Οι γυναίκες, παρά τους αυστηρούς κοινωνικούς περιορισμούς της εποχής, άφησαν το δικό τους «αποτύπωμα» στην Επανάσταση του 1821. Επώνυμες και ανώνυμες. Από την Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και τη Μαντώ Μαυρογένους μέχρι την καπετάνισσα Κωνσταντίνα Ζαχαριά, τη Σπαρτιάτισσα Σταυριάννα Σάββαινα, τη Δόμνα Βισβίζη κ.ά.
Οι μεγάλες και ασυνήθιστες πράξεις τους τις έβγαλαν από την αφάνεια και τις έφεραν στο επίκεντρο συνταρακτικών εξελίξεων που ξεπερνούσαν τα κοινωνικά όρια του φύλου τους. Οι περισσότερες βοήθησαν στην τροφοδοσία των στρατευμάτων, αλλά κυρίως στη διάσωση των παιδιών τους και τη στήριξη των σπιτιών τους κατά την απουσία των ανδρών.
Τόσο στις προσωπικές μαρτυρίες όσο και στην ιστοριογραφία του 19ου αιώνα οι αναφορές στον ρόλο των γυναικών είναι περιορισμένες, καθώς επικεντρώνονται στον πρωταγωνιστικό ρόλο των ανδρών. Ωστόσο, υπάρχουν πηγές που δίνουν μια αρκετά ξεκάθαρη εικόνα της συμβολής των γυναικών στην Επανάσταση.
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
Η Λασκαρίνα «Μπουμπουλίνα» Πινότση είχε καταγωγή από την ‘Ύδρα. Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769-1770).
Η Μπουμπουλίνα είχε συλλάβει ένα πρωτότυπο σχέδιο εναντίον των Τούρκων. Έχοντας μεγάλη περιουσία, την οποία είχε κληρονομήσει ως χήρα από τους δύο συζύγους της, έφτιαξε δύο νομισματοκοπεία. Ένα στο Ναύπλιο και ένα στις Σπέτσες. Σε αυτά, έκοβε κίβδηλα τούρκικα γρόσια, δηλαδή πλαστά και τα διοχέτευε στη Μικρά Ασία. Ο σκοπός ήταν ένας: να αποσταθεροποιηθεί η οικονομία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα κάλπικα αυτά νομίσματα, οι Έλληνες τα είχαν ονομάσει «μπουμπουλίνες».
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/otan-i-boumpoulina-sinantise-ti-mitera-tou-soultanou-ke-katafere-na-sosi-tin-periousia-tous-apo-ti-dimefsi-dorodokise-akomi-ke-tourko-epitheoriti-gia-na-boresi-na-nafpigisi-to-proto-polemiko-plio-tou/
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/otan-i-boumpoulina-sinantise-ti-mitera-tou-soultanou-ke-katafere-na-sosi-tin-periousia-tous-apo-ti-dimefsi-dorodokise-akomi-ke-tourko-epitheoriti-gia-na-boresi-na-nafpigisi-to-proto-polemiko-plio-tou/
Αντίγραφο της επαναστατικής σημαίας της Μπουμπουλίνας
Με το ξέσπασμα της επανάστασης, σχημάτισε δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, ενώ αρμάτωνε και συντηρούσε το στράτευμα και τα πληρώματα των πλοίων της. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε από τη μία να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά του Ναυπλίου και της Τρίπολης, αλλά από την άλλη ξόδεψε όλη της την περιουσία και έμεινε απένταρη.
Χειροποίητο μοντέλο του «Αγαμέμνονα»
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/otan-i-boumpoulina-sinantise-ti-mitera-tou-soultanou-ke-katafere-na-sosi-tin-periousia-tous-apo-ti-dimefsi-dorodokise-akomi-ke-tourko-epitheoriti-gia-na-boresi-na-nafpigisi-to-proto-polemiko-plio-tou/
Το φιρμάνι κατασκευής του «Αγαμέμνονα»
Το χρηματοκιβώτιο του πλοίου «Αγαμέμνων»
Όταν το 1824 φυλακίστηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σε μοναστήρι της Ύδρας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη, η Μπουμπουλίνα αντέδρασε έντονα και ζήτησε την άμεση αποφυλάκισή του. Θεωρήθηκε επικίνδυνη και εξορίστηκε στις Σπέτσες. Ένα χρόνο αργότερα, ο Ιμπραήμ πασάς αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 Τουρκοαιγυπτίους άνδρες, σε μια ύστατη προσπάθεια να ανακόψει την επανάσταση. Η Μπουμπουλίνα, αν και δυσαρεστημένη με τους πολιτικούς, άρχισε να προετοιμάζεται για μάχη, αλλά δεν πρόλαβε, διότι τη βρήκε ο θάνατος.
Το άδοξο τέλος της Μπουμπουλίνας
Ο γιος της Μπουμπουλίνας, Γεώργιος, είχε ερωτευτεί παράφορα την συντοπίτισσα του Βγενή Κούτση. Αν και η κοπέλα ήταν αρραβωνιασμένη και ετοιμαζόταν να παντρευτεί, την έκλεψε και την έκρυψε στο σπίτι του πρώτου συζύγου της μητέρας του, του Δημητρίου Γιάννουζα. Η απαγωγή θεωρήθηκε προσβολή για την οικογένεια. Πολλά από τα μέλη της αρματώθηκαν και πήγαν στο σπίτι εξαγριωμένα, ζητώντας από τη Μπουμπουλίνα να τους δώσει πίσω τη Βγενή. Εκείνη τους φώναξε από μέσα ότι δεν υπήρχε εκεί κανένα κορίτσι και τους παρότρυνε να φύγουν. Τη στιγμή που ετοιμάζονταν να σπάσουν την πόρτα και να εισβάλουν στην οικία, εμφανίστηκε ο αδερφός της, ο Καπετάν Μανόλης, ο οποίος τύγχανε να είναι και σύζυγος της αδελφής της Βγενής, που είχαν απαγάγει. Της είπε να ανοίξει το παράθυρο και να συζητήσουν για να βρουν μια λύση. Η Μπουμπουλίνα, ακούγοντας τη φωνή του, το άνοιξε. Τότε ο αδερφός της κοπέλας, Ιωάννης Κούτσης, την πυροβόλησε. Η σφαίρα τη βρήκε στο μέτωπο και σκοτώθηκε ακαριαία και άδοξα. Μετά το θάνατο της, οι Ρώσοι της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου». Μέχρι σήμερα σε όλο το κόσμο, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είναι η μόνη γυναίκα που έχει τιμηθεί με αυτόν τον τίτλο.
Μουσείο Μπουμπουλίνας, που ιδρύθηκε το 1991 από τον απόγονο της εθνικής ηρωίδας Φίλιππο Δεμερτζή – Μπούμπουλη
Μουσείο Μπουμπουλίνας, που ιδρύθηκε το 1991 από τον απόγονο της εθνικής ηρωίδας Φίλιππο Δεμερτζή – Μπούμπουλη
Μαντώ Μαυρογένους
Γεννήθηκε το 1796 ή το 1797 στη Τεργέστη, όπου διέμεναν και δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά οι γονείς της, ο εύπορος Μυκονιάτης έμπορος Νικόλαος Μαυρογένης και η Σπαρτιάτισσα Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, που είχαν συνολικά πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Έκανε σπουδές στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ιστορία και μιλούσε και έγραφε άπταιστα ιταλικά, γαλλικά και τουρκικά. Είναι άγνωστο πότε ακριβώς επέστρεψε στην Ελλάδα. Όμως είναι βέβαιο ότι κατά την έναρξη της Επανάστασης βρισκόταν στη Τήνο μαζί με το θείο της, Μαύρο, ενάρετο και σοφό ιερέα. Μαζί πέρασαν στη Μύκονο, ξεσήκωσε τους κατοίκους και στα μέσα Απριλίου 1821 το νησί μπήκε στον Αγώνα. Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Πουκεβίλ «η Μύκονος [...] ώφειλε την τιμήν της εις την [ναυτική] συμμαχίαν εισχωρήσεως εις την ωραίαν Μοδένα (Μαντώ) Μαυρογένους».
Το σπίτι της Μαντώς στη Μύκονο ήταν ανοιχτό στον κόσμο. Ο Ρεμπώ περιγράφει μια βραδιά στο σπίτι της, όπου βρισκόταν «ένας αρκετά μεγάλος κύκλος, που αποτελείτο από τους πρώτους ανθρώπους του νησιού» και επικράτησε μεγάλο κέφι, με χορό». Ο ίδιος αφηγείται ότι η Μαντώ τού έλεγε «Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν έχω χρησιμοποιήσει όσα μπορώ να διαθέσω για τον ιερό σκοπό της ελευθερίας, θα πάω στο στρατόπεδο των Ελλήνων, για να τους ενθαρρύνω με το παράδειγμά μου και θα πεθάνω, εάν είναι απαραίτητο, γι’ αυτήν». Και αυτό έκανε.
Σε μια τριετία είχε διαθέσει όλη την περιουσία της για τον εξοπλισμό πλοίων, τη συγκρότηση στρατιωτικών σωμάτων που πήραν μέρος σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο, την Κάρυστο, τη Φθιώτιδα κ.α., την οικονομική στήριξη της Σάμου και της Χίου και την περίθαλψη 2.000 ατόμων, που επιβίωσαν από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου.
Παρ’ όλα αυτά η Μαντώ επιμένει να προσφέρει και, όπως γράφει ο Βιλνέβ, ζητάει από τη κυβέρνηση τα μέσα για να συγκεντρώσει στρατιωτικές δυνάμεις. Ο Μαυροκορδάτος την κολάκεψε και εκείνη του απαντάει: «Όχι [δεν θέλω] λόγια κολακευτικά. Χρήματα, άντρες [ζητάω] και βαδίζω ενάντια στον εχθρό».
Στο μεταξύ, μάλλον σε μάχες στη Φθιώτιδα, όπου πήρε μέρος, η Μαντώ γνωρίζεται με τον Δ. Υψηλάντη και ερωτεύονται. Στον αρραβώνα τους αντιτάσσονται πολλοί από τους ισχυρούς πολιτικούς, που τρομοκρατούνται στο ενδεχόμενο ενοποίησης των δυο ισχυρών οικογενειών και τελικά έπειτα από πολλές ραδιουργίες ο Κωλέττης πετυχαίνει να διαλυθεί η σχέση. Απογοητευμένη η Μαντώ εμφανίζεται, την άνοιξη του 1827, στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, που συνεδριάζει πλέον στην Τροιζήνα. Είναι η μόνη γυναίκα μεταξύ των ακροατών και ζητάει, μάταια, κάνοντας νεύματα, να της επιτραπεί να διαβάσει μια καταγγελία κατά του Υψηλάντη για αθέτηση υπόσχεσης γάμου.
Το σπίτι του Δημήτριου Υψηλάντη (δεξιά) ήταν απέναντι από το σπίτι της Μαντώς Μαυρογένους. Σήμερα εκεί στεγάζεται το Ξενοδοχείο «Δίας»
Ο Νικ. Δραγούμης γράφει: «... μεταξύ των ακροατών μία μόνη γυνή, η αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους, ή τις πωλήσασα τα εν Μυκόνω υπάρχοντα αυτής, ώρμησεν εις το πεδίον του αγώνος, φορούσα μέλαινα εσθήτα χρυσοπάρυφον [= μαύρο επίσημο φόρεμα με χρυσό τελείωμα] και πίλον [= καπέλο] ευρωπαϊκόν, ουχί βεβαίως του τελευταίου των Παρισίων συρμού, και διά νευμάτων αιτούμενη την ανάγνωσιν της ουδέποτε αναγνωσθείσης κατά του Υψηλάντου αναφοράς».
Αργότερα θα στείλει την αναφορά της στον Καποδίστρια, χωρίς να υπάρξει κάποια συνέχεια. Στην ίδια Εθνοσυνέλευση, πάντως, θα διαβαστεί μια άλλη αναφορά της, με την οποία ζητάει να της διατεθεί ένα σπίτι στο Ναύπλιο για να κατοικήσει.
Η Μαντώ καταδιωκόμενη, πάντα από τον Κωλέττη, θα πεθάνει το 1848 πάμφτωχη στη Πάρο, όπου έμεναν κάποιοι συγγενείς της.
*Ο Γάλλος φιλέλληνας Ρεμπώ τη περιγράφει ως ψηλή, αδύνατη, με ευχάριστο πρόσωπο, ενώ ο Νικόλαος Δραγούμης, γραμματέας στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1828), γράφει: «...εφαίνετο προοιωνιζομένη [= προλέγουσα] τον χρόνον, καθ’ ον οι κοινωνικοί της Δύσεως θεσμοί έμελλον να κατισχύσωσι [=επικρατήσουν] της απειρόκαλου (=ακαλαίσθητης) αυστηρότητος της Ανατολής»! Αξιοσημείωτη είναι και μια σύγκριση, που κάνει ο Ρεμπώ, ανάμεσα στην Μπουμπουλίνα και τη Μαντώ, γράφοντας ότι η πρώτη διέθετε σπάνια τόλμη για γυναίκα, αλλά και «απληστία για κέρδος, έτσι ώστε ν’ αναιρούνται οι πιο λαμπρές ιδιότητές της». Στην άλλη υπήρχε «η αγνότερη αγάπη στην πατρίδα, γεμάτη αυταπάρνηση και ανιδιοτέλεια, χωρίς κανένα προσωπικό συμφέρον και χωρίς καμία μέριμνα για το προσωπικό της μέλλον».
Κωνσταντίνα Ζαχαριά
Από τον Γάλλο ιστορικό Φ. Πουκεβίλ μαθαίνουμε ότι μια νεαρή Σπαρτιάτισσα, η Κωνσταντίνα Ζαχαριά, ήταν από τους πρώτους που πήραν τα όπλα και τέθηκε επικεφαλής 500 ανδρών. Η Κωνσταντίνα ήταν βρέφος «εν τω λίκνω» όταν οι Τούρκοι σκότωσαν, το 1799, στην Τρίπολη, τον πατέρα της Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη (σ.σ. από αυτόν πήρε το επώνυμό της, η Κωνσταντίνα του Ζαχαριά), έναν από τους πρωτοκλέφτες της εποχής. Μεγαλώνοντας ορκίστηκε να εκδικηθεί τον θάνατό του. Έτσι μόλις ξεκίνησε η Επανάσταση, οπότε πρέπει να ήταν 22 ή 23 ετών, πήρε τα όπλα, ξεσήκωσε άνδρες και γυναίκες, σχημάτισε την ομάδα της και αφού πήρε την ευχή του επισκόπου Ηλείας Άνθιμου μπήκε στον πόλεμο. Αρχικά, ανάγκασε τους Τούρκους να κλειστούν στο φρούριο του Μυστρά και, στη συνέχεια, ακολουθώντας τον ποταμό Ευρώτα έφτασε μέχρι το Λεοντάρι Αρκαδίας. Επιτίθεται με τους άνδρες της, απελευθερώνει το χωριό, καταστρέφει την ημισέληνο από τα τεμένη και βάζει φωτιά στο σπίτι του Τούρκου στρατιωτικού διοικητή (βοεβόδας) της περιοχής και τον σκοτώνει. Η καπετάνισσα Κωνσταντίνα φαίνεται να πήρε μέρος και σε άλλες μάχες, καθώς και στην πολιορκία της Μεθώνης και της Κορώνης, αλλά από κάποιο σημείο και μετά δεν γνωρίζουμε τι απέγινε.
Άγαλμα Καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη
Άγαλμα Καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη
Σταυριάνα Σάββαινα
Μια άλλη Σπαρτιάτισσα, η Σταυριάνα Σάββαινα (σ.σ. η γυναίκα του Γιωργάκη Σάββα, η «Σάββαινα»), όταν ξεκίνησε ο Αγώνας ήταν περίπου 40 ετών και πήρε τα όπλα όταν οι Τούρκοι σκότωσαν, τις πρώτες μέρες της Επανάστασης, τον άνδρα της. Όπως έγραψε η Καλλιρρόη Παρρέν στην ιστορική «Εφημερίδα των Κυριών» (φ. 25.3.1890) «η Σταυριάνα ήτο τεσσαρακοντούτις, μελαχροινή, ευειδής, με ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη, με παράστημα στρατιώτου» και εντάχθηκε στο σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Η πρώτη μάχη που πήρε μέρος ήταν στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821), όπου σημειώθηκε μια εξαιρετικά σημαντική νίκη των Ελλήνων. «Η Σταυριάνα, μόνη μεταξύ των ανδρών, αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα. Οι περί τον Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος», έγραψε η Παρρέν.
Διαβάστε το Μέρος Β
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου