Ποιος ήταν ο Αθανασόπουλος, τι γνωρίζουμε για το έγκλημα στου Χαροκόπου που συντάραξε τη μεσοπολεμική ελληνική κοινωνία ενενήντα χρόνια πριν; Ποιος ήταν ο Πίκινος και ο Σακαφλιάς; Τι έγινε εκείνο το μοιραίο βράδυ με τον Νίκο Κοεμτζή; Γιατί αντιλαλούν οι φυλακές; Τι συνέβη με εκείνο το βαπόρι απ’ την Περσία που πιάστηκε στην Κορινθία; Ποια ήταν αλήθεια, η Κούλα Χριστοφιλέα; Και εν πάση περιπώσει τούτοι οι μπάτσοι που ήρθαν τώρα, τι γυρεύουν τέτοια ώρα;
«Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ‘μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά, τα νιάτα σου να χάσεις»...
Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος ήταν ένας πλούσιος εργολάβος, παντρεμένος με μια όμορφη 25χρονη, τη Φούλα Κάστρου. Το ζευγάρι φαινομενικά ήταν πολύ ταιριαστό και είχαν τέσσερα παιδιά, απ’ τα οποία δυστυχώς επέζησε μόνο ένα, το μικρότερο, ο Δημήτρης. Η καθημερινή ζωή της οικογένειας, όμως, ήταν πολύ διαφορετική από το «φαίνεσθαι». Ο Δημήτρης ήταν ένας αθεράπευτος γυναικάς, που κακοποιούσε σεξουαλικά τη νεαρή γυναίκα του. Οι κάκιστες γλώσσες, τον κατηγορούσαν, ότι είχε ερωτική σχέση και με τη μητέρα της γυναίκας του. Μάλιστα, υποστήριζαν, ότι η σχέση με την πεθερά του, είχε ξεκινήσει πριν από τον γάμο του.
Στις 4 Ιανουαρίου του 1931, ο Αθανασόπουλος είχε φτάσει σε έξαλλη κατάσταση κι είχε κακοποιήσει τη γυναίκα του χειρότερα από ποτέ. Εκείνη έφυγε απ’ το σπίτι κρυφά και ζήτησε βοήθεια απ’ τη μητέρα της. Η «κακούργα πεθερά», όπως αναφέρεται στο τραγούδι, ανάστατη για την κατάσταση της κόρης της, ανέλαβε δράση. Στη δίκη, η υπεράσπιση υποστήριξε ότι τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου 1931, ο Αθανασόπουλος επέστρεψε μεθυσμένος στο σπίτι του στη λεωφόρο Θησέως 101 (σημερινή Ελ. Βενιζέλου). Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή το θύμα φέρεται ότι κακοποίησε την 25χρονη γυναίκα του. Εκείνη στη συνέχεια ζήτησε βοήθεια από τη μητέρα της. Έπεισε τον ανιψιό της, Δημήτρη Μοσκιό, να πυροβολήσει τον Αθανασόπουλο στο κρεβάτι του, στις 5 Ιανουαρίου του 1931. Η Κάστρου δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να τον πείσει ώστε να πάρει μέρος στο έγκλημα. Ο Μοσκιός ήταν ένας απ’ τους πάμπολλους θαυμαστές της Φούλας και είχε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Αφού σιγουρεύτηκαν ότι ο Αθανασόπουλος ήταν νεκρός, αποφάσισαν να κάψουν το πτώμα του, για να εξαφανίσουν τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Έτσι κι έκαναν, με τη βοήθεια της υπηρέτριας, Γιαννούλας Μπέλλου.
Μόνο που δεν υπολόγισαν τη φοβερή μυρωδιά της καμένης σάρκας. Φοβήθηκαν ότι θα τους έπαιρναν είδηση οι γείτονες και σταμάτησαν. Επέλεξαν λοιπόν, να τεμαχίσουν το πτώμα και να το πετάξουν κομμάτι κομμάτι στο ρέμα του Ιλισσού. Έβαλαν τα μέλη σε μεγάλα σακιά και ζήτησαν τη βοήθεια ενός εραστή της μητέρας της Φούλας, του Σπύρου Μαγουλόπουλου. Εκείνος τα έδωσε στον καραγωγέα Γιώργο Κορναράκη για να τα πετάξει. Η τύχη, όμως, δεν ήταν με το μέρος τους. Εκεί που πετάχτηκαν τα σακιά το ρέμα ήταν ρηχό, με αποτέλεσμα να σκαλώσουν στην κοίτη. Τα πακέτα που περιείχαν το διαμελισμένο πτώμα, ανακαλύφθηκαν από έναν περαστικό. Εξίσου γρήγορα ξεσκεπάστηκε όλο το έγκλημα. Σύζυγος και πεθερά καταδικάστηκαν σε θάνατο, η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου καταδικάστηκε σε ισόβια και ο Μοσκιός σε κάθειρξη 20 ετών. Προφανώς το δικαστήριο του αναγνώρισε ελαφρυντικά, λόγω της ψυχολογικής του κατάστασης. Η μάνα της Φούλας περιγράφεται από τον τύπο της εποχής ως «κακούργα πεθερά». Το πτώμα του Αθανασόπουλου βρέθηκε ανήμερα των Θεοφανίων, στις 6 Ιανουαρίου 1931.
Τελικά η θανατική καταδίκη μετατράπηκε σε δεκαετή φυλάκιση και το 1941, μάνα και κόρη είναι πάλι ελεύθερες. Η Φούλα «καλοπαντρεύτηκε» για δεύτερη φορά. Ο δεύτερος γάμος ήταν με τον Συνταγματάρχη Αγαπητό Κομήτη και κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1971. Η υπόλοιπη οικογένεια δεν είχε τόσο ευχάριστο τέλος. Η μητέρα της, Άρτεμις Κάστρου, πέθανε το 1956 και ο Δημήτρης Μοσκιός εισήχθη στο Δρομοκαΐτειο, όπου και πέθανε λίγο αργότερα. Αν και η Φούλα ήταν θύμα οικογενειακής βίας, η κοινωνία την αντιπάθησε, καθώς το έγκλημα ήταν στυγερό και προκάλεσε αληθινό σοκ και όχι αυτό που καταχρηστικά συνηθίζουν να λένε οι δημοσιογράφοι.
Από το στυγερό έγκλημα, που συγκλόνισε την αθηναϊκή κοινωνία του 1931, εμπνεύστηκε ο Ιάκωβος Μοντανάρης και έγραψε του στίχους του τραγουδιού κατά τη διάρκεια της δίκης. Ηχογραφήθηκε με τον Αντώνη Διαμαντίδη (Νταλκά) και υπήρξε το εμπορικότερο τραγούδι της δισκογραφίας των 78 στροφών....
H μπαμπέσικη μαχαιριά στη μπυραρία του «Πίκινου»
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τα «ζυθοπωλεία», λαϊκότερα «μπιραρίες» ή απλά «μπίρες», συναγωνίζονταν τις ταβέρνες. «Οι ιππόται της ταβέρνας εξελίχθησαν εις ιππότας των ζυθοπωλείων», έγραφε ο Τίμος Μωραϊτίνης, εννοώντας πως εκεί μεταφέρονταν πλέον ο κουτσαβακισμός και ο τραμπουκισμός, ο παλικαρισμός με τις νέες πλέον μορφές του. Από τις πλέον ξακουστές ήταν η «Μπίρα του “Πίκινου”». Λειτουργούσε στο ισόγειο ενός παραδοσιακού κτιρίου στο Θησείο, το οποίο σώζεται έως τις μέρες μας. Έμεινε στην ιστορία αφού έγινε ρεμπέτικο τραγούδι λόγω της δολοφονίας του Πίκινου, γνωστού μάγκα και ρεμπέτη της εποχής.
Ο Κωνσταντίνος Ααρών, ο επονομαζόμενος «Πίκινος»
Το «Πίκινος» ήταν παρατσούκλι του Κωνσταντίνου Ααρών, ο οποίος ήταν γεννημένος το 1894. Σύμφωνα με όσα αφηγήθηκε αργότερα ο γνωστός ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας, «σαν τούτο τον Πίκινο ούτε που θα υπάρξει τέτοιος άνθρωπος. Τέτοιο άντρα είναι δύσκολο στα χρόνια μας να βρεις. Κουβαρντάς, μπεσαλής, παλικάρι, κι ας τον έφαγε ένας χαμένος. Το ‘λεγε η ψυχή του». Προς τη δυτική πλευρά της Ακρόπολης, από το Θησείο και τα Πετράλωνα μέχρι τον Βοτανικό, το ρεμπέτικο στοιχείο άνθιζε. Το τροφοδοτούσαν οι πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στους διάφορους συνοικισμούς γύρω από τις κατοικημένες περιοχές (Αεριόφωτος, Ασυρμάτου, Παλαιών Σφαγείων κ.ά.).
Σημαντικοί ρεμπέτες κατοικούσαν ή εργαζόντουσαν στην περιοχή και ανάμεσά τους ο Κώστας Ρούκουνας, ο οποίος εργαζόταν στη Μπιραρία του Πίκινου, μαζί με τον Κώστα Τζόβενο, στο σαντούρι και τον Γιώργο Κερατζόπουλο, στο βιολί. Το μαγαζί ήταν ανοιχτό μέχρι το πρωί και αρκετές φορές έφτανε επτά ή οκτώ η ώρα και τα όργανα έπαιζαν ακόμη, εάν υπήρχε «γαζέτα», όπως αποκαλούσαν τα τάλιρα.
Ο γνωστός ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας
Ο τραγουδιστής έφτανε να λέει ακόμη και εκατό αμανέδες σε μια βραδιά! Ιούνιος του 1931, βράδυ Σαββάτου και η ορχήστρα είχε ξεκινήσει από νωρίς. Μια παρέα σοβατζήδων, πέντε έξι άτομα, έπιναν αρκετά και έδιναν συνεχώς παραγγελιές. Όμως, τα μέλη της δυστρόπησαν όταν αργά το βράδυ το μαγαζί γέμισε, οπότε η ορχήστρα δεχόταν παραγγελιές απ’ όλους. Οι σοβατζήδες παρεξηγήθηκαν, φώναξαν κι έβρισαν το γκαρσόνι, ενώ ένας εμφάνισε και γερμανικό σουγιά. Ειδοποιήθηκε ο «Πίκινος», ο οποίος εξήγησε στους πελάτες ότι η ορχήστρα έπρεπε να παίζει για όλους.
Κομπανία ρεμπετών σε συνοικιακό στέκι των Αθηνών. Ανάμεσά τους ο Κώστας Ρούκουνας.
Τους πήρε μάλιστα και τον σουγιά. Συνέχισαν όμως να είναι εριστικοί, ενώ χτύπησαν με ποτήρι τον 28χρονο οργανοπαίχτη Κ. Τζόβενο. Η παρεξήγηση δεν άφηνε περιθώρια. Παρενέβη πάλι ο «Πίκινος»: Μάγκες, πληρώστε τον λογαριασμό και δρόμο Έκαναν ότι έφυγαν, αλλά ένας επέστρεψε. Αγανακτισμένος ο «Πίκινος», όρμησε επάνω του και αμέσως μαζεύτηκε και έσκυψε κάτω «Με μαχαιρώσανε», ψέλλισε, «με μαχαιρώσανε» και έπεσε αιμόφυρτος. Ο 25χρονος υδροχρωματιστής Κ. Ευγενικός του είχε δώσει «μπαμπέσικη» μαχαιριά.
Ήταν τρεις τα ξημερώματα της Κυριακής 28 Ιουνίου του 1931, στην οδό Ακάμαντος 28 στο Θησείο. Δώδεκα ημέρες αργότερα ο 37χρονος «Πίκινος» άφηνε την τελευταία πνοή του στο Δημοτικό Νοσοκομείο, όπου και εγχειρίστηκε. Παρά τα σενάρια που γράφτηκαν εκείνη την εποχή, αιτία του θανάτου του υπήρξε η περιτονίτιδα. Η κηδεία του μετατράπηκε σε ρεμπέτικη σύναξη, με επικεφαλής τον αδελφό του, τον Δημήτρη (Μήτσο) Ααρών, γνωστό με το ψευδώνυμο «Κανείς». Ο αυτόπτης μάρτυρας Κώστας Ρούκουνας έγραψε και ηχογράφησε το ρεμπέτικο τραγούδι «Ο Πίκινος». Δύο χρόνια αργότερα έγραψε ακόμη ένα τραγούδι με τίτλο «Η μπίρα του Πίκινου», στο οποίο έκανε αναφορές για τις «ένδοξες» ημέρες του μαγαζιού. Τη δεκαετία του 1950 το κτίριο στέγασε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε κουτιά και απεικονίστηκε στην ταινία «Το αμαξάκι» (Ορέστης Μακρής, Γεωργία Βασιλειάδου, Αντιγόνη Βαλάκου κ.ά.). Αργότερα, λειτούργησε ως τυπογραφείο έως τη δεκαετία του 1970 και η ζωή το ήθελε πάλι χώρο διασκέδασης, αφού επανήλθε στην αρχική μορφή του, ως όμορφη αθηναϊκή ταβέρνα...
Η πρόσοψη του κτιρίου που στέγασε στις αρχές του 20ού αιώνα το Ζυθοπωλείον του «Πίκινου» στην οδό Ακάμαντος, σήμερα εστιατόριο
«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά, σκοτώσανε τον Σακαφλιά. Δυο μαχαιριές του δώσανε και κάτω τον ξαπλώσανε.»...
Ο διαβόητος κακοποιός Γιώργος Σακαφλιάς καταγόταν από την Αθήνα και έμενε στο Θησείο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χαρίλαος Χαραλάμπους και το «Σακαφλιάς»ήταν το παρατσούκλι του. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ήταν ωραίος άντρας και ξεχωριστό κουτσαβάκι της εποχής. Ο Σακαφλιάς εκμεταλλευόταν γυναίκες του πεζοδρομίου και έκανε και μικροκλοπές.
Ο Γιώργος Σακαφλιάς
Το 1926, σε ηλικία 27 ετών, συνελήφθη, δικάστηκε και όταν καταδικάστηκε μεταφέρθηκε στις φυλακές των Τρικάλων. Όπως γινόταν σχεδόν σε κάθε φυλακή του Μεσοπολέμου, οι κρατούμενοι έπαιζαν παράνομα παιχνίδια. Κάθε φυλακή είχε και έναν αρχηγό που έπαιρνε τα ποσοστά των κερδών, τον τσιριμπάση, όπως τον αποκαλούσαν. Ο Σακαφλιάς έγκλειστος πια στη φυλακή των Τρικάλων παρατηρούσε τους κατάδικους που έπαιζαν κυρίως μπαρμπούτι και τα ποσοστά που έπαιρνε από αυτούς ο τσιρίμπασης, που τον έλεγαν Αυλωνίτση. Δεν ήξερε όμως καλά τους νόμους του υποκόσμου μέσα στη φυλακή ή έκανε πως τους αγνοούσε. Σύμφωνα με αυτούς, για να γίνει κάποιος τσιρίμπασης, έπρεπε να τον έχουν «σε εκτίμηση» τουλάχιστον οι μισοί κατάδικοι και μάλιστα το όνομά να προκαλεί φόβο, σεβασμό και προαιρετικά θαυμασμό.
Ο Αυλωνίτσης ήταν διαβόητος κακοποιός και ως κορυφαία απόδειξη της «εγκληματικής αξίας» του, ήταν ότι είχε πυροβολήσει έναν ενωμοτάρχη σε μια χαρτοπαιχτική λέσχη. Οι κρατούμενοι μπροστά του ήταν «σούζα». Ωστόσο ο Σακαφλιάς θέλησε να διεκδικήσει τη θέση του. Σε ένα παιχνίδι ο Σακαφλιάς κλώτσησε τον Αυλωνίτση λέγοντάς του «φύγε ρε κωλόγερε…». Αυτός κράτησε την ψυχραιμία του αλλά όχι τη γλώσσα του και απάντησε προφητικά: «αυτό θα το πληρώσεις με τη ζωή σου…». Μετά από λίγες μέρες ο Αυλωνίτσης αγόρασε ένα τηγάνι και λίγες μαρίδες και πήγε στο πλυσταριό της φυλακής στο τέλος ενός στενού διαδρόμου, δήθεν για να τις τηγανίσει. Όμως είχε βγάλει το χερούλι του τηγανιού και το είχε ακονίσει με υπομονή μέχρι που έγινε ένα κοφτερό ξυράφι. Έπειτα φώναξε τον Σακαφλιά για να τον κεράσει μαρίδες. Ο Σακαφλιάς, θεώρησε ότι επειδή ήταν μεγάλος σε ηλικία, φοβήθηκε μετά την κλωτσιά που του έδωσε και ήθελε να κάνουν ανακωχή. Άφοβα μπήκε στο καμαράκι. Αμέσως δέχτηκε αλλεπάλληλα πισώπλατα χτυπήματα με το κοφτερό χερούλι του τηγανιού. Μετά από λίγο ξεψύχησε.
Όταν έγινε το περιστατικό το 1927, ο Τσιτσάνης ήταν παιδί ακόμα. Αργότερα όμως μεγαλώνοντας, επηρεασμένος από ορισμένα ρεμπέτικα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη, που αναφέρονταν σε ιστορίες κακοποιών, ήθελε και εκείνος να γράψει τέτοια τραγούδια. Ο απόηχος του εγκλήματος που είχε συγκλονίσει την περιοχή, ήταν μοναδική πηγή έμπνευσης. Ο Τσιτσάνης πήρε το θύμα του εγκλήματος, τον Σακαφλιά και τον έκανε ήρωα γράφοντας: «Στα Τρίκαλα στα δυο στενά, σκοτώσανε τον Σακαφλιά. Δυο μαχαιριές του δώσανε και κάτω τον ξαπλώσανε. Τέτοιο δερβίσικο παιδί, τον κλαίμε όλοι μας μαζί. Δεν τον ξεχνάμε βρε παιδιά τον φίλο μας τον Σακαφλιά». Τα δυο στενά που αναφέρει ο Τσιτσάνης το τραγούδι του είναι οι δύο διάδρομοι του προαυλίου της φυλακής Τρικάλων που κυκλώνουν τους θαλάμους των κρατουμένων. Επίσης ο Τσιτσάνης στους στίχους του αναφέρει τον Σακαφλιά ως «φίλο» και ως «ντερβίση», καθώς ο Σακαφλιάς ήταν πολύ νέος και όχι μόνο συγχωρέθηκε αλλά κέρδισε και την εύνοια του λαού των Τρικάλων.
Όσο για τον Αυλωνίτση, όταν αποφυλακίστηκε μετά τον πόλεμο πήγε στην Πάτρα και δούλεψε σε μια χαρτοπαιχτική λέσχη. Όταν πέθανε ο ιδιοκτήτη της λέσχης, μεγάλος πια σε ηλικία δεν έβρισκε δουλειά ούτε και μπορούσε πια να επιβιώνει με τη μαγκιά του. Τελικά κατέληξε να ζητιανεύει. Έγινε περίγελος της κοινωνίας και σαν παλιός μάγκας, δεν άντεξε τον εξευτελισμό, με αποτέλεσμα να δώσει τέλος στη ζωή του πέφτοντας στις γραμμές του τρένου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου