Λίγοι
είναι εκείνοι που γνωρίζουν το έθιμο σχετικά με το πέταγμα του Χαρταετού την Καθαρά
Δευτέρα. Σύμφωνα με αρχαίες θεωρίες το πέταγμα στα Κούλουμα υποδηλώνει την
ανάταση αλλά και την κάθαρση της ψυχής μετά το διονυσιακό ξεφάντωμα της
Αποκριάς.
Θεωρίες-Ρίζες
Η ιστορία του χαρταετού έχει βαθιές ρίζες στην αρχαία Κίνα ξεπερνώντας τα 2.400 χρόνια ζωής. Αρχικά, βέβαια, υλικό κατασκευής των χαρταετών δεν υπήρξε το χαρτί, αλλά το ξύλο. Συγκεκριμένα, οι λαοί της Ανατολής χρησιμοποιούσαν τους χαρταετούς σε μαγικές τελετές, θρησκευτικές εκδηλώσεις και σε τελετουργίες για τον εξορκισμό του κακού. Πίστευαν ότι όσο ψηλότερα ανεβεί ο αετός τόσο πιο τυχεροί θα είναι. Αλλά και στην ελληνική αρχαιότητα, ο χαρταετός δεν ήταν άγνωστος. Αναφέρεται ότι ο αρχιμηχανικός Αρχύτας του Τάραντα -4ος αι.π. χ.- χρησιμοποίησε στην αεροδυναμική του τον αετό, ενώ υπάρχει και ελληνικό αγγείο της κλασικής εποχής με παράσταση κόρης, η οποία κρατά στα χέρια της μια μικρή λευκή σαΐτα (είδος αετού) με το νήμα της, έτοιμη να την πετάξει. Πολύ αργότερα ο Μάρκο Πόλο γυρίζοντας από τα ταξίδια του, φέρνει το χαρταετό στην Ευρώπη του Μεσαίωνα, όπου τον περιγράφει και για τις επικίνδυνες επανδρωμένες πτήσεις του.
Ακολουθούν οι χρόνοι της επιστημονικής χρησιμοποίησης των χαρταετών (ή και υφασματαετών) ώσπου το 1752 στην Αμερική ο Βενιαμίν Φραγκλίνος εκτέλεσε το διάσημο πείραμά του, διαπιστώνοντας με τεχνητό αετό τον ηλεκτρισμό της ατμόσφαιρας και του κεραυνού, οπότε και κατασκεύασε το αλεξικέραυνο. Το 1880 ο Αυστραλός Hargrave σχεδίασε έναν τεράστιο αετό για μετεωρολογικές παρατηρήσεις.
Ο
Χαρταετός έφθασε στην Ελλάδα πρώτα από τα λιμάνια Ανατολής
(Σμύρνη-Χίο-Κωνσταντινούπολη), τα λιμάνια της Επτανήσου, της Σύρας, των Πατρών
και ακολούθησαν τα αστικά κέντρα, όπου μπορούσε κανείς να αγοράσει σπάγκο και
χρωματιστό χαρτί. Η κατασκευή ενός χαρταετού σήμερα είναι σχετικά εύκολη
υπόθεση καθώς υπάρχουν όλα τα τεχνικά μέσα.
Τα Κούλουμα και οι Χαρταετοί της Αθήνας
Κατά μερικούς η λέξη «κούλουμα» προήλθε από τον αναγραμματισμό της λατινικής λέξης cumulus που σημαίνει σωρός, αφθονία ή επίλογος, υποδηλώνοντας έτσι το πολύ φαγοπότι με πολύ χορό, ή το τέλος της εορταστικής περιόδου της αποκριάς.
Αθήνα, οι Πρώην ταραμοπώλαι της Αθήνας σε αποκριάτικη γιορτή, 1880-1890, συλλογή Ι. Λαμπάκη. Την εντόπισε η Λίζα Κουτσαπλή.
Στην Αθήνα, πολλές δεκαετίες προ του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, τα Κούλουμα εορτάζονταν στις πλαγιές του λόφου του Φιλοπάππου, όπου οι Αθηναίοι έτρωγαν κι έπιναν καθισμένοι στους βράχους από το μεσημέρι μέχρι τη δύση του ήλιου. Οι περισσότεροι χόρευαν υπό τους ήχους πλανόδιων μουσικών, κατά παρέες, είτε δημοτικούς είτε λαϊκούς χορούς υπό τους ήχους λατέρνας. Το σούρουπο όλοι οι Ρουμελιώτες γαλατάδες της Αθήνας έστηναν λαμπρό χορό-κυρίως τσάμικο-γύρω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός, παρουσία των βασιλέων και πλήθους κόσμου.
Αθήνα στου Φιλοπάππου, Μάρτιος 1955. Φωτό: Δημήτρης Χαρισσιάδης/ Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.
Αποκριά στον Πειραιά, 1910. Νεοελληνική Συλλογή Κωνσταντίνου Τρύπου/ Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη
Τα «Κούλουμα» (όρος που αναφέρεται στον υπαίθριο εορτασμό της Καθαράς Δευτέρας) γιορτάζονταν από τους Αθηναίους που συγκεντρώνονταν στις αποκαλούμενες «Κολόνες», κουβαλώντας μαζί τους φαγώσιμα και μουσικά όργανα. Ο Α. Καμπούρογλου σημειώνει ότι ο όρος είναι καθαρά αθηναϊκός και προέρχεται από τις κολόνες του ναού του Ολυμπίου Διός που τις αποκαλούσαν στη νεότερη ιστορία οι Αθηναίοι columna, κόλουμνα, κούλoυμνα, κούλουμα, χωρίς όμως αυτό να προσδιορίζει την αρχή της εορτής που πιθανολογείται κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο ίδιος όμως προσθέτει στις σημειώσεις του ότι ο λόφος επί του οποίου βρίσκεται το Θησείο ονομαζόταν στην αρχή της εποχής του Όθωνα «τριάντα δυο κολόνες».
Αθήνα, Ζάππειον, παιδάκια ντυμένα αποκριάτικα, 1918. Φωτο: Pierre C. Machard.
Τις προηγούμενες ημέρες οι ντελάληδες έδιναν το σύνθημα φωνάζοντας: «Μασκαράδες και πολίται, στις Κολόνες να βρεθείτε».
Μάλιστα, στο βιβλίο «Μίλτος Λιδωρίκης: Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ» και περιλαμβάνει τα απομνημονεύματα του Μ. Λιδωρίκη, «την αναμφισβήτητη ηθογραφική, πολιτειακή και κοινωνική ιστορία από τα 1880 έως τα 1930, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας και όλες τις λεπτομέρειες της ελληνικής ζωής», ο ίδιος αναφέρει σχετικά με την Καθαρά Δευτέρα:
«Μασκαράδες και πολίται, στις κολόνες να βρεθείτε. Σαν μια ηχώ που έρχεται από πολύ μακριά και είναι έτοιμη να σβήσει ακούονται στη σημερινή εποχή οι στίχοι αυτοί, που άλλοτε αποτελούσαν το εγερτήριον της αθηναϊκής οικογενείας, ξημερώνοντας η Καθαρά Δευτέρα. Η ρωμιοσύνη ολόκληρος, που δεν εννοούσε να γυρίσει σπίτι της μετά το γλέντι της τελευταίας Κυριακής των Απόκρεω, αλλά επέμενε ν' αντικρίσει το μενεξεδένιο ξημέρωμα στον αττικό ουρανό, θεωρούσε υποχρέωση και καθήκον της να μη σταματήσει τη διασκέδασή της παρά την νύκτα της επομένης Καθαράς Δευτέρας. Η ωραία μας φύσις, με την θαυμασίαν λιακάδα της, με το μυρωμένο από γρασίδι αεράκι, μας καλούσε να πάμε να περάσουμε μίαν ημέρα στο αττικό ύπαιθρο. Η ελληνική οικογένεια από το βράδυ της Κυριακής ετοίμαζε ό,τι θα εχρειάζετο για να περάσει καλά και αναπαυτικά, να φάει και να πιει την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας».
Εκτός από τους κατοίκους της πόλης, στην περιοχή γύρω από τον Ιλισό ποταμό μαζεύονταν και πολλοί μικροπωλητές, που πουλούσαν κάθε λογής φαγώσιμα, ξηρούς καρπούς, φρούτα, ζαχαρωτά, ακόμα και χαϊμαλιά. Ανάμεσα στο πλήθος κυκλοφορούσαν και άνθρωποι που με τις στάμνες στους ώμους πουλούσαν «κρυονέρι απ’ του παπά τ’ αμπέλι», δηλαδή κρασί. Το γλέντι στήνονταν με απλά μέσα αλλά ήταν τρικούβερτο και οι Αθηναίοι γίνονταν μια παρέα. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, οι πρόσφυγες έφεραν στην Ελλάδα και τον χαλβά που με τα χρόνια έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της γιορτινής αυτής μέρας και της παράδοσης που τη συνοδεύει. Περίπου τότε ο χαλβάς από ταχίνι ονομάστηκε και χαλβάς του μπακάλη, καθώς τον έβρισκαν στα μπακάλικα σε ορθογώνιες συσκευασίες και σε διάφορες γευστικές εκδοχές.
Διαχρονικό στοιχείο στο γλέντι και στο φαγοπότι της Καθαράς Δευτέρας, ο Μακεδονικός Χαλβάς που παραμένει μέσα στα χρόνια πρωταγωνιστής της αγαπημένης μας ανοιξιάτικης γιορτής και μας υπενθυμίζει ότι πάντα θα υπάρχει μια Δευτέρα που θα αγαπάμε πάντα. Η μοναδική ίσως Δευτέρα.
Αθήνα, Πλάκα, 1968-1970, φωτογραφία Nicholas Econopouly, αρχείο Matt Barrett’s.
Πηγές
https://www.mixanitouxronou.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου