Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Επαγγέλματα που χάθηκαν στην Πόλη και στην Ύπαιθρο


Πολλά είναι τα επαγγέλματα της υπαίθρου και της πόλης που χάθηκαν ή άλλαξαν μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Κάποια από αυτά μπήκαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας ενώ άλλα «πασχίζουν» να διατηρηθούν μέσα στα πλαίσια της καταναλωτικής μας κοινωνίας. 

Η μικρή αναδρομή στο χθες, ξεκινά…

Γανωτής

Κουβαλώντας στην πλάτη του τα εργαλεία της δουλειάς, συνήθιζε να καλεί με την τραχιά, από το παίδεμα, φωνή του τις νοικοκυρές να φέρουν τα μπακίρια τους για γάνωμα. Τα χάλκινα οικιακά σκεύη, όπως τα ταχριά, τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια χρειάζονταν, συχνά πυκνά, γαλβανισμό και στίλβωμα με κασσίτερο, ή αλλιώς γάνωμα. Όταν προέκυπτε πελατεία, ο γανωτής, έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο, κι αφού καθάριζε καλά το σκεύος, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το τρίβε με κουρασάνι (τριμμένο κεραμίδι). Στη συνέχεια, κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι (κασσίτερος) πάνω στο χάλκωμα. 

Το άπλωνε σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα και στη συνέχεια το βουτούσε σε μια λεκάνη με κρύο νερό, που του έδινε η νοικοκυρά του σπιτιού. Το τελικό σκούπισμα γινόταν με βαμβάκι ώστε να αποκτήσει το σκεύος την απαραίτητη γυαλάδα. Το «γάνωμα», το οποίο επιβαλλόταν για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, προσέφερε  πελατεία ολόκληρο το χρόνο.

Αβδελλάς

Έχοντας τις ρίζες του στον 19ο αιώνα, το επάγγελμα του αβδελλά, συντηρήθηκε μέχρι και τα μισά του προηγούμενου, όσο οι βδέλλες χρησιμοποιούνταν ακόμα για θεραπευτικούς σκοπούς. Σε περιπτώσεις πίεσης ή πονοκεφάλων, οι βδέλλες ήταν το «εργαλείο» για τις τοπικές αφαιμάξεις. Οι πρώτοι που εξάσκησαν  το εν λόγω επάγγελμα, ήταν οι αθίγγανοι, οι οποίοι έμπαιναν ξυπόλητοι στα νερά και συνέλεγαν τις βδέλλες με τα χέρια. Στη συνέχεια τις τοποθετούσαν, συνήθως ανά δυάδες, σε μικρά βαζάκια, τα οποία διέθεταν προς πώληση.

Αχθοφόρος ή χαμάλης

Σαν να βγήκαν από ξεθωριασμένη καρτ ποστάλ , οι εναπομείναντες του είδους, τριγυρίζουν μέχρι και σήμερα με το καρότσι τους σε σταθμούς λεωφορείων και λιμάνια συνήθως χωρίς να βρίσκουν πελατεία. Παλαιότερα βέβαια ο αχθοφόρος δεν μετέφερε τις βαλίτσες από το πλοίο ως το αυτοκίνητο ή το κοντινότερο μέσο μαζικής μεταφοράς. Κυκλοφορούσε στην αγορά, κι όταν έβρισκε πελάτη,  έβαζε τα ψώνια στην πλάτη για να τα μεταφέρει μέχρι την πόρτα του σπιτιού. 

 Έπαιρνε το χαρτζιλίκι και επέστρεφε ταχύτατα στο πόστο του, αφού το μεροκάματο ήταν ανάλογο των δρομολογίων.  Στην εξέλιξη του επαγγέλματος η πλάτη ή το καρότσι αντικαταστάθηκε από τα τρίκυκλα και οι μεταφορές γινόταν γρηγορότερα και φυσικά πιο ξεκούραστα.

Νερουλάς ή Νεροκόπος

Τότε που η ΟΥΛΕΝ δεν υπήρχε ακόμα, ο γνωστός ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης συνήθιζε να μεταφέρει νερό στα λίγα τότε σπίτια του Αμαρουσίου. Το επάγγελμά του ήταν νερουλάς , και έπρεπε να προμηθεύει με νερό την σταθερή του πελατεία. Τον πρώτο καρό η μεταφορά του νερού γινόταν με τενεκέδες ή μπακιρένια γκιούμια. Ο νερουλάς γέμιζε τους τενεκέδες από την κεντρική βρύση , τους έδενε έπειτα σ’ ένα γυρτό ξύλο και τους κουβαλούσε στον ώμο. Ήταν δε στους δρόμους από το πρωί ώς το βράδυ αφού για να εξυπηρετήσει όλη του την πελατεία έκανε αμέτρητα δρομολόγια. Με τον καιρό βέβαια που οι ανάγκες πολλαπλασιάστηκαν, το νερό κουβαλούσε κάποιο ζώο , γαϊδούρι ή μουλάρι,  το οποίο φόρτωνε με μεγάλα ξύλινα βαρέλια των 30 περίπου οκάδων. Στα βαρέλια υπήρχε και μια κάνουλα από την οποία γέμιζαν οι κανάτες του κάθε σπιτιού. Δεν έλειπαν βέβαια και οι  νερουλάδες με τις βοϊδάμαξες, στις οποίες μετέφεραν βαρέλια των 100 οκάδων, πουλώντας το νερό με τον κουβά για οικιακή κυρίως χρήση.

Αγωγιάτης ή κιρατζής

Οι πρόδρομοι των αυτοκινητιστών, ή αλλιώς αγωγιάτες εκτελούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων , διακινούσαν ταξιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση της υπηρεσίας και φυσικά και προϊόντα.Τις μεταφορές οι κιρατζήδες, όπως ονομάζονταν διαφορετικά, τις έκαναν συνήθως με μουλάρια μέχρι και την δεκαετία του ’30 ενώ σε μερικές περιοχές μέχρι και τη δεκαετία του ’50. Το επάγγελμα συνήθως εξασκούσαν οι ακτήμονες αγρότες των χωριών και των κωμοπόλεων ενώ παράλληλα μπορούσαν να εργάζονται και σε εργοστάσια, ελαιοτριβεία, ταλκορυχεία ή άλλες βιομηχανικές ζώνες.

Αλμπάνης ή πεταλωτής

Ο Γιάννης Θάνος (Κοντογιάννης) ο Τελευταίος Πεταλωτής στο χωριό Πολύδροσος Παρνασσού  Μαζί με το Δημήτρη Πιπέρα επί το έργον

Αλμπάνηδες ή καλιγωτές ή πεταλωτές, ονομάζονταν οι τεχνίτες που αναλάμβαναν την τοποθέτηση πετάλων στις οπλές των υποζυγίων (αλόγων, γαϊδουριών, μουλαριών, βοδιών), που χρησιμοποιούνταν σε αγροτικές ή/και άλλες εργασίες. Σκοπός του καλιγώματος είναι η προφύλαξη του πέλματος των υποζυγίων και η διατήρηση της ευστάθειάς τους. Η διαδικασία διαρκούσε περίπου 15-25 λεπτά (και για τα τέσσερα πέταλα) και επαναλαμβανόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, ανάλογα με τη συχνότητα και το είδος των υπηρεσιών που πρόσφερε, αλλά και το έδαφος όπου βάδιζε συνήθως κάθε ζώο. 

Ο Γιάννης Θάνος(κοντογιάννης) στο Πεταλουργείο του με το Φίλο του  Χαράλαμπο Τσαρμακλή

Πάντως το φθινόπωρο, λόγω των εποχιακών γεωργικών δραστηριοτήτων υπήρχε αύξηση της ζήτησης για πεταλωτές. Τα είδη των πετάλων που χρησιμοποιούσαν, εξαρτιόταν από το είδος και την ηλικία του ζώου, τη δουλειά για την οποία προοριζόταν (άρα και το έδαφος που θα πατούσε). 

Τα πέταλα των βοδιών, που προοριζόταν αποκλειστικά για αγροτικές δουλειές σε ανομοιογενές έδαφος, είχαν (συνήθως) σχήμα μισού κύκλου ακτίνας 6-8 εκατοστών με έξι περίπου οπές για τα καρφιά στο κυρτό μέρος τους. Αντίθετα, τα πέταλα των αλόγων, γαϊδάρων και μουλαριών είχαν είτε σχήμα αυγοειδές (ακτίνας 6-8 εκατοστών και 4-6 οπές για τα καρφιά, στις δύο κυρτές πλευρές) για πετρώδες έδαφος, είτε σχήμα ύψιλον-«υ»- (κοίλο, με ακτίνα 6-8 εκατοστά και 4-6 οπές για τα καρφιά, στις κυρτές πλευρές του).

Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί “κτηνίατροι“ . Ήταν ένα επιδέξιο επάγγελμα, διότι το παραμικρό λάθος κατά το πετάλωμα, μπορούσε να προκαλέσει και μόνιμη αναπηρία στο ζώο.

Σιδεράς

Οι σιδεράδες ή «δεμιρτζήδες» είναι οι τεχνίτες που επεξεργάζονταν τα διάφορα είδη του σιδήρου (δηλαδή το καθαρό σίδηρο, το χάλυβα ή ατσάλι, το χυτοσίδηρο ή μαντέμι, το μαλακό ή σφυρήλατο σίδηρο), για την κατασκευή ή την επισκευή αγροτικών εργαλείων (όπως τσαπιά, τσεκούρια, υνιά, δρεπάνια, άροτρα, σφυριά [γ]κασμάδες, σκαλιστήρια κ.α.), ειδών οικιακής χρήσης (όπως πυροστιές, μασιές, μαχαίρια, καβουρντιστήρια για τον καφέ, μαγκάλια, καρφιά, κλειδαριές, κλειδιά, μεντεσέδες, κουφώματα, πόρτες κ.α.), αλλά και γενικά όλων των μεταλλικών αντικειμένων που ήταν απαραίτητα στην καθημερινή ζωή

Η τέχνη του σιδερά ήταν δύσκολη και απαιτούσε σωματική ευρωστία. Οι τεχνίτες έπαιρναν συνήθως μαθητευόμενους βοηθούς, οι οποίοι μάθαιναν την τέχνη δίπλα στους παλιούς μαστόρους και συνέχιζαν το επάγγελμα. 

Η δημιουργία σιδερένιων αντικειμένων απαιτούσε αρχικά πυράκτωση ή τήξη του μετάλλου (ανάλογα με το αντικείμενο) σε ποικίλες υψηλές θερμοκρασίες (αφού το κάθε είδος σιδήρου τήκεται σε διαφορετική θερμοκρασία- π.χ. ο καθαρός σίδηρος στους 1530ο C), εν συνεχεία επεξεργασία του μετάλλου για να πάρει την επιθυμητή μορφή και τέλος, όπου χρειαζόταν, βαφή ή στόμωση και σε μερικές περιπτώσεις, όπου κρίνονταν απαραίτητο, ατσάλωση. Η πυράκτωση ή η τήξη γινόταν σε καμίνι με καύσιμη ύλη κάρβουνα (το οποίο είχε φυσερό για να δυναμώνει τη φωτιά). Το καμίνι ήταν τοποθετημένο στο εσωτερικό του εργαστηρίου κάθε σιδερά. 

Η πυράκτωση αφορούσε σε κομμάτια σιδήρου που έπρεπε απλώς να μαλακώσουν, ώστε να είναι επεξεργάσιμα, ενώ η τήξη σε αντικείμενα που δημιουργούνταν από καλούπι (π.χ. καρφιά, χαλινοί ζώων κ.α.). Η επεξεργασία του σιδήρου γινόταν πάνω στο αμόνι (σιδερένια βάση όπου σφυρηλατούνται τα μέταλλα). 

Οι σιδεράδες χρησιμοποιούσαν καλούπια και διάφορα εργαλεία, που κατά κύριο λόγο κατασκεύαζαν οι ίδιοι, όπως σφυρί, βαριά, ψαλίδι, τρυπάνι, ακόνι, σιδεροπρίονο, τσεκούρι κ.α. και αργότερα (γύρω στο 1970) ηλεκτρικά εργαλεία, όπως ηλεκτρικό τρυπάνι κ.α. Το επάγγελμα του σιδερά, άρχισε να φθίνει με τη μαζική βιομηχανική παραγωγή σιδερένιων αντικειμένων (εργαλείων, ειδών οικιακής χρήσης κ.α.) και έτσι περιορίστηκε στην εμπορία, επισκευή και τοποθέτηση σιδερένιων κατασκευών (όπως κιγκλιδώματα, πόρτες, κ.α.). Ορισμένοι απασχολούνται σήμερα (και) στις οικοδομές κατά τη διάρκεια τοποθέτησης σιδηροδοκών.

Στον οικισμό Πολύδροσος της περιοχής του Παρνασσού, επιβιώνει ακόμη η παμπάλαια τέχνη της κατασκευής μαχαιριών. Οι μαχαιροποιοί δούλευαν αρχικά στο χωριό Άνω Σουβάλα, αλλά μετά τη δημιουργία του νέου οικισμού κατέβηκαν στην Πολύδροσο. Ήταν διάσημοι για την τέχνη τους και τα σουβαλιώτικα μαχαίρια ήταν περιζήτητα. Είναι μαχαίρια για…χασάπηδες, για αγρότες, για κτηνοτρόφους και για οικιακή χρήση.

Το  εναπομείναν σε λειτουργία καμίνι της Σουβάλας του Λουκά Θ. Τοπάλη

Λουκάς Δ. Τοπάλης 

Τα εργαστήρια των μαχαιροποιών ήταν στα Μαντάμια, στην τοποθεσία Πλατάνου, όπου υπήρχαν άφθονα νερά για να δίνουν κίνηση στους τροχούς που ακόνιζαν τα μαχαίρια και τα άλλα εργαλεία που έφτιαχναν. Ο τελευταίος που συνεχίζει το επάγγελμα είναι ο κ. Λουκάς Τοπάλης. «Από παππού και προπάππου μαχαιράδες ήμασταν, και όλοι όσοι ξέραμε αυτή την τέχνη ήμασταν συγγενείς: οι Τοπαλαίοι, οι Σταματίου, ο Ρόδης. Ήμασταν καμιά τριανταριά ως τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80», λέει.

 

Τα εργαστήριά τους ήταν όλα στα Μαντάμια, στην τοποθεσία «Πλατάνου», όπου τα νερά της ομώνυμης πηγής έδιναν κίνηση στους τροχούς στους οποίους ακόνιζαν τα μαχαίρια και τα άλλα εργαλεία τους. Τα κάρβουνα για τις φωτιές τα έφτιαχναν μόνοι τους σε καμίνια, μέσα στα δάση του Παρνασσού. Οι μαχαιράδες της Σουβάλας κατασκεύαζαν επίσης γεωργικά εργαλεία-κασμάδες, τσεκούρια, υνιά, μπαλτάδες, ψαλίδια, κλαδευτήρες, τσάπες.

Ο Λουκάς Δ. Τοπάλης με την πραμάτεια του στο παζάρι

Η τέχνη της μαχαιροποιίας στη Σουβάλα είναι πολύ παλιά και κάποιοι λένε πως υπήρχε και στην Τουρκοκρατία. Οι μαχαιράδες ταξίδευαν με την πραμάτεια τους για να την πουλήσουν σε χωριά, σε πανηγύρια και παζάρια. Σήμερα ο κύριος Λουκάς συνεχίζει να πουλάει στα παζάρια τα μαχαίρια του, ή τα φτιάχνει κατά παραγγελία. Ακόμη δουλεύει με την ίδια μέθοδο (ο τροχός φυσικά σήμερα κινείται με ρεύμα και τα υδροκίνητα εργαστήρια στα Μαντάμια εγκαταλείφθηκαν).

Ο Λουκάς Θ. Τοπάλης στο καμίνι του

Το μέταλλο του μαχαιριού είναι σφυρήλατο ατσάλι λαδιού και η λαβή πάντα από κέρατο τράγου, γίδας ή κριαριού. «Τα σουβαλιώτικα μαχαίρια είναι πασίγνωστα και μάλιστα στέλνουμε και στο εξωτερικό όπου υπάρχουν μετανάστες. Ακόμη και ξένοι τα αγοράζουν για δουλειά», προσθέτει ο κ. Λουκάς.  «Οι νέοι δεν ακολουθούν την τέχνη. Είναι βαριά η καλογερική…».

Φώτης Κ. Σταματίου

Φώτης Κ. Σταματίου


Γαλατάς

Στη δεκαετία του 1950 οι τελευταίοι πλανόδιοι γαλατάδες που διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους με τη λέξη «γαλατάς!» ή μόνο την κατάληξη «τας!», μετέφεραν το γάλα σε μεταλλικά κυλινδρικά δοχεία και το μοίραζαν στις γειτονιές χύμα σε οκάδες ή δράμια. Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η διάθεση του γάλακτος άρχισε να γίνεται σε γυάλινες φιάλες που διανέμονταν παστεριωμένο γάλα, κάθε πρωί στις διάφορες γειτονιές με διάφορα μέσα, ποδήλατα ή τρίκυκλες μοτοσικλέτες, όπως συνεχίζεται σήμερα η διάθεση των φιαλών γκαζιού. Όμως μετά από μια σειρά αγορανομικών διατάξεων στη δεκαετία του 1970 απαγορεύθηκε και ο τρόπος αυτός, της πλανόδιας διάθεσης, προκειμένου να διασφαλισθεί περισσότερο η ποιότητα και η υγειονομική ασφάλεια των προς διάθεση γαλακτοκομικών προϊόντων με περιορισμό τόσο στο χρόνο της διάθεσης, (ημερομηνία λήξης), όσο και από συγκεκριμένα μόνο καταστήματα που είναι εφοδιασμένα με κατάλληλα ψυκτικά μέσα.

Παγωτατζής

Ο παγωτατζής με το άσπρο καπελάκι και την άσπρη ποδιά του ήταν γραφικός, ευχάριστος, και ο πιο αγαπημένος πλανόδιος μικροπωλητής για τα παιδιά. Την πρώτη εμφάνισή του την έκανε την Άνοιξη, τις μέρες του Πάσχα και σταματούσε το φθινόπωρο με την εμφάνιση των καστανάδων, αν και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν οι ίδιοι, διότι έκαναν παράλληλα και δεύτερο εποχιακό επάγγελμα. Το παλιό καροτσάκι του παγωτατζή ήταν σωστό κομψοτέχνημα , με το ωραίο σκέπαστρο, τις παραστατικές ζωγραφιές και τα διάφορα σχέδια που κοσμούσαν τις πλευρές του. Με το τρίτροχο ποδήλατο ή το μηχανοκίνητο καροτσάκι έκανε την εμφάνισή του και διαλαλούσε το παγωτό του όπου σύχναζε πολύς κόσμος.

 

Επαγγέλματα που χάθηκαν μέσα από φωτογραφικό υλικό


Υπαίθριος μπαλωματής στην Αθήνα του 1940-1941

Παπουτσής. Αθήνα,1950-1960

Υπαίθριος ακονιστής μαχαιριών 

Γαζώτριες (Βούλα Παπαϊωάννου) 1950-1960 

Καλαθοπλέκτης, περίπου 1930 

Γυναίκα που θερίζει με δρεπάνι. Ορυζώνες Σερρών-Στρυμώνα, 1950 (Δημήτρης Χαρισιάδης)

 Αγρότισσες σε λίχνισμα, περίπου 1930


 





Πηγές

https://www.mixanitouxronou.gr

https://lispolydrosou.blogspot.com 

https://www.newsbeast.gr

http://traditional-professions.aegean.gr 

https://apotis4stis5.com


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου