα έχεις και τα τυχερά σου»!

Ο Νίκος Κοεμτζής, ο γιός του αντάρτη του ΕΛΑΣ, θεώρησε την συγκεκριμένη πρόταση προσβολή και αρνήθηκε. Από τότε η ζωή του έγινε ακόμα πιο δύσκολη και το ξύλο περισσότερο.Ακόμα και για εκείνη την μοιραία νύχτα στην «Νεράιδα» ο Νίκος Κοέμτζής έλεγε πως οι αστυνομικοί τον αναγνώρισαν (όπως τους αναγνώρισε και εκείνος) και γι’ αυτόν τον λόγο έγινε το κακό. «Όταν το αδερφάκι μου τους ζήτησες να κατέβουν κάτω για να χορέψει εκείνοι του απάντησαν: Τι είπες ρε Κοεμτζάκι; Θες και ειδική παραγγελιά; Ετοιμάσου και εσύ και μάγκας ο αδερφός σου να φάτε την ξεφτίλα της ζωής σας» είχε πει ο Ν. Κοεμτζής σε τηλεοπτική του συνέντευξη.



Ουδέποτε ο Νίκος Κοεμτζής έδωσε πολιτικά κίνητρα στο μακελειό που προκάλεσε. «Ήμουν μεθυσμένος. Θόλωσα» είπε στη δίκη. Ουδέποτε, όμως, ξεκόψε και τα όσα έγιναν από το μίσος που είχε για οποιονδήποτε ένστολο δεδομένου πως στο πρόσωπό τους έβλεπε την εξουσία που τον καταδίωκε σε κάθε του βήμα.


Ο Νίκος Κοεμτζής μεταφέρεται με κλούβα στα δικαστήρια

Η δίκη και η κατάληξη του Κοεμτζή

 Μετά τη σύλληψή του, ο Κοεμτζής υποστήριξε ότι θόλωσε από το ποτό και από την προσβολή. Στη δίκη, ο συνήγορος του προσπάθησε να αποδείξει, ότι ο δράστης είχε ψυχολογικά προβλήματα. Με αυτό το επιχείρημα, στο παρελθόν είχε αποφύγει τη στράτευση, αλλά αυτή τη φορά οι δικαστές δεν του χαρίστηκαν. Απέρριψαν το αίτημα να εξεταστεί από γιατρό και τον καταδίκασαν με την εσχάτη των ποινών. Ο Κοεμτζής έδειξε ειλικρινή μεταμέλεια. Η παραμονή του επί 23 χρόνια στις φυλακές ήταν υποδειγματική. Στις 31 Μαρτίου 1996 το δικαστικό συμβούλιο Πάτρας αποφυλακίζει τον Νίκο Κοεμτζή υπό όρους. Έκτοτε ζούσε πουλώντας το βιβλίο με την αυτοβιογραφία του σε διάφορα σημεία στο κέντρο της Αθήνας - ένα από τα «πόστα» του έξω από τα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων ενώ ένα άλλο ήταν στο Μοναστηράκι.Η ιστορία του έγινε τραγούδι, ταινία και ντοκιμαντέρ...

 





Ιδιόχειρη αφιέρωση στο βιβλίο του



Ο Δημοσθένης, αδερφός του Νίκου Κοεμτζή, έκανε παραγγελιά τις Βεργούλες του Μάρκου Βαμβακάρη. Το τραγούδι αποτελεί απτάλικο το οποίο γραμμοφωνήθηκε το 1940 με τη συνοδεία του Απόστολου Χατζηχρήστου.

«Αντιλαλούν οι φυλακές τ΄Ανάπλι κι ο Ιτς Καλές…»(1936)

Το ρεμπέτικο τραγούδι «Αντιλαλούνε οι φυλακές τ’ Ανάπλι και ο Ιτς Κουλές» που μεταγενέστερα έγινε«Γεντί Κουλές», έχει τη δική του ιστορία. Ναύπλιο, στα τέλη του 19ου αι. Ο Μανιάτης φυγόδικος Γιώργης Δικαιόπουλος, καταδικάζεται για μια σειρά σχεδόν ταξικών εγκλημάτων, που λεία απ’ τις κλεψιές του έδινε σε φτωχούς, αλλά έβαζε και στο μάτι όσους τους εκμεταλλεύονταν. Φυλακίστηκε στο Ναύπλιο, στο Ιτς Καλέ, αλλά οι συγκρατούμενοι επειδή είχε κάνει πολλά καλά, τον βοηθήσαν να αποδράσει δυο φορές διακινδυνεύοντας οι ίδιοι τις ζωές τους. Τελικά, μετά από άγρια καταδίωξη σε κακοτράχαλα μέρη της Μάνης όπου κρυβόταν, ο Γιώργης συνελήφθη για τελευταία φορά και εκτελέστηκε με λαιμητόμο στην Καλαμάτα. Η ιστορία του είχε γίνει λαϊκός θρύλος και ενέπνευσε το «Αντιλαλούν οι φυλακές»… 




Η είσοδος στη φυλακή «Γεντί Κουλέ»

Σημ.: «Αντιλαλούνε οι φυλακές/ τ’ Ανάπλι και Γεντί Κουλές/ Αντιλαλούνε τα σήμαντρα/ Συγγρού και παραπήγματα». Αξίζει προσοχής οτι στον παραπάνω στίχο του Μάρκου Βαμβακάρη αναφέρονται τα κάτεργα που υπήρξαν ένα από τα βασικότερα όπλα που χρησιμοποίησε η ελληνική αστική τάξη για να αντιμετωπίσει το κομμουνιστικό κίνημα στη χώρα μας. Ταυτόχρονα αποτελούν και ένα από τα ανεξίτηλα στοιχεία του βάρβαρου πολιτισμού της. Στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 υπήρξαν οι φυλακές και οι εξορίες, που «φιλοξένησαν» τους πρωτοπόρους του λαϊκού κινήματος της προπολεμικής περιόδου. Το σήμα κατατεθέν τους ήταν η «Ακροναυπλία».


Ακροναυπλία: Το κάτεργο που φυλακίστηκε ο Θ. Κολοκοτρώνης - «Νεκροταφείο ζωντανών» για εκατοντάδες αλύγιστους κομμουνιστές


Χασικλής με αργιλέ, κρατούμενος στη φυλακή «Παλιά Στρατώνα», 1911

Η πρόσοψη της «Φυλακής Συγγρού» με την ψευδή και υποκριτική επιγραφή



«Το βαπόρι απ’ την Περσία πιάστηκε στην Κορινθία». Η αληθινή ιστορία του «Κάπτεν Νικ» πίσω από το επιτυχημένο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη...(1977)

Στις 7 Ιανουαρίου του 1977 το πλοίο «Γκλόρια» φορτωμένο με έντεκα τόνους κατεργασμένου χασίς, αξίας 4 δισ. δραχμών, ερχόμενο από τη Βηρυτό και με προορισμό την Αμβέρσα ή το Άμστερνταμ «πιάστηκε» στον Ισθμό της Κορίνθου. Το «Βαπόρι απ΄την Περσία» στηρίχθηκε σε πραγματικό γεγονός και έγινε τραγούδι και ερμηνεύτηκε για πρώτη φορά από τον Βασίλη Τσιτσάνη και τη Λιζέττα Νικολάου το 1977.

Τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής ανέφεραν ότι το «Γκλόρια» ήταν πλευρισμένο στα Ίσθμια και περίμενε εντολές για την πορεία του, όταν βρέθηκαν πάνω του έντεκα τόνοι χασίς σκεπασμένοι με λινάτσες. Συνελήφθησαν ο πλοίαρχος και οι ναυτικοί του πλοίου, μεταξύ αυτών και δύο Τούρκοι υπήκοοι, οι οποίοι είχαν κρυφτεί τις καμπίνες. Οι άντρες του λιμενικού τους έριξαν καπνογόνα, αναγκάζοντας τους να ανέβουν στο κατάστρωμα. Βρέθηκαν ακόμη δυο πιστόλια τύπου μπράουνιγνκ και πεντακόσιες σφαίρες. Παραλήπτες του φορτίου, σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν Λιβανέζοι υπήκοοι στην Αμβέρσα ή το Άμστερνταμ.

Ο πλοίαρχος του πλοίου ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος, ο «Κάπτεν Νικ» όπως τον αποκαλούσαν. Ήταν άνθρωπος της αμερικανικής Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών DEA. Ο «Κάπτεν Νικ» με τα καράβια που είχε στην κατοχή του είχε γυρίσει όλες τις θάλασσες του κόσμου και είχε γνωρίσει τους πάντες γύρω από τα κυκλώματα του εμπορίου ναρκωτικών, από τις χώρες παραγωγής μέχρι και τον τελευταίο παραλήπτη χοντρέμπορο. Λαθρέμπορος τσιγάρων στην αρχή και ο ίδιος, διαφοροποιήθηκε στην πορεία, εξαιτίας του θανάτου ενός αδελφικού του φίλου από υπερβολική δόση μορφίνης. Από τότε ορκίστηκε στην καταπολέμηση των ναρκωτικών.

Αποδέχτηκε την πρόταση της DEA το 1964 και από τότε εισχωρούσε στα κανάλια των ναρκωτικών κι έδινε πληροφορίες σχετικά με τη διακίνηση. Μερικές φορές, όπως στην περίπτωση του «Γκλόρια», παραλάμβανε ο ίδιος το εμπόρευμα με το καράβι του ως μεταφορέας και το παρέδιδε στις λιμενικές αρχές. Το σκηνικό που στηνόταν, σε συνεργασία με τα ανώτερα κλιμάκια του υπουργείου της εκάστοτε χώρας, έπρεπε να είναι αληθοφανές, ώστε να μην εκτεθεί ο ίδιος και αποκαλυφθεί η ιδιότητά του στους ανθρώπους των ναρκωτικών, γεγονός που θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του. Έτσι, οι υποτιθέμενες συλλήψεις γίνονταν με τυμπανοκρουσίες και οι εφημερίδες βούιζαν για μέρες.

Το Χριστουγεννιάτικο «δώρο»

Στην περίπτωση της «Γκλόρια» συνέβη το εξής. Ο «Κάπτεν Νικ» βρισκόταν με το καράβι στη Λάρνακα, όταν τον πλησίασε ένας ναυτικός πράκτορας και του πρότεινε μια μεγάλη δουλεία. Ένα φορτίο από τη Βηρυτό με προορισμό το Ρότερνταμ. Ο «Κάπτεν Νικ» δέχτηκε και τράβηξε με το πλοίο του για τη Βηρυτό, στο λιμάνι Τζουνίχ. Εκεί συνάντησε δύο Λιβανέζους εμπόρους και συμφώνησαν για τη μεταφορά του εμπορεύματος, το οποίο ήταν 300 σακιά χασίς, 40 κιλά το καθένα. Το ποσό για τη μεταφορά καθορίστηκε στο 300.000 δολάρια, τα μισά για τη φόρτωση και τα άλλα μισά με την παράδοση στο Ρότερνταμ. Η παραλαβή του εμπορεύματος έγινε έξω από το παραθαλάσσιο χωριό Ιμπέϊλ, όπου με βάρκες μεταφέρθηκαν τα τσουβάλια με το χασίς. Με την τελευταία βάρκα μπήκαν στο «Γκλόρια» και οι δυο Τούρκοι συνοδοί του εμπορεύματος. Στο μεταξύ, πριν από την παραλαβή, στις 23 Δεκεμβρίου του 1976, ο «Κάπτεν Νικ» είχε καλέσει από το ραδιοτηλέφωνο του «Γκλόρια» το Υ.Ε.Ν. στην Ελλάδα και είχε ειδοποιήσει συνθηματικά ότι θα τους φέρει πολλούς τόνους «σοκολάτα» δώρο για Χριστούγεννα.

Η εντολή ήταν να προχωρήσει, ενώ συμφωνήθηκε ο τρόπος και ο τόπος προσέγγισης. Για να μην εκτεθεί στους λαθρεμπόρους, ενημέρωσε ακόμη το Υ.Ε.Ν. ότι θα πλεύσει δέκα μίλια νότια της Πύλου και ζήτησε το ελληνικό καταδιωκτικό του λιμενικού να τους προσεγγίσει στο συγκεκριμένο σημείο για έναν τυπικό «έλεγχο». Μετά τη φόρτωση του εμπορεύματος, ο «Κάπτεν Νικ» έβαλε πλώρη για την Πύλο, έχοντας πλήρωμα δύο ναύτες, μαζί τους βεβαίως και οι δύο τούρκοι συνοδοί. Κατευθυνόμενος προς την Πύλο συνάντησε 11-12 μποφόρ που τον ανάγκασαν να αλλάξει πορεία. Τράβηξε προς τη Σίφνο όπου αγκυροβόλησε προσωρινά. Ειδοποίησε εκ νέου το Υ.Ε.Ν. και πήρε εντολές για νέο τόπο συνάντησης, τα Ίσθμια Κορίνθου. Το «Γκλόρια» έφτασε στις 6 Ιανουαρίου 1977 στα Ίσθμια, όπου το περίμενε σχεδόν όλο το λιμενικό σώμα. Οι δύο Τούρκοι οδηγήθηκαν στις φυλακές του Ναυπλίου, ενώ ο «Κάπτεν Νικ» και το πλήρωμά του, μετά τις αρχικές υποτιθέμενες συλλήψεις, δέχτηκαν τα συγχαρητήρια του αρχηγού Υ.Ε.Ν, Αλέξανδρου Παπαδόγγονα.





Το υπουργείο Οικονομικών όρισε ως αμοιβή για τη μεγάλη επιτυχία 7.800.000 δραχμές. Ο Νίκος Ξανθόπουλος από αυτά πήρε ενάμιση εκατομμύριο δραχμές ενώ τα υπόλοιπα μοιράστηκαν μεταξύ των αξιωματικών. Το τραγούδι «Το Βαπόρι απ’ την Περσία» γνώρισε μεγάλη επιτυχία αλλά λογοκρίθηκε και για ορισμένο χρονικό διάστημα απαγορεύτηκε η μετάδοση του από τα Δημόσια Μέσα Ενημέρωσης...

 



Διαβάστε το  ΜΕΡΟΣ Α'

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Τα εγκλήματα στο ρεμπέτικο τραγούδι(Μέρος Α΄)

 

Ποιος ήταν ο Αθανασόπουλος, τι γνωρίζουμε για το έγκλημα στου Χαροκόπου που συντάραξε τη μεσοπολεμική ελληνική κοινωνία ενενήντα χρόνια πριν; Ποιος ήταν ο Πίκινος και ο Σακαφλιάς; Τι έγινε εκείνο το μοιραίο βράδυ με τον Νίκο Κοεμτζή; Γιατί αντιλαλούν οι φυλακές; Τι συνέβη με εκείνο το βαπόρι απ’ την Περσία που πιάστηκε στην Κορινθία; Ποια ήταν αλήθεια, η Κούλα Χριστοφιλέα; Και εν πάση περιπώσει τούτοι οι μπάτσοι που ήρθαν τώρα, τι γυρεύουν τέτοια ώρα;

«Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ‘μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά, τα νιάτα σου να χάσεις»...



Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος ήταν ένας πλούσιος εργολάβος, παντρεμένος με μια όμορφη 25χρονη, τη Φούλα Κάστρου. Το ζευγάρι φαινομενικά ήταν πολύ ταιριαστό και είχαν τέσσερα παιδιά, απ’ τα οποία δυστυχώς επέζησε μόνο ένα, το μικρότερο, ο Δημήτρης. Η καθημερινή ζωή της οικογένειας, όμως, ήταν πολύ διαφορετική από το «φαίνεσθαι». Ο Δημήτρης ήταν ένας αθεράπευτος γυναικάς, που κακοποιούσε σεξουαλικά τη νεαρή γυναίκα του. Οι κάκιστες γλώσσες, τον κατηγορούσαν, ότι είχε ερωτική σχέση και με τη μητέρα της γυναίκας του. Μάλιστα, υποστήριζαν, ότι η σχέση με την πεθερά του, είχε ξεκινήσει πριν από τον γάμο του.


Στις 4 Ιανουαρίου του 1931, ο Αθανασόπουλος είχε φτάσει σε έξαλλη κατάσταση κι είχε κακοποιήσει τη γυναίκα του χειρότερα από ποτέ. Εκείνη έφυγε απ’ το σπίτι κρυφά και ζήτησε βοήθεια απ’ τη μητέρα της. Η «κακούργα πεθερά», όπως αναφέρεται στο τραγούδι, ανάστατη για την κατάσταση της κόρης της, ανέλαβε δράση. Στη δίκη, η υπεράσπιση υποστήριξε ότι τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου 1931, ο Αθανασόπουλος επέστρεψε μεθυσμένος στο σπίτι του στη λεωφόρο Θησέως 101 (σημερινή Ελ. Βενιζέλου). Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή το θύμα φέρεται ότι κακοποίησε την 25χρονη γυναίκα του. Εκείνη στη συνέχεια ζήτησε βοήθεια από τη μητέρα της. Έπεισε τον ανιψιό της, Δημήτρη Μοσκιό, να πυροβολήσει τον Αθανασόπουλο στο κρεβάτι του, στις 5 Ιανουαρίου του 1931. Η Κάστρου δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να τον πείσει ώστε να πάρει μέρος στο έγκλημα. Ο Μοσκιός ήταν ένας απ’ τους πάμπολλους θαυμαστές της Φούλας και είχε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Αφού σιγουρεύτηκαν ότι ο Αθανασόπουλος ήταν νεκρός, αποφάσισαν να κάψουν το πτώμα του, για να εξαφανίσουν τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Έτσι κι έκαναν, με τη βοήθεια της υπηρέτριας, Γιαννούλας Μπέλλου.

Μόνο που δεν υπολόγισαν τη φοβερή μυρωδιά της καμένης σάρκας. Φοβήθηκαν ότι θα τους έπαιρναν είδηση οι γείτονες και σταμάτησαν. Επέλεξαν λοιπόν, να τεμαχίσουν το πτώμα και να το πετάξουν κομμάτι κομμάτι στο ρέμα του Ιλισσού. Έβαλαν τα μέλη σε μεγάλα σακιά και ζήτησαν τη βοήθεια ενός εραστή της μητέρας της Φούλας, του Σπύρου Μαγουλόπουλου. Εκείνος τα έδωσε στον καραγωγέα Γιώργο Κορναράκη για να τα πετάξει. Η τύχη, όμως, δεν ήταν με το μέρος τους. Εκεί που πετάχτηκαν τα σακιά το ρέμα ήταν ρηχό, με αποτέλεσμα να σκαλώσουν στην κοίτη. Τα πακέτα που περιείχαν το διαμελισμένο πτώμα, ανακαλύφθηκαν από έναν περαστικό. Εξίσου γρήγορα ξεσκεπάστηκε όλο το έγκλημα. Σύζυγος και πεθερά καταδικάστηκαν σε θάνατο, η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου καταδικάστηκε σε ισόβια και ο Μοσκιός σε κάθειρξη 20 ετών. Προφανώς το δικαστήριο του αναγνώρισε ελαφρυντικά, λόγω της ψυχολογικής του κατάστασης. Η μάνα της Φούλας περιγράφεται από τον τύπο της εποχής ως «κακούργα πεθερά». Το πτώμα του Αθανασόπουλου βρέθηκε ανήμερα των Θεοφανίων, στις 6 Ιανουαρίου 1931

 


Τελικά η θανατική καταδίκη μετατράπηκε σε δεκαετή φυλάκιση και το 1941, μάνα και κόρη είναι πάλι ελεύθερες. Η Φούλα «καλοπαντρεύτηκε» για δεύτερη φορά. Ο δεύτερος γάμος ήταν με τον Συνταγματάρχη Αγαπητό Κομήτη και κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1971. Η υπόλοιπη οικογένεια δεν είχε τόσο ευχάριστο τέλος. Η μητέρα της, Άρτεμις Κάστρου, πέθανε το 1956 και ο Δημήτρης Μοσκιός εισήχθη στο Δρομοκαΐτειο, όπου και πέθανε λίγο αργότερα. Αν και η Φούλα ήταν θύμα οικογενειακής βίας, η κοινωνία την αντιπάθησε, καθώς το έγκλημα ήταν στυγερό και προκάλεσε αληθινό σοκ και όχι αυτό που καταχρηστικά συνηθίζουν να λένε οι δημοσιογράφοι. 


 

Από το στυγερό έγκλημα, που συγκλόνισε την αθηναϊκή κοινωνία του 1931, εμπνεύστηκε ο Ιάκωβος Μοντανάρης και έγραψε του στίχους του τραγουδιού κατά τη διάρκεια της δίκης. Ηχογραφήθηκε με τον Αντώνη Διαμαντίδη (Νταλκά) και υπήρξε το εμπορικότερο τραγούδι της δισκογραφίας των 78 στροφών....


H μπαμπέσικη μαχαιριά στη μπυραρία του «Πίκινου»

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τα «ζυθοπωλεία», λαϊκότερα «μπιραρίες» ή απλά «μπίρες», συναγωνίζονταν τις ταβέρνες. «Οι ιππόται της ταβέρνας εξελίχθησαν εις ιππότας των ζυθοπωλείων», έγραφε ο Τίμος Μωραϊτίνης, εννοώντας πως εκεί μεταφέρονταν πλέον ο κουτσαβακισμός και ο τραμπουκισμός, ο παλικαρισμός με τις νέες πλέον μορφές του. Από τις πλέον ξακουστές ήταν η «Μπίρα του “Πίκινου”». Λειτουργούσε στο ισόγειο ενός παραδοσιακού κτιρίου στο Θησείο, το οποίο σώζεται έως τις μέρες μας. Έμεινε στην ιστορία αφού έγινε ρεμπέτικο τραγούδι λόγω της δολοφονίας του Πίκινου, γνωστού μάγκα και ρεμπέτη της εποχής

 

Ο Κωνσταντίνος Ααρών, ο επονομαζόμενος «Πίκινος»

Το «Πίκινος» ήταν παρατσούκλι του Κωνσταντίνου Ααρών, ο οποίος ήταν γεννημένος το 1894. Σύμφωνα με όσα αφηγήθηκε αργότερα ο γνωστός ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας, «σαν τούτο τον Πίκινο ούτε που θα υπάρξει τέτοιος άνθρωπος. Τέτοιο άντρα είναι δύσκολο στα χρόνια μας να βρεις. Κουβαρντάς, μπεσαλής, παλικάρι, κι ας τον έφαγε ένας χαμένος. Το ‘λεγε η ψυχή του». Προς τη δυτική πλευρά της Ακρόπολης, από το Θησείο και τα Πετράλωνα μέχρι τον Βοτανικό, το ρεμπέτικο στοιχείο άνθιζε. Το τροφοδοτούσαν οι πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στους διάφορους συνοικισμούς γύρω από τις κατοικημένες περιοχές (Αεριόφωτος, Ασυρμάτου, Παλαιών Σφαγείων κ.ά.).

Σημαντικοί ρεμπέτες κατοικούσαν ή εργαζόντουσαν στην περιοχή και ανάμεσά τους ο Κώστας Ρούκουνας, ο οποίος εργαζόταν στη Μπιραρία του Πίκινου, μαζί με τον Κώστα Τζόβενο, στο σαντούρι και τον Γιώργο Κερατζόπουλο, στο βιολί. Το μαγαζί ήταν ανοιχτό μέχρι το πρωί και αρκετές φορές έφτανε επτά ή οκτώ η ώρα και τα όργανα έπαιζαν ακόμη, εάν υπήρχε «γαζέτα», όπως αποκαλούσαν τα τάλιρα.

Ο γνωστός ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας

Ο τραγουδιστής έφτανε να λέει ακόμη και εκατό αμανέδες σε μια βραδιά! Ιούνιος του 1931, βράδυ Σαββάτου και η ορχήστρα είχε ξεκινήσει από νωρίς. Μια παρέα σοβατζήδων, πέντε έξι άτομα, έπιναν αρκετά και έδιναν συνεχώς παραγγελιές. Όμως, τα μέλη της δυστρόπησαν όταν αργά το βράδυ το μαγαζί γέμισε, οπότε η ορχήστρα δεχόταν παραγγελιές απ’ όλους. Οι σοβατζήδες παρεξηγήθηκαν, φώναξαν κι έβρισαν το γκαρσόνι, ενώ ένας εμφάνισε και γερμανικό σουγιά. Ειδοποιήθηκε ο «Πίκινος», ο οποίος εξήγησε στους πελάτες ότι η ορχήστρα έπρεπε να παίζει για όλους. 

Κομπανία ρεμπετών σε συνοικιακό στέκι των Αθηνών. Ανάμεσά τους ο Κώστας Ρούκουνας.

Τους πήρε μάλιστα και τον σουγιά. Συνέχισαν όμως να είναι εριστικοί, ενώ χτύπησαν με ποτήρι τον 28χρονο οργανοπαίχτη Κ. Τζόβενο. Η παρεξήγηση δεν άφηνε περιθώρια. Παρενέβη πάλι ο «Πίκινος»: Μάγκες, πληρώστε τον λογαριασμό και δρόμο Έκαναν ότι έφυγαν, αλλά ένας επέστρεψε. Αγανακτισμένος ο «Πίκινος», όρμησε επάνω του και αμέσως μαζεύτηκε και έσκυψε κάτω «Με μαχαιρώσανε», ψέλλισε, «με μαχαιρώσανε» και έπεσε αιμόφυρτος. Ο 25χρονος υδροχρωματιστής Κ. Ευγενικός του είχε δώσει «μπαμπέσικη» μαχαιριά. 

Ήταν τρεις τα ξημερώματα της Κυριακής 28 Ιουνίου του 1931, στην οδό Ακάμαντος 28 στο Θησείο. Δώδεκα ημέρες αργότερα ο 37χρονος «Πίκινος» άφηνε την τελευταία πνοή του στο Δημοτικό Νοσοκομείο, όπου και εγχειρίστηκε. Παρά τα σενάρια που γράφτηκαν εκείνη την εποχή, αιτία του θανάτου του υπήρξε η περιτονίτιδα. Η κηδεία του μετατράπηκε σε ρεμπέτικη σύναξη, με επικεφαλής τον αδελφό του, τον Δημήτρη (Μήτσο) Ααρών, γνωστό με το ψευδώνυμο «Κανείς». Ο αυτόπτης μάρτυρας Κώστας Ρούκουνας έγραψε και ηχογράφησε το ρεμπέτικο τραγούδι «Ο Πίκινος». Δύο χρόνια αργότερα έγραψε ακόμη ένα τραγούδι με τίτλο «Η μπίρα του Πίκινου», στο οποίο έκανε αναφορές για τις «ένδοξες» ημέρες του μαγαζιού. Τη δεκαετία του 1950 το κτίριο στέγασε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε κουτιά και απεικονίστηκε στην ταινία «Το αμαξάκι» (Ορέστης Μακρής, Γεωργία Βασιλειάδου, Αντιγόνη Βαλάκου κ.ά.). Αργότερα, λειτούργησε ως τυπογραφείο έως τη δεκαετία του 1970 και η ζωή το ήθελε πάλι χώρο διασκέδασης, αφού επανήλθε στην αρχική μορφή του, ως όμορφη αθηναϊκή ταβέρνα...

 

Η πρόσοψη του κτιρίου που στέγασε στις αρχές του 20ού αιώνα το Ζυθοπωλείον του «Πίκινου» στην οδό Ακάμαντος, σήμερα εστιατόριο

 


«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά, σκοτώσανε τον Σακαφλιά. Δυο μαχαιριές του δώσανε και κάτω τον ξαπλώσανε.»...

Ο διαβόητος κακοποιός Γιώργος Σακαφλιάς καταγόταν από την Αθήνα και έμενε στο Θησείο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χαρίλαος Χαραλάμπους και το «Σακαφλιάς»ήταν το παρατσούκλι του. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ήταν ωραίος άντρας και ξεχωριστό κουτσαβάκι της εποχής. Ο Σακαφλιάς εκμεταλλευόταν γυναίκες του πεζοδρομίου και έκανε και μικροκλοπές. 

 

Ο Γιώργος Σακαφλιάς

Το 1926, σε ηλικία 27 ετών, συνελήφθη, δικάστηκε και όταν καταδικάστηκε μεταφέρθηκε στις φυλακές των Τρικάλων. Όπως γινόταν σχεδόν σε κάθε φυλακή του Μεσοπολέμου, οι κρατούμενοι έπαιζαν παράνομα παιχνίδια. Κάθε φυλακή είχε και έναν αρχηγό που έπαιρνε τα ποσοστά των κερδών, τον τσιριμπάση, όπως τον αποκαλούσαν. Ο Σακαφλιάς έγκλειστος πια στη φυλακή των Τρικάλων παρατηρούσε τους κατάδικους που έπαιζαν κυρίως μπαρμπούτι και τα ποσοστά που έπαιρνε από αυτούς ο τσιρίμπασης, που τον έλεγαν Αυλωνίτση. Δεν ήξερε όμως καλά τους νόμους του υποκόσμου μέσα στη φυλακή ή έκανε πως τους αγνοούσε. Σύμφωνα με αυτούς, για να γίνει κάποιος τσιρίμπασης, έπρεπε να τον έχουν «σε εκτίμηση» τουλάχιστον οι μισοί κατάδικοι και μάλιστα το όνομά να προκαλεί φόβο, σεβασμό και προαιρετικά θαυμασμό. 

                                                                     
Φυλακές των Τρικάλων

Ο Αυλωνίτσης ήταν διαβόητος κακοποιός και ως κορυφαία απόδειξη της «εγκληματικής αξίας» του, ήταν ότι είχε πυροβολήσει έναν ενωμοτάρχη σε μια χαρτοπαιχτική λέσχη. Οι κρατούμενοι μπροστά του ήταν «σούζα». Ωστόσο ο Σακαφλιάς θέλησε να διεκδικήσει τη θέση του. Σε ένα παιχνίδι ο Σακαφλιάς κλώτσησε τον Αυλωνίτση λέγοντάς του «φύγε ρε κωλόγερε…». Αυτός κράτησε την ψυχραιμία του αλλά όχι τη γλώσσα του και απάντησε προφητικά: «αυτό θα το πληρώσεις με τη ζωή σου…». Μετά από λίγες μέρες ο Αυλωνίτσης αγόρασε ένα τηγάνι και λίγες μαρίδες και πήγε στο πλυσταριό της φυλακής στο τέλος ενός στενού διαδρόμου, δήθεν για να τις τηγανίσει. Όμως είχε βγάλει το χερούλι του τηγανιού και το είχε ακονίσει με υπομονή μέχρι που έγινε ένα κοφτερό ξυράφι. Έπειτα φώναξε τον Σακαφλιά για να τον κεράσει μαρίδες. Ο Σακαφλιάς, θεώρησε ότι επειδή ήταν μεγάλος σε ηλικία, φοβήθηκε μετά την κλωτσιά που του έδωσε και ήθελε να κάνουν ανακωχή. Άφοβα μπήκε στο καμαράκι. Αμέσως δέχτηκε αλλεπάλληλα πισώπλατα χτυπήματα με το κοφτερό χερούλι του τηγανιού. Μετά από λίγο ξεψύχησε. 

Όταν έγινε το περιστατικό το 1927, ο Τσιτσάνης ήταν παιδί ακόμα. Αργότερα όμως μεγαλώνοντας, επηρεασμένος από ορισμένα ρεμπέτικα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη, που αναφέρονταν σε ιστορίες κακοποιών, ήθελε και εκείνος να γράψει τέτοια τραγούδια. Ο απόηχος του εγκλήματος που είχε συγκλονίσει την περιοχή, ήταν μοναδική πηγή έμπνευσης. Ο Τσιτσάνης πήρε το θύμα του εγκλήματος, τον Σακαφλιά και τον έκανε ήρωα γράφοντας: «Στα Τρίκαλα στα δυο στενά, σκοτώσανε τον Σακαφλιά. Δυο μαχαιριές του δώσανε και κάτω τον ξαπλώσανε. Τέτοιο δερβίσικο παιδί, τον κλαίμε όλοι μας μαζί. Δεν τον ξεχνάμε βρε παιδιά τον φίλο μας τον Σακαφλιά». Τα δυο στενά που αναφέρει ο Τσιτσάνης το τραγούδι του είναι οι δύο διάδρομοι του προαυλίου της φυλακής Τρικάλων που κυκλώνουν τους θαλάμους των κρατουμένων. Επίσης ο Τσιτσάνης στους στίχους του αναφέρει τον Σακαφλιά ως «φίλο» και ως «ντερβίση», καθώς ο Σακαφλιάς ήταν πολύ νέος και όχι μόνο συγχωρέθηκε αλλά κέρδισε και την εύνοια του λαού των Τρικάλων.

 Όσο για τον Αυλωνίτση, όταν αποφυλακίστηκε μετά τον πόλεμο πήγε στην Πάτρα και δούλεψε σε μια χαρτοπαιχτική λέσχη. Όταν πέθανε ο ιδιοκτήτη της λέσχης, μεγάλος πια σε ηλικία δεν έβρισκε δουλειά ούτε και μπορούσε πια να επιβιώνει με τη μαγκιά του. Τελικά κατέληξε να ζητιανεύει. Έγινε περίγελος της κοινωνίας και σαν παλιός μάγκας, δεν άντεξε τον εξευτελισμό, με αποτέλεσμα να δώσει τέλος στη ζωή του πέφτοντας στις γραμμές του τρένου...