Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Ταξίδι στα δρώμενα της Αποκριάς: Αμφίκλεια, Άμφισσα, Γαλαξίδι, Πολύδροσος


Έθιμα, που κρατούν ζωντανή την παράδοση αναβιώνουν τις απόκριες σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Το κύριο γνώρισμα τους είναι οι μεταμφιέσεις τις οποίες συναντάμε σε πολλά μέρη της χώρας, καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το όνομα των μεταμφιεσμένων διαφέρει από τόπο σε τόπο: κουδουνάτοι, καμουζέλες, μούσκαροι αλλά επικρατέστερο είναι οι μασκαράδες και οι καρνάβαλοι που προέρχεται από τις ιταλικές λέξεις maschera και carnevale. Στην Ελλάδα υπάρχει πληθώρα εθίμων που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Κάποια χάθηκαν στα χρόνια ενώ άλλα επιβιώνουν ακόμη και σήμερα.

Αμφίκλεια


Δεκαετία του '60 στο καφενείο του Καρουμπή

Στην πόλη της Αμφίκλειας, το προτελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς, γίνεται κάτι πραγματικά μοναδικό: η κάθε γειτονιά ανάβει τη δική της φωτιά, ενώ οι κουδουνοφόροι μεταμφιεσμένοι ξορκίζουν το κακό για να έρθει η Άνοιξη χωρίς εμπόδια.Το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας οι εκδηλώσεις κορυφώνονται, με το παραδοσιακό άναμμα της φωτιάς (Χέι), τόσο στις γειτονιές του χωριού, όσο και στο μεγάλο Χέϊ, στην πάνω Πλατεία του χωριού, με χορούς κουδουνοφόρων μασκαράδων, με τύμπανα και πνευστά. Τέλος, την Κυριακή της Τυρίνης παρασκευάζεται από το πρωί ένα κοντοσούβλι γίγας, μήκους 120 μέτρων, το οποίο δίνει τον τόνο, τη μυρωδιά και τη γεύση που μόνο στη Ρούμελη γνωρίζουν να δίνουν.



















Άμφισσα: Το Στοιχειό της Χάρμαινας

Το τελευταίο Σαββατοκύριακο των Αποκριών στη συνοικία της Χάρμαινας, στην Άμφισσα, αναβιώνει ο τρομακτικός θρύλος του στοιχειού της περιοχής. Σύμφωνα με την παράδοση, τα στοιχειά είναι ανθρώπινες ψυχές που παγιδεύτηκαν στον κόσμο των ζωντανών και τριγυρίζουν στους δρόμους της πόλης. Το πιο γνωστό στοιχειό της Άμφισσας είναι το στοιχειό της Χάρμαινας που βασίζεται σε ιστορία αγάπης η οποία δεν είχε καλό τέλος. Η Χάρμαινα για πολλούς αιώνες ήταν ξακουστή για τα βυρσοδεψεία της που ονομάζονταν και Ταμπάκικα ή Ταμπακάρια. Σε ένα από αυτά δούλευε ο Κωνσταντής. Εργαζόταν σκληρά, με ελάχιστα χρήματα, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήταν ερωτευμένος με την όμορφη Λενιώ, η οποία βοηθούσε τον πατέρα της στα αμπέλια και στα ελαιόδεντρα. Μια μέρα ο Κωνσταντής έφυγε από την Χάρμαινα, να πάει να πουλήσει όσα περισσότερα δέρματα μπορούσε για να βγάλει χρήματα. 

Πέρασαν αρκετές εβδομάδες μέχρι να καταφέρει να μαζέψει ένα ικανοποιητικό ποσό προκειμένου να αγοράσει δαχτυλίδι για την αγαπημένη του Λενιώ. Όταν γύρισε είδε το σπίτι της εγκαταλελειμμένο. Η Λενιώ είχε πάει στη πηγή της Χάρμαινας να πάρει νερό και την χτύπησε κεραυνός, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί επιτόπου. Ο Κωνσταντής δεν άντεξε το χαμό της αγαπημένης του και αυτοκτόνησε με την ελπίδα ότι θα πήγαινε κοντά της. Η εκκλησία όμως δεν δέχθηκε να τον θάψει, επειδή είχε διαπράξει το αμάρτημα της αυτοκτονίας.


Το Στοιχείο της Χάρμαινας, ήταν ένα ανθρωπόμορφο τέρας, πανύψηλο, με μακρουλά χέρια. Είχε άγριο και φριχτό παρουσιαστικό. Φύλαγε την Πηγή της Χάρμαινας, που δούλευαν οι ταμπάκηδες της πόλης και τους προστάτευε από κάθε κακό και από τ’ άλλα στοιχειά της περιοχής. Φωτο: Μανιάννα Τσερκέζου.

Έτσι, ο Κωνσταντής έμεινε να περιπλανιέται στους δρόμους της Χάρμαινας, στοίχειωσε την πηγή όπου πέθανε η Λενιώ και θρηνούσε για τα νιάτα του και το χαμένο του έρωτα. Ο Κωνσταντής μεταμορφώθηκε σε ανθρωπόμορφο τέρας. Προστάτευε τους ταμπάκηδες από κάθε κακό και τα άλλα στοιχειά της πόλης. Τους ένιωθε δικούς του ανθρώπους αφού ήταν και αυτός κάποτε βυρσοδέψης. Δεν έμενε όμως μόνο στην πηγή. Περιπλανιόταν στους δρόμους, ουρλιάζοντας και όταν κάποιος βυρσοδέψης ήταν ετοιμοθάνατος πήγαινε έξω από το σπίτι του και θρηνούσε. Λέγεται ότι εκτός από τις άγριες φωνές ακουγόταν και το σύρσιμο των αλυσίδων που τον κρατούσαν δέσμιο στο κόσμο των ζωντανών. Το στοιχειό της Χάρμαινας έκανε πάντα την ίδια διαδρομή. Περνούσε από το σπίτι της Λενιώς, το πατρικό του και τα σπίτια των φίλων του. Οι κάτοικοι από τον τρόμο τους κλείνονταν στα σπίτια τους μέχρι να φύγει το στοιχειό, το οποίο ήταν το πιο δυνατό και κέρδιζε πάντα στις μάχες του με τα άλλα στοιχειά της Άμφισσας. Λέγεται ότι ύστερα από πάρα πολλά χρόνια το στοιχειό σταμάτησε να τρομάζει τους κατοίκους. Ο Θεός τον είχε συγχωρέσει. Παρ’ όλα αυτά πολλοί συνέχιζαν να λένε πως τα βράδια άκουγαν  το σύρσιμο της αλυσίδας του. 



Τα βυρσοδεψεία μπορεί να έκλεισαν και οι νέοι να μην πιστεύουν πια σε θρύλους και τέρατα, αλλά από το 1995 κάθε τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς, οι κάτοικοι ξαναζωντανεύουν την ιστορία του τόπου τους. Από τα σκαλιά του Αϊ Νικόλα ξεκινάει η πορεία του «Στοιχειού της Χάρμαινας» και πίσω ακολουθούν δεκάδες μεταμφιεσμένοι σε ξωτικά, νεράιδες και άλλα υπερφυσικά και τρομακτικά πλάσματα. Στο τέλος, η πορεία συναντιέται με τα ξωτικά της Τέχολης και του Γκιριζιού που φύλαγαν τα νερά για τα αμπέλια και τα ελαιόδεντρα. Οι κάτοικοι της Άμφισσας γιορτάζουν τις Απόκριες φωνάζοντας και χορεύοντας με το ρυθμό των τυμπάνων. Διασκεδάζουν, αλλά κυρίως, διατηρούν την παράδοση και τα έθιμα της Άμφισσας ζωντανά...





Γαλαξίδι: Αλευρομουτζουρώματα

«[…] Στην εποχή των καραβιών, την Καθαρή Δευτέρα οι Γαλαξιδιώτες έτρωγαν και έπιναν σε συντροφιές ή στα σπίτια τους ή με καλό καιρό σε κήπους και στις γύρω εξοχές. Και «εν ευθυμία τελούντες» πήγαιναν όλοι στην «αγορά» όπως έλεγαν τότε την προκυμαία. Οι άνδρες φορούσαν παλιά, άχρηστα ρούχα και καπέλα. Απ’ τους ώμους τους, σταυρωτά, κρεμούσαν δυο μεγάλες πάνινες σακούλες. Η μία είχε αλεύρι και η άλλη χαρτοπόλεμο. Στη μέση τους και στο μπροστινό μέρος κρεμούσαν μπουκάλια γεμάτα με λουλάκι ρευστό ή με βερνίκι παπουτσιών. Όλα τα καφενεία είχαν εγχώρια όργανα. Τις μέρες της αποκριάς ενισχύονταν από τσιγγάνους με το τούμπανο και την καραμούζα…» (Από το βιβλίο του Ευθυμίου Γουργουρή «Το Γαλαξίδι στον καιρό των Καραβιών»)


Το ιδιαίτερα διασκεδαστικό έθιμο του Αλευρομουτζουρώματος λαμβάνει χώρα στο Γαλαξίδι την Καθαρά Δευτέρα. Κάτοικοι και τουρίστες μετατρέπονται σε αλευρομαχητές, και με πολεμοφόδια χρωματιστό αλεύρι, που διανέμεται δωρεάν από τον Δήμο, επιδίδονται επί ώρες σε «επικές» μάχες, που ξεκινούν το μεσημέρι στο λιμάνι.


Το έθιμο φαίνεται πως έχει τις ρίζες του στην εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όταν οι παλιάτσοι των ιπποδρόμων χρωμάτιζαν τα πρόσωπα τους. Λέγεται ότι οι θαλασσοπόροι Γαλαξιδιώτες είδαν σε πόλη της Σικελίας παρόμοιες ομαδικές λαϊκές γιορτές, με εκδηλώσεις κατά τις οποίες οι παρευρισκόμενοι είχαν χρωματίσει τα πρόσωπά τους, όπως οι παλιάτσοι των ιπποδρομιών, τους εντυπωσίασαν και τις μεταφύτευσαν στο Γαλαξίδι, και για να μιμηθούν τους γλεντοκόπους της Σικελίας, χρησιμοποίησαν λευκό αλεύρι μαζί με λουλάκι και βερνίκι.


Τη σημερινή του μορφή την έλαβε την εποχή της ιστιοφόρου ναυτιλίας, δηλαδή από το 1840 και μετά, οπότε η γιορτή αυτή πήρε μεγάλες διαστάσεις αφού ήταν η τελευταία και αποχαιρετιστήρια πριν από την αναχώρηση των ναυτικών από το Γαλαξίδι, μια περιοχή με μακρά ναυτική παράδοση. Ωστόσο γνωρίζουμε από αφηγήσεις του Άγγλου περιηγητή Dodwell, που επισκέφτηκε το 1801 (ή 1805) το Γαλαξίδι τις μέρες της Αποκριάς, ότι το έθιμο υπήρχε και παλαιότερα στην περιοχή:


«[…] Ήταν Αποκριές. Γενική ευθυμία επικρατούσε στην πόλη. Ένα ηλιόλουστο διάλειμμα μιας συννεφιασμένης ημέρας. Οι Έλληνες φαίνονται αποφασισμένοι να χαρούν αυτή τη διασκέδαση, που ακόμα και οι αποχαυνωμένοι τύραννοί τους δεν μπορούν να εμποδίσουν. Πολλοί φορούσαν μάσκα και άλλοι είχαν μουτζουρώσει τα πρόσωπά τους. Χοροπηδούσαν, ξεφώνιζαν, τραγουδούσαν. Τελικά στήθηκε χορός, ένας κύκλος για τους άντρες, ένας για τις γυναίκες. Στην αρχή οι χορευτικές κινήσεις γίνονταν με περπατητό ρυθμό, ύστερα η μουσική ζωήρεψε, έγινε πιο γρήγορη και έφθασε σε ένα κινητικό παραλήρημα. Οι εξαντλημένοι χορευτές αποσύρονταν και έμπαιναν άλλοι».



Πολύδροσος

*Αποκριάτικος γάμος τα παλιά χρόνια(Η νύφη Βγενιά Κότσια διηγείται):



«Μπήκαμε στην ηλικία τώρα, δεν μπορούμε, τότε διασκεδάζαμε μια χαρά, ανάγκαζε η καρδιάμ’! Σκιαζόμουνα μην αρρωστήσω τις Απόκριες κι έπινα ασπιρίνες από πριν!Ο άντρας μου μόλεγε, μην πας, θ’ αρρωστήσεις κι άμα αρρωστήσεις θα φύγεις από δω. Εμένα δε με πιάνει ο νόμος έλεγα, δε με κράταγες με τίποτα άμα ΄ρχότανε η Καθαρή Δευτέρα.Μαζευόμασταν όλος ο μαχαλάς απ΄ τον Αϊ-Ταξιάρχη. Μαζεύαμε τα ρούχα, ένα νυφικό μ΄ τόδωκε η Αργυρή τ’ Αυγέρη μια φορά, και ντυνόμασταν. Εγώ νύφη, γαμπρός ο Δήμος ο Βλάχος, παπάς ο ανηψιός μου ο Θόδωρος ο Βαλάσκας. Είχαμε και συμπεθεριό, μαντηλώματα, προικιά, κασόνια με λουλούδια. Πέταγα άσπρα φασόλια για κουφέτα. Έστελνε ο Πρόεδρος τα όργανα και κατεβαίναμε στην πλατεία τραγουδώντας. Έφκιανα και συνταγές με χαζά και τα μοίραζα στα τραπέζια και με φιλεύανε. Λέγαμε πολλά και γελάγαμε, χαιρότανε ο κόσμος: Τις μεγάλες αποκριές σηκώνονται όλες ορθές και το σαρανταήμερο κρέμονται σαν άντερο. Ο γάμος γινότανε μπροστά στην εκκλησία. Μια βολά ήμανε νύφη γκαστρωμένη και γέννησα στην πλατεία, να μας ζήσει φωνάζανε, είχαμε μια κούκλα, εγώ φώναζα «μαζέφτε το παιδί μ΄» κι ύστερα χορεύαμε, τρώγαμε, διασκεδάζαμε μέχρι βασίλεμα ηλιού».



*1960

                   



*1970


ΘΑΝΟΣ ΣΤΑΘΗΣ(ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ)-ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ-ΓΑΤΣΙΝΟΣ ΣΤΑΘΗΣ-ΚΑΡΑΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΝΟΣ- ΜΟΥΤΣΙΑΝΑΣ ΘΥΜΙΟΣ-ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ ΘΑΝΑΣΗΣ- ΣΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


*1980


ΣΥΝΕΣΤΙΑΣΗ ΣΤΗ ΤΑΒΕΡΝΑ ΚΩΤΣΙΟΥΛΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1980 - ΔΡΙΒΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ-ΕΥΘΥΜΙΑ ΘΑΝΟΥ(ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ) -ΒΕΛΕΝΤΖΑ ΒΑΡΒΑΡΑ- ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ(ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ)

*1981

Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Ηλία Θ. Γεωργούση

«Τις απόκριες οι Σουβαλιώτες, όπως και σ΄όλα τα χωριά τις γιόρταζαν με το ανάλογο «μασκάρεμα». Άντρες και γυναίκες φορούσαν τσιγγάνικα ρούχα, ανάποδες προβιές, μουτζουρώνονταν με στάχτες, κρεμούσαν κουδούνια στο λαιμό τους και με ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι ξεκινούσαν τραγουδώντας και πήγαιναν σε συγγενικά και φιλικά σπίτια και διασκέδαζαν. Τα μουσικά όργανα της εποχής καραμούζα και τούμπανο έδιναν το σύνθημα για ξεφάντωμα. Τόπος συγκέντρωσης ήταν η πλατεία του χωριού. Εκεί μαζεύονταν και άρχιζαν το χορό με αποκριάτικα τραγούδια.  Εκεί ακούγονταν το κατεξοχήν Σουβαλιώτικο τραγούδι:«σήμερα αλλάζει ο καιρός, σήμερα αλλάζει η μέρα…»

Γιάννης Θάνος (Κοντογιάννης), Σεραφείμ Τζιβάρας (Καψιώτης), Θεόδωρος Θάνος (Κοντογιάννης)

«Όταν οι μασκαράδες έφταναν στην πλατεία, τα παιδιά φώναζαν:« Μπούλοι-Μπούλοι» Ένας από πιο κεφάτους Σουβαλιώτες της εποχής του, ήταν και ο Αλέξανδρος Δρίβας ο γέρο-Τφεκαλέξης όπως τον έλεγαν στο χωριό. Ο Τφεκαλέξης λοιπόν έμπαινε μπροστά στο χορό και έλεγε:«Στις Σουβάλας τα χωριά, τέτοια όρνια παν μπροστά τέτοια και καλύτερα σαν τα παρακοντήτερα». Σατίριζε τον εαυτό του και την παρέα του που τον ακολουθούσε στο χορό. Η τσίτα με το κρασί περιφέρονταν από χέρι σε χέρι  και ένα μυστήριο τρόπο δεν άδειαζε ποτέ.  Η πλατεία γέμιζε φουστανελάδες και γυναίκες ντυμένες με σιγκούνια, όπου έσερναν το χορό με οργανοπαίχτες Μπαρδαμπούλια και  Κατσαρό. Την Καθαρά Δευτέρα το πρωί το κρασί είχε σωθεί, κουβαλούσαν όμως με ντενεκέδες από τα σπίτια τους για να συνεχιστεί το γλέντι με την παραδοσιακή φασολάδα, τουρσί, χαλβά, ελιές και ότι άλλο νηστίσιμο είχαν, τραγουδώντας: «Σάββατο μέρα πίναμε, την Κυριακή όλη μέρα, και τη Δευτέρα το πρωί πάει όλο το κρασί». Το γλέντι ήταν κοινό, συμμετείχαν όλοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά. Γλεντούσαν με χορούς και τραγούδια, εκεί μπροστά στη εκκλησιά στο χοροστάσι του χωριού. Στο χορό έμπαιναν ακόμα και οι γριές, που δεν τις ένοιαζε το σατυρικό τραγούδι που έλεγαν οι νεώτεροι: «Τις μεγάλες αποκρές που χορεύαν οι γριές, σαν τομάρια σαν προβιές, και μια γριά μονοδοντού άντρα γύρευε η πορδού».

Επιπλέον φωτογραφικό υλικό











Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Μαρρέ : " Πολύδροσος -Σουβάλα Παρνασσού"

«Πάνω απ΄ όλους αυτούς ήταν ο δάσκαλος Αλέξανδρος Δρίβας ή Τουφεκαλέξης, όπως τον έλεγαν οι συντοπίτες του. Κι ήταν αυτός που κάποτε, Απόκριες ήταν, άνοιξε το χορό στην πλατεία του χωριού χορεύοντας μπροστά και τραγουδώντας ένα αυτοσχέδιο τραγούδι του: Πρώτος σέρνει το χωριό,το γαϊδούρι το τρανό, κι έρχονται από κοντά γαϊδουράκια πιό μικρά».









Πηγές






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου