Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

Δημοτικό Θέατρο Αθηνών (1858-1939): Όταν ο θεατρικός πολιτισμός γίνεται εμπόρευμα… (Μέρος Β')


Η ἀνώνυμος μεγαλοπρεπῆς δωρεά(;!)

Από το 1882 μέχρι το 1886, ο Δήμος έκανε κάποιες προσπάθειες να προχωρήσει μόνος του την ολοκλήρωση του θεάτρου. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και η προκήρυξη νέου διαγωνισμού αρχιτεκτονικής μελέτης, στην οποία ο Τσίλλερ καταθέτει αναθεωρημένη την παλαιότερη πρότασή του, όμως επικρατεί το σχέδιο του Γάλλου αρχιτέκτονα Ζεράρ (Louis Marie Xavier Girard). Τελικά, και αυτός ο σχεδιασμός εγκαταλείπεται και μάλιστα ο Ζεράρ εναγάγει το Δήμο Αθηναίων, απαιτώντας σχετική αποζημίωση.



Εκείνη την περίοδο, τέλη του 1866, εμφανίζεται ο δικηγόρος Αλκιβιάδης Καμπάς, ο οποίος δηλώνει ότι προτίθεται να επωμιστεί με δικές του δαπάνες την οικοδόμηση του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών «αὐτοπροαιρέτως ἢ καλύπτοντα […κάποιαν] ἀνώνυμον μεγαλοπρεπῆ δωρεάν». Μετά την έλευση λίγων μηνών, γνωστοποιείται ότι πίσω από αυτή τη… «μεγαλοπρέπεια» είναι ομογενής μεγαλοτραπεζίτης Ανδρέας Συγγρός (Τσιγρρός), -επονομαζόμενος και ως… εθνικός ευεργέτης- ο οποίος είχε πρόσφατα μεταφέρει τα συμφέροντά του από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα και ήταν ο ιθύνων νους του σκανδάλου των Λαυρεωτικών.

Η συμφωνία με το Δήμο, υπογράφτηκε το Φεβρουάριο του 1887 και από τους όρους αναδεικνύεται ότι η… «δωρεά» δεν ήταν διόλου δωρεά πόσο μάλλον ούτε «μεγαλόπρεπος», παρά μια απλή εμπορική πράξη που κόστισε στον Συγγρό 600.000 δραχμές, με πολλαπλά οικονομικά οφέλη, αφού η σύμβαση – σε αντίθεση με τον αρχικό σχεδιασμό- προέβλεπε την κατασκευή εμπορικών καταστημάτων στο ισόγειο του θεάτρου τα οποία ο… «ευεργέτης» θα εκμεταλλευόταν για 25 χρόνια, πριν την εκχώρηση της πλήρους κυριότητας στη δημοτική αρχή.

Απαιτώντας από τον Τσίλλερ την αύξηση των εμπορικών χρήσεων του οικοδομήματος, με αποτέλεσμα, τον περιορισμό του βάθος της σκηνής από τα 20 στα 12,5 μέτρα, καταστρέφοντας εντελώς τη λειτουργικότητά της. Ακόμη, τα κλιμακοστάσια αριστερά και δεξιά της κύριας εισόδου καταργήθηκαν, για να εγκατασταθεί στο ένα η τράπεζα του Συγγρού και στο άλλο ένα προσοδοφόρο καφενείο. Έτσι, το θέατρο περιορίστηκε στο κεντρικό κτίριο, με πρόσβαση από την πλατεία.


Φωτ.: Δημοτικό Θέατρο Αθηνών (δεξιά) κοντά στο Κεντρικό Ταχυδρομείο και παραπλεύρως της Εθνικής Τράπεζας

 

Είναι γεγονός, ότι το θέατρο χτίζεται με γρήγορους ρυθμούς, ενώ ο Τύπος της εποχής διακηρύσσει πίστη στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Φαίνεται, πως ο Συγγρός επιτάχυνε τις εργασίες ολοκλήρωσης του θεάτρου, προκειμένου το θέατρο να είναι έτοιμο νωρίτερα από την προκαθορισμένη ημερομηνία, ώστε να αποκομίσει όσο το δυνατόν συντομότερα τα οφέλη από την εμπορική εκμετάλλευση των καταστημάτων του ισογείου. Έτσι, στο βωμό του κέρδους δεν αργούν να φανούν οι συνέπειες της εσπευσμένης οικοδόμησης: τα ικριώματα της οικοδομής καταρρέουν δύο φορές μέσα στον ίδιο μήνα και τουλάχιστον πέντε νέοι άνθρωποι θάβονται ζωντανοί στα ερείπια, ως συνέπεια τόσο της αμφίβολης στερεότητας του κτιρίου όσο και των πλημμελών όρους ασφαλείας.

Τα πολλά και θανατηφόροα εργατικά ατυχήματα ήταν τόσα που προκάλεσαν τους χαρακτηρισμούς «αμαρτωλό» και «καταραμένο». Ωστόσο, δεν ήταν κάποια κατάρα ή αμαρτία, αλλά η δίψα του Συγγρού να λειτουργήσει το θέατρο κατά τους εορτασμούς της «εικοσιπενταετηρίδος» (σ.σ. εικοσιπενταετής βασιλεία του Γεωργίου του Α΄ στην Ελλάδα), δηλαδή το φθινόπωρο του 1888, καθώς κάτι τέτοιο σήμαινε εισιτήρια, εισπράξεις, πληρότητα και υψηλές παρουσίες στην πλατεία, με άλλα λόγια εύκολα και γρήγορα κέρδη.

Το έργο ολοκληρώνεται, όμως το τελικό αποτέλεσμα εξαιτίας όλων όσων προαναφέρθηκαν δεν δικαιώνει σε καμία περίπτωση την μακροχρόνια αναμονή των Αθηναίων για το δημοτικό του θέατρο.

 

 

Ο εσωτερικός διάκοσμος χαρακτηρίζεται πενιχρός, χονδροειδής και κακόγουστος, ο φωτισμός της πλατείας είναι ανεπαρκής και μάλιστα μέσω του πεπαλαιωμένου και επικινδύνου συστήματος του φωταερίου, παρατηρείται απουσία θερμαντικών μέσων, έλλειψη συστήματος εξαερισμού, ενώ γίνεται λόγος για πετούμενα του ουρανιού που παρεισφρέουν μέσω θυρών, κενών, ρωγμών, οπών και χασμάτων που «ἀτέχνως καὶ ἀκαταλλήλως» κατασκευάστηκαν στο θέατρο, στους περιβάλλοντες χώρους του θεάτρου και της πλατείας επικρατεί σκότος και ακαθαρσία. δεν πληρούσε τους στοιχειώδεις ενώ δεν πληρούνται οι όροι ασφαλείας ως προς τη διαχείριση του πλήθους σε περίπτωση συνωστισμού, αλλά και ως προς την πυρασφάλεια.

 


Εικ.: Ανδρέας Συγγρός και θεατής. Τὸ Ἄστυ, 10.12.1889, Έργο του Θ. Άννινου

 

Πολλοί -και δικαίως- κατηγορούν τον Συγγρό για επιλογές αιματηρής οικονομίας και σπαρτιατικής λιτότητας, ένω μέχρι και ο Τσίλλερ στα απομνημονεύματά του έγραφε ότι «ο κύριος Συγγρός είχε την παραξενιά να τα αφήνει όλα μισοτελειωμένα» και ότι «η συνεργασία μαζί του δεν ήταν καθόλου εύκολη».

 

[…] Σιορ Τσιγγρέ το θέατρο στον κόσμο εν αρέσει,

Σιορ Τσιγγρέ θα γκρεμισθή, σιορ Τσιγγρέ θα πέση.

Σιορ Τσιγγρέ το θέατρο σαν άχυρο θ’ ανάψη,

Σιορ Τσιγγρέ το θέατρο μια νύχτα θα μας κάψη.

[…] σιορ Τσιγγρέ το θέατρο που ήκαμες αξίζει

Για τις αρκούδες μοναχά, οπού φορούν προβιαίς,

στο θέατρο, σιορ Τσιγγρέ, ο κόσμος τουρτουρίζει

και εις τον Άδη γρήγορα θα στείλη καραβιαίς. […]

Γεώργιος Σουρής, Παράπονα του Συγγρού

 

Εικ.: Τὸ Ἄστυ, 13.3.1890, Έργο του Θ. Άννινου. Σατιρικό σκίτσο της εποχής που παρουσιάζει τις πλευρές του θεάτρου να χρησιμεύουν ως δημόσια ουρητήρια

  

Η (δυσ)λειτουργία του θεάτρου

Τα εγκαίνια έγιναν από τον βασιλιά Γεώργιο Α' τον Οκτώβριο του 1888, με το μελόδραμα «Minion» του γαλλικού θιάσου Lasalle - Charlet να ανοίγει την αυλαία σε ένα κατάμεστο θέατρο 1.500 θέσεων, παρά τη γενική απαίτηση να παρουσιαστεί κάποιο ελληνικό έργο κατά την εναρκτήρια παράσταση και τις διαμαρτυρίες των ντόπιων ηθοποιών και πολλών διανοουμένων. Ο θίασος δεν ήταν παρά μία καλλιτεχνική μετριότητα με ωμή κερδοσκοπική διάθεση, αποτελώντας τυπική περίπτωση Ευρωπαίων περιπλανώμενων θεατρίνων, που φρόντιζαν επί δεκαετίες να εκμεταλλεύονται τη λαχτάρα των νεοαστικών στρωμάτων της χώρας για ευρωπαϊκή καλλιτεχνική ζωή. Εντούτοις, τα εγκαίνια αποτέλεσαν κοσμικό γεγονός και έγιναν με κάθε επισημότητα όπου εκτός της βασιλικής οικογένειας παρευρέθηκαν και άλλοι Ευρωπαίοι «γαλαζοαίματοι».

 

 

Το επόμενο διάστημα, η πλειονότητα του ρεπερτορίου παρουσιάζεται στη γαλλική γλώσσα, ενώ ανάμεσα στο επικρατεί ψευδοαριστοκρατισμός. Στη σκηνή του παίχτηκαν τα μελοδράματα του Σαμαρά, οι οπερέτες του Σακελλαρίδη και εμφανίστηκαν αστέρια, όπως η Σάρα Μπερνάρ, ο Φεροντό, ο Νοβέλι και η Ελεωνόρα Ντούζε. Το δημοτικό θέατρο με τις επιλογές του συνέβαλε στην παραπέρα υποτίμηση των ελληνικών θιάσων, με το να δείξει σαφέστατη προτίμηση προς τους ευρωπαϊκούς, ανεξάρτητα από την πραγματική τους ποιότητα, ενώ πολλοί αντιδρούσαν λέγοντας ότι το δημοτικό θέατρο «δὲν ἀνηγέρθη διὰ νὰ διασκεδάσῃ μόνος ὁ κ. Συγγρὸς καὶ οἱ φίλοι του», δηλαδή δεν προορίζεται για να ικανοποιεί μόνο τα γούστα της μεγαλοαστικής τάξης.

Στην παράσταση «Αντιγόνη» που παραβρέθηκε πάλι ο βασιλιάς, τα κείμενα των ηθοποιών ήταν στα αρχαία. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα, οι περισσότερες θεατές να αποκοιμηθούν στα καθίσματά τους, επειδή δεν καταλάβαιναν λέξη, μεταξύ αυτών και ο βασιλιάς Γεώργιος που ενοχλούσε την παράσταση με το ροχαλητό του. Τις επόμενες ημέρες η φαρμακερή πένα του Σουρή που είχε παρευρεθεί στην παράσταση, έγραφε: «Και προς το μέρος έστρεψα του Μεγαλειοτάτου και ο βασιλεύς ενύσταζε με όλα τα σωστά του, τον γλυκονανούριζε εκείνο το τροπάρι και μες το θεωρείο εμπήκε να τον πάρει»,

Όσον αφορά τη θητεία των δύο Γάλλων θιασαρχών (Lasalle – Charlet) που ήταν επιλογή του Συγγρού σημαδεύτηκε από σωρεία καταχρήσεων, καταγγελιών και σκανδάλων, ενώ ο Π. Κυριάκος, συμπράττων βοηθός «εργολάβος» και αργότερα αποκλειστικός διευθυντής βαρύνεται επίσης με κατηγορίες για επαγγελματική ασυνειδησία, κακοήθη πλουτισμό, υποβιβασμό της ποιότητας των παραγωγών, εκμετάλλευση καλλιτεχνών. Τόσο οι Γάλλοι όσο και ο Κυριάκος αποτελούν «ανθρώπους» του Συγγρού.

Ο Γεώργιος Σουρής στο σατιρικό του ποίημα «Ἕνα τραγούδι ψάλλω / εἰς τὸν Λασσὰλ τὸν Γάλλο» (1888, 4), αναφέρεται ξεκάθαρα στην ανάμιξη του βασιλέως Γεωργίου: «Λασσὰλ εὐτυχισμένε, Λασσὰλ ἀγαπητέ, [...] / καὶ τοῦ Τσιγγροῦ θὰ πάρης τὸ θέατρον ἀκόμη... / ὁ βασιληᾶς τὸ εἶπε, ὁ βασιληᾶς τὸ θέλει / κι ὁ Χιώτης γρῦ δὲν βγάζει στοῦ βασιληᾶ τὴ γνώμη».

 

Φωτ.: Ανδρέας Συγγρός – Ο… «μέγας» εθνικός… «ευεργέτης»


Ο Συγγρός δεν ήταν άνθρωπος της τέχνης. Ούτε βεβαίως, τον ενδιέφερε το δημοτικό θέατρο μόνο για τα ενοίκια που θα εισέπραττε από τα καταστήματα. Ήδη αναμεμιγμένος στην πολιτική ζωή (πρωτοεκλέχτηκε βουλευτής Σύρου το 1885μ ενώ το 1890 βουλευτής Αττικοβοιωτίας), η ενασχόληση με το δημοτικό θέατρο του παρέχει: κοινωνικά οφέλη, καθώς ανάγεται σε εμβληματική μορφή της πόλης και φιλοτεχνεί την αγιογραφία του· ηθικά οφέλη, εξασφαλίζοντας για τον εκλεκτό του κύκλο έναν θεσμό παροχής ευρωπαϊκού τύπου διασκέδασης και το κυριότερο οικονομικό όφελος, πέρα από τα εισοδήματα των ενοικίων εξασφαλίζοντας όλες τις τυχόν φορο-ελαφρύνσεις της «δωρεάς» του. Μάλιστα, προκειμένου να καλύψει μερικώς το όφελος υπό την αιγίδα της φιλανθρωπίας, διαθέτει το 10% των εσόδων εκ των εισιτηρίων στο θεραπευτήριο «ο Ευαγγελισμός», όπως ανακοινώνει στα εγκαίνια του θεάτρου.

Αν και το Δημοτικό Θέατρο περιήλθε στην κυριότητα του Δήμου Αθηναίων το 1898, ο Συγγρός δεν έπαψε να διατηρεί το δικαίωμα εκμετάλλευσης των καταστημάτων και τη χρήση ενός θεωρείου (απέναντι από το βασιλικό) ως το θάνατό του ένα χρόνο αργότερα.

  

Διαβάστε το Μέρος Α' & Μέρος Γ'

 

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Δημοτικό Θέατρο Αθηνών (1858-1939): Όταν ο θεατρικός πολιτισμός γίνεται εμπόρευμα… (Μέρος Α')


Η ιδέα για τη δημιουργία ενός στεγασμένου χειμερινού θεάτρου στην Αθήνα, έκανε την εμφάνισή της ήδη από την οθωνική εποχή και κυρίως αφότου η Αθήνα, έγινε η πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. οι Αθηναίοι διατύπωναν το αίτημα για τη δημιουργία χειμερινής θεατρικής σκηνής, αφού μέχρι τότε λειτουργούσαν υπαίθρια θέατρα.


 Φωτ.: Δημοτικό Θεάτρο Αθηνών (1888)

 

Το πρώτο χειμερινό θέατρο

Με εξαίρεση ορισμένα ξύλινα μικρά θέατρα, η πρώτη προσπάθεια οργανωμένου στεγασμένου χειμερινού θεάτρου γίνεται το 1839-40 όπου ανεγείρεται, στη σημερινή πλατεία Θεάτρου, λιθόκτιστο θέατρο με το όνομα «Θέατρο Αθηνών» από τον Ιταλό τραγουδιστή Μπαζίλιο Σανσόνι, ο οποίος διαδέχτηκε τον Ιταλό θεατρώνη Ιωσήφ Καμιλλιέρι που δεν μπόρεσε να το ανεγείρει παρά τη δωρεάν παραχώρηση ενός οικοπέδου από την κυβέρνηση, την επιχορήγηση ύψους 10.000 δρχ., αλλά και με το προνόμιο να μην επιτραπεί επί πέντε χρόνια η ανέγερση άλλου θεάτρου στην Αθήνα.

Ο Σανσόνι, λειτουργώντας βασικά, ως έμπορος, φρόντισε να προπωλήσει τους 20 οικίσκους των θεωρείων σε επώνυμους Αθηναίους μεταξύ των οποίων ο Όθωνας (ο οποίος είχε στην κατοχή του δύο από τα θεωρεία), ο Γ. Σπανιολάκης - Γραμματεύς των Οικονομικών, ο Βαλαωρίτης, ο ιππότης Μορέλης, καθώς και ο Γ. Γλαράκης - Γραμματεύς των Εσωτερικών, μετατρέποντας έτσι το θεατρικό χώρο σε προνόμιο λίγων, όπου κατόπιν των επιταγών της άρχουσας τάξης ανέβαιναν ξένα μελοδράματα, αφού «παραμονές του συνταγματικού κινήματος το 1843, χαρακτήρισε τις αντιτυραννικές τραγωδίες του Διαφωτισμού, “αντιπολιτευτική προπαγάνδα”, παίρνοντας δυναμικά λογοκριτικά και απαγορευτικά μέτρα».

Αξίζει να σημειωθεί ότι χαρακτηριστικό στοιχείο των αιθουσών ιταλικού τύπου που κυριαρχούσαν στη θεατρική αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα και αποτέλεσαν το πρότυπο και του μετέπειτα Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών, ήταν ο διαχωρισμός των θέσεων κατά κοινωνικές τάξεις. Τελικά, τα εγκαίνια του θεάτρου γίνονται στις 6.1.1840 με την «Λουτσία ντε Λαμερμούρ» του Gaetano Donizetti. 


Φωτ.: Το λιθόκτιστο θέατρο του Σανσόνι


Ύστερα από μερικούς μήνες, άνθρωποι που ενδιαφέρονταν για το ελληνικό θέατρο πέτυχαν να επιτραπεί η παρουσίαση και ελληνικών έργων στο ίδιο θέατρο, στα ενδιάμεσα όμως των παραστάσεων μελοδράματος. Έτσι, ανεβαίνουν με εγχώριους καλλιτέχνες, μελοδράματα, ευρωπαϊκές νεοκλασικές τραγωδίες και κωμωδίες και ελληνικά έργα, αναδείχνοντας αρκετούς πρωταγωνιστές. Ωστόσο, λόγω χρεοκοπίας του Σανσόνι και γενικότερων οικονομικών προβλημάτων, το θέατρο περνάει από το 1844 κατόπιν πλειστηριασμού στον Σπετσιώτη αγωνιστή του 1821 Ιωάννη Μπούκουρα στην ιδιοκτησία του οποίου έμεινε μέχρι το 1898, όταν και κατεδαφίστηκε.

 

Ο θεμέλιος λίθος του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών

Στο μεταξύ, το 1842, ο Γρηγόρης Καμπούρογλου (1810-1868), σημαντικός δημοσιογράφος, επιχειρηματίας και εκδότης της εποχής, ο οποίος εξέδιδε κατά περιόδους την ελληνογαλλική εφημερίδα Courier de la Grece, αργότερα την Courier d’ Athenes, αλλά και το πρώτο ελληνικό εικονογραφημένο περιοδικό Ευτέρπη (1847-1855), καθώς και την εφημερίδα Εβδομάς (1850-1857), φέρεται να συμπράττει με μαζί με αυλικούς, υπουργικούς συμβούλους, καθηγητές του νεοσύστατου Πανεπιστημίου και φιλότεχνους εμπόρους στην ίδρυση ανώνυμης εταιρίας με την ονομασία «Ἑταιρεία τοῦ ἐν Ἀθήναις Θεάτρου», με αποστολή την ανάπτυξη της θεατρικής τέχνης και ζωής στην πρωτεύουσα.

Ο θίασος του Καμπούρογλου συνέβαλε σημαντικά στη μετέπειτα εξέλιξη του νεοελληνικού θεάτρου. Μάλιστα, στο θίασο συμμετείχε και μία από τις πρώτες επαγγελματίες Ελληνίδες ηθοποιούς, η Κατερίνα Παναγιώτου με καταγωγή από την ήπειρο, διαμένουσα στην Αθήνα και εργαζόμενη ως εργάτρια μεταξουργείου. Ωστόσο, στις 24.9.1858, με βασιλικό διάταγμα λύεται η σύμβαση του Δημοσίου με τον πτωχευμένο θίασο του Καμπούρογλου και οι παραστάσεις του θιάσου διακόπτονται κατόπιν και της επιλογής της κυβέρνησης αντί να δώσει τις 5.000 δρχ. που ζητούσε ο θίασος για να μπορέσει να συνεχίσει, να δώσει 53.000 δρχ. για να μετακαλέσει το ιταλικό μελόδραμα. 


Ενδεχομένως, στην ανωτέρω απόφαση να συνέτεινε το γεγονός ότι, ένα χρόνο νωρίτερα, το 1857, η ελληνική Βουλή εγκρίνει κρατική επιχορήγηση για την οικοδόμηση και λειτουργία μεγάλου κεντρικού θεάτρου, με τον Καμπούρογλου να αναλαμβάνει το έργο. Σε αυτό συνέβαλαν οι φιλικές σχέσεις που διατηρούσε με τη Βασιλική Αυλή, οι οποίες επηρέασαν θετικά προς αυτή τη κατεύθυνση, ενώ έντονες επιφυλάξεις διατυπώθηκαν, για τις αδιαφανείς διαδικασίες της συγκεκριμένης επιλογής, αλλά και για το μεγάλο ποσό της επιχορήγησης από την αντιπολίτευση: «ενόσω στερούμεθα την προς ανάπτυξιν της γεωργίας και βιομηχανίας πρωτίστως και αναγκαιότερων μέσων, ενόσω βονλευτήριον και άλλα δημόσια καταστήματα δεν ανεγείρονται, πας πόρος του κράτους περισσεύων είναι επάναγκες αποκλειστικός ν’ αφιερούται προς απόκτησιν τούτων επομένως θεωρούμεν ότι αι τριακόσια εξήκοντα χιλιάδες δραχμές (36.000 X 10 χρόνια) αίτινες χορηγούνται εις τον εργολάβον Γ. Καμπούρογλου δύνανται να λάβωσι κατά πολύ ωφελιμότερον προσδιορισμόν» - Πρακτικά συνεδριάσεων Βουλής 1856 - 31.8.1856, τ. 3, σ. 721-722.

Παρόλα αυτά, στις 22.12.1857 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερση του θεάτρου παρουσία του Όθωνα. Ο χώρος που επιλέχθηκε ήταν η πλατεία του Λαού (μεταγεν. πλατεία Λουδοβίκου, Νέου Θεάτρου, Δημοτικού Θεάτρου, Ταχυδρομείου, Εθνικής Τράπεζας, Δημαρχείου, κ.λπ.), δηλαδή, η σημερινή πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως, γνωστή σήμερα ως πλατεία Κοτζιά απέναντι από το Δημαρχείο της Αθήνας, στη οδό Αθηνάς.

Τα σχέδια του θεάτρου ανατέθηκαν στον Γάλλο αρχιτέκτονα François Florimon Boulanger, ο οποίος φιλοτέχνησε και το κτίριο της Παλαιάς Βουλής, Ο γιος του Γρηγόρη Καμπούρογλου, Δημήτρης, προσέφερε 13 υπογεγραμμένα από τον Οθωνα σχέδια για την ίδρυση του Θεατρικού Μουσείου. 



Φωτ.: Το ανεκτέλεστο σχέδιο του Fr Boulanger του 1858

 

Πάντως, εκτός από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις όσον αφορά την ανέγερση του θεάτρου, φαίνεται πως έπαιξε ρόλο και κάποια διαμάχη μεταξύ του Μπούκουρα και του Καμπούρολγου, αφού ο πρώτος, δεν έβλεπε ευνοϊκά το ενδεχόμενο λειτουργίας και δεύτερης θεατρικής σκηνής στην Αθήνα.  τα προβλήματα δεν έλειπαν. Υπάρχουν αναφορές για δικαστικές διαμάχες, αλλά και για απόπειρες ώστε οι εργασίες να διακοπούν λόγω μη ύπαρξης εγκεκριμένων σχεδίων, τα οποία λέγεται ότι απέκρυψε ο γραμματέας του Όθωνα, Βέτλαντ, στέλνοντας μάλιστα και την αστυνομία να σταματήσει τις πρώτες εργασίες με τη δικαιολογία ότι το έργο στερούνταν αρχιτεκτονικών σχεδίων…

Εν τέλει, η ανέγερση του θεάτρου διακόπηκε ένα χρόνο αργότερα.

 

Δεύτερη απόπειρα ανέγερσης

Το ζήτημα της ανέγερσης το θεάτρου άρχισε να απασχολεί το δημοτικό συμβούλιο από το καλοκαίρι του 1860, αδυνατώντας ωστόσο, να καλυφθεί μια τόσο μεγάλη δαπάνη. Έτσι, δημιουργήθηκε με Βασιλικό Διάταγμα τον Απρίλη του 1872 μια ανώνυμη εταιρεία αποτελούμενη από εύπορους Αθηναίους, η οποία συστάθηκε «πρὸς ἀνέγερσιν καὶ συντήρησιν θεάτρου ἐν Ἀθήναις», επιχειρώντας να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό με την πώληση μετοχών, σύμφωνα με το πρότυπο της οικοδόμησης του Δημοτικού Θεάτρου της Πάτρας. Επί δημαρχίας, λοιπόν, Παναγή Κυριάκου, παραχωρείται στη νεοσύστατη μετοχική εταιρεία το οικόπεδο και η εταιρεία αναλαμβάνει την ανοικοδόμηση του Δημοτικού Θεάτρου, αναθέτοντας στον αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ (Ernst Ziller) τον αρχιτεκτονικό του σχεδιασμό. Οι εργασίες ξεκινούν τον Ιούλιο, πάνω στην παλιά θεμελίωση του Καμπούρογλου, αλλά ανεστάλησαν το Νοέμβρη του 1873, ενώ η οικοδομή έχει υψωθεί αρκετά μέτρα πάνω από το έδαφος αφού δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει το απαιτούμενο τραπεζικό δάνειο καθώς και λόγω υπέρβασης του προϋπολογισμού, δεδομένου ότι μέχρι τότε είχαν δαπανηθεί 300 χιλιάδες δραχμές μόνο για τα θεμέλια και μέρος του πρώτου ορόφου. Έτσι, αποφασίζεται η κατεδάφιση του ημιτελούς κτιρίου και η δημοπράτηση των υλικών, με αποτέλεσμα δέκα χρόνια αργότερα -την Άνοιξη του 1882- τη διάλυση του σχήματος και την αποζημίωση των μετόχων από το Δήμο με το ποσό των 143.364,06 δραχμών (με δανεισμό μέσω της ΕΤΕ), ούτως ώστε να αποκτήσει ό,τι απέμεινε, προκειμένου να συνεχίσει ο ίδιος το έργο. Στο μεταξύ, την ίδια περίοδο πριν την λήξη των εργασιών (σ..σ 1873) είχε ξεσπάσει και το σκάνδαλο των Λαυρεωτικών, που έμεινε στην ελληνική ιστορία ως η πρώτη μεγάλη χρηματοπιστωτική απάτη, αποθαρρύνοντας και οδηγώντας πολλά μέλη της μετοχικής εταιρείας σε παραίτηση. Ωστόσο, ένα από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα του σκανδάλου των Λαυρεωτικών, θα συνδεόταν άμεσα με την ανέγερση του δημοτικού θεάτρου…

 


Φωτ.: Σε όλη αυτήν την αχανή έκταση μεταξύ Αθηνάς και Αιόλου παρατηρούνται λιθοσωροί, όπως αυτός ο κυκλικός που κάθονται οι τρεις άνθρωποι, και ίσως παραπέμπουν στα θεμέλια του υπό ανέγερση θεάτρου του Καμπούρογλου, ή απλώς στον καθαρισμό/εκβραχισμό της έκτασης για τον σκοπό αυτό. Βρισκόμαστε γύρω στο 1858-59, όπου στις 22 Δεκεμβρίου του 1857 μπήκαν τα θεμέλια του θεάτρου παρουσία του βασιλιά Όθωνα, ανέγερση του οποίου δεν προχώρησε.

 

 

Διαβάστε το Μέρος Β' & Μέρος Γ'

 

 

 


Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

Προέλευση φράσεων που έμειναν στην Ιστορία

 

Πώς βγήκε η φράση «Χαιρέτα μου τον πλάτανο»  για ένα από τα πιο μισητά μέρη της Αθήνας;

Το 1721 κάτω από την Ακρόπολη, στους «Αέρηδες» της Πλάκας, οι Τούρκοι έχτισαν Μεντρεσέ, που στα τουρκικά σημαίνει ιεροσπουδαστήριο. Σε αυτό φοιτούσαν οι νεαροί μουσουλμάνοι για να γίνουν ιμάμηδες. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό madrasah–Madratis (ίδρυμα θεοκρατικό η άλλο) ή το αραβικό ders=μάθημα.Στις αρχές του 18ου αιώνα όμως, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την πόλη, που παραδόθηκε στου Έλληνες. Η σχολή με τα δωμάτια για τους σπουδαστές και την εσωτερική αυλή μετατράπηκε σε φυλακή, η οποία λειτούργησε από τον Όθωνα έως την περίοδο του Γεωργίου Α΄. Ήταν μια σκληρή φυλακή. Μπροστά από την πύλη υπήρχε ένας μεγάλος πλάτανος. Στα κλαδιά του κρεμούσαν τους καταδικασμένους σε θάνατο, κυρίως ποινικούς, αλλά και πολιτικούς κρατούμενους. Το δέντρο είχε γίνει σύμβολο θανάτου  αλλά και αδικίας, καθώς προφανώς αυτοί που κρέμονταν από τα κλαδιά του ήταν οι φτωχοί και μη προνομιούχοι. Φυσικά αντιπροσώπευε και την εξουσία των Βαυαρών, που καταπίεζαν το λαό και καταλήστευαν τα δημόσια ταμεία. Έτσι, όταν για κάποιους έφθανε η ώρα της αποφυλάκισης, βγαίνοντας από την πύλη της φυλακής κοίταζαν πίσω προς τα κελιά των πρώην συγκρατούμενών τους και τους φώναζαν: «χαιρέτα μου τον πλάτανο». Τους εύχονταν να βγουν και εκείνοι από τη φυλακή και να μην ξαναδούν ποτέ τον πλάτανο του θανάτου. Η φράση έμεινε από τότε και τη χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε μια κατάσταση που είναι χαμένη εκ των προτέρων, γιατί συνήθως κάποιος τη χειρίστηκε με λάθος τρόπο.

Ο μισογκρεμισμένος Μεντρεσές το 1931. Η πλάτανος δεν υπήρχε τότε. Φωτο: René Bénézech (οριενταλιστής ζωγράφος που ταξίδεψε στην Ελλάδα την περίοδο εκείνη)...


Για περίπου έναν αιώνα το αιωνόβιο δέντρο είχε γίνει η καρμανιόλα κάτω από τον Ιερό Βράχο, όπως μαρτυρά και το ποίημα του Αχιλλέα Παράσχου που ουσιαστικά ασκεί κριτική στην βασιλική εξουσία (1861): «Ω Πλάτανε του Μενδρεσέ, στοιχειό καταραμένο της τυραννίας τρόπαιο, σε φυλακή υψωμένο… Θα έρθη η ώρα πλάτανε, της χώρας μας Βαστίλη, που ξυλοκόπους, η οργή του Έθνους θα σου στείλη, και πέλεκυς στη ρίζα σου ελεύθερα θ’ αστράψη. Δεν θα σε φαν γεράματα, φωτιά δεν θα σε κάψη, και γύρω θα χορέψωμε στη στάχτη σου τη κρύα εμείς, που θάφτει σήμερα εδώ η τυρρανία».

Μια άλλη εκδοχή θέλει την προέλευση αυτής της έκφρασης να οφείλεται στον χαιρετισμό δύο συγχωριανών, όταν συναντιόντουσαν μακριά από το χωριό τους και ο ένας απ' αυτούς, επρόκειτο να γυρίσει πίσω. Τότε ο άλλος του έλεγε «χαιρέτα μου τον πλάτανο», δένδρο που σπάνια έλειπε από την κεντρική πλατεία ενός χωριού, προσφιλής τόπος συγκέντρωσης των κατοίκων.

«Από τη πόλη έρχομαι και στη κορφή κανέλα»

Επικρατέστερη θεωρείται η εκδοχή ότι η προέλευση της φράσης ανήκει στους Σταυροφόρους και σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της είναι "Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα". Φέρεται αυτό να ήταν το μήνυμα των Σταυροφόρων από το 1095 έως το 1300 όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη, πλέον, Κωνσταντινούπολη και καθόριζαν ως σημείο συνάντησής τους την κορυφή κάποιου λόφου. Δεν έχει σχέση με την κανέλα, το μπαχαρικό αλλά είναι πρόσκληση στον λόφο για συνάντηση, σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή. Το γεγονός όμως ότι οι Σταυροφόροι δεν μιλούσαν ελληνικά, αυτή η εκδοχή χάνει την αξιοπιστία της.

Μία μαρτυρία θέλει τη φράση αυτή να έχει καταγωγή από τη Χίο. Αναφέρεται σε έναν ναυτικό που έκανε εμπόριο μπαχαρικών. Κάποια στιγμή το καράβι του που ήταν φορτωμένο με ινδιάνικη πραμάτεια, άραξε στη Χίο. Με το αρίβο του, ο τελώνης του νησιού άνοιξε τ’ αμπάρι και εξέτασε το φορτίο. Όταν είδε πάνω πάνω την κανέλα ρώτησε τον καπετάνιο:«Από πού έρχεσαι;» Κι εκείνος απάντησε: «Από την Πόλη». Ο τελώνης τότε, σύμφωνα με την παροιμία, γέλασε, και απευθυνόμενος στους άλλους είπε «Ορίστε, από την Πόλιν έρχομαι και στην κορφή κανέλα», καταλαβαίνοντας πως ο καπετάνιος δεν ήθελε να καταβάλει το τελώνιο της εισαγωγής από το εξωτερικό.

Σύμφωνα με τον Σαραντάκο, υπάρχει και τρίτη εξήγηση. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η φράση αυτή είναι συνδυασμός δύο άσχετων μεταξύ τους φράσεων. Το "Από την Πόλη έρχομαι" φέρεται να ανήκει στον ελληνόφωνο χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από την άλλη, το δεύτερο μέρος της φράσης "και στην κορφή κανέλα" προέρχεται από το γεγονός ότι όταν κάποιος παρήγγειλε ρυζόγαλο, μουσταλευριά, σαλέπι, ασουρέ, ζητούσε από τον καφετζή να βάλει από πάνω κανέλα. Ο συνδυασμός δύο άσχετων μερών δείχνει το ασυνάρτητο της φράσης και την έλλειψη λογικής εξήγησης, όπως και χρησιμοποιείται σήμερα.

«Σιγά τον πολυέλαιο»

Τον Φεβρουάριο του 1837, οι νιόπαντροι βασιλείς, Όθωνας και Αμαλία, έφτασαν στην Αθήνα, όπου έγιναν δεχτοί με λαμπρές τιμές. Μπορεί η βασιλεία τους να είχε άσχημο τέλος, αλλά αρχικά ο κόσμος διακατεχόταν από θετικά συναισθήματα. Τους καλωσόρισαν ακόμα και θρυλικοί αγωνιστές, που μερικά χρόνια αργότερα θα αγωνίζονταν εναντίον τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Μακρυγιάννης, ο οποίος ηγήθηκε της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου, χάρισε στον Όθωνα ένα ζευγάρι τσαρούχια για να ολοκληρώσει την παραδοσιακή ελληνική φορεσιά του. Όθωνας και Αμαλία Για να γιορτάσουν τον γάμο τους, οι βασιλείς διοργάνωσαν μία χοροεσπερίδα και κάλεσαν όλη την αφρόκρεμα των Αθηνών. Φυσικά δεν μπορούσε να λείπει ο γερός του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και το πρωτοπαλίκαρο του, ο Μήτρος Πλαπούτας. Όχι μόνο παρευρέθηκαν στη γιορτή, αλλά πρωτοστάτησαν και στο χορό. Ο αγέρωχος Πλαπούτας είχε τη φήμη του εξαιρετικού χορευτή και δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να σύρει τον χορό. Είχε μάλιστα το συνήθειο να πετάει ψηλά τα τσαρούχια του, φιγούρα που πάντα προκαλούσε το θαυμασμό των θεατών. Όταν λοιπόν ακούστηκε η μουσική για το τσάμικο, ο Πλαπούτας έτρεξε να μπει στον κύκλο, έτοιμος να αρχίσει τις φιγούρες. Μήτρος Πλαπούτας και Θεόδωρος Κολοκοτρώνης Η αίθουσα φωτιζόταν από πολυελαίους και ο Κολοκοτρώνης, που γνώριζε τον ενθουσιασμό του φίλου του, έκρινε σκόπιμο να τον προειδοποιήσει: «Το νου σου, Μήτσο, σιγά τον πολυέλαιο!» Και όπως πολλές ρήσεις του Γέρου, έτσι έμεινε και αυτή στην καθημερινότητα αν και με το καιρό άλλαξε το νόημα.


Όθωνας και Αμαλία


Μήτρος Πλαπούτας & Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Ο περίφημος πολυέλαιος που έσπευσε να προστατεύσει ο Κολοκοτρώνης από τον Πλαπούτα

«Ο μήνας έχει εννιά»
Η φράση “ο μήνας έχει εννιά” χρησιμοποιείται για να εκφράσει ανεμελιά και ξεγνοιασιά. Υπάρχουν τρεις διαφορετικές εκδοχές για την προέλευσή της. Η επικρατέστερη προέρχεται από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης του νέου ελληνικού κράτους, όταν οι δημόσιοι υπάλληλοι πληρώνονταν την ένατη ημέρα του μήνα. Η μέρα μισθοδoσίας προκαλούσε αισθήματα χαράς στους εργαζόμενους. Δεν ήταν και λίγο για κάποιους να έχουν σταθερή μισθοδοσία όσο κρατούσε ο διορισμός, σε μια εποχή σκληρής φτώχιας. Η δεύτερη εκδοχή αναφέρεται σε ένα αρχαιότερο γεγονός. Λίγο πριν από τη μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ, οι Αθηναίοι έστειλαν αγγελιαφόρο στους Σπαρτιάτες και τους ζήτησαν να τους βοηθήσουν στον πόλεμο εναντίον των Περσών. Οι Σπαρτιάτες ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν, αλλά έπρεπε να υπακούσουν σε νόμο που τους απαγόρευε να πολεμήσουν πριν από τη γέμιση του φεγγαριού. Η απάντηση που έδωσαν στον αγγελιαφόρο ήταν η εξής: “Είναι εννέα του μηνός και το φεγγάρι δεν είναι γιομάτο”. Οι Σπαρτιάτες έστειλαν πράγματι στρατό, μετά την πανσέληνο, αλλά η μάχη είχε ήδη τελειώσει με τη θριαμβευτική νίκη των ελληνικών δυνάμεων. Η φράση «και ο μήνας έχει εννιά», δήλωσε πλέον την αποχή, την ασφάλεια, την καλοπέραση μακριά από τις πολεμικές κακουχίες.


«Κάποιο λάκκο έχει η φάβα»

Για την καλλιέργεια του κρασιού, οι κάτοικοι της Σαντορίνης έχουν καθιερώσει έναν δικό τους τρόπο κλαδέματος των αμπελιών ώστε να τα προστατεύουν από τους δυνατούς ανέμους που πνέουν συχνά στο νησί. Η ιστορία της φάβας άρχισε πριν από σχεδόν 3.500 χρόνια και κάποιοι παραγωγοί χρησιμοποιούν ακόμα τον παραδοσιακό τρόπο αλωνίσματος. Σήμερα, η «Φάβα Σαντορίνης» είναι «Προϊόν προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης» (ΠΟΠ). Οι νοικοκυρές, όταν μαγείρευαν τη φάβα έριχναν λάδι (ελαιόλαδο), αλλά το λάδι το «ρούφαγε» η φάβα Η έλλειψη μεγάλων ποσοτήτων λαδιού άγχωνε τον άντρα του σπιτιού μήπως και τελειώσει το δυσεύρετο λάδι. Έτσι έλεγαν στη γυναίκα τους να κάνουν οικονομία και να μη ρίχνουν άλλο λάδι γιατί κάποιο λάκκο δηλαδή κάποια τρύπα, έχει η φάβα μέσα στη κατσαρόλα και ρουφάει το λάδι. Η φράση «κάποιο λάκκο έχει φάβα» που επικράτησε σημαίνει ότι κάτι κρύβεται πίσω αυτό που φαίνεται.

Πώς βγήκε η φράση «τον έπιασα στα πράσα»;

Η φράση «τον έπιασα στα πράσα» που σημαίνει ότι κάποιος συνελήφθη επ’ αυτοφώρω να διαπράττει ένα αδίκημα, έχει τις ρίζες της στην Αθήνα του 19ου αιώνα. Την περίοδο που η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, μαζί με την ανάπτυξη της πόλης, πολλαπλασιάστηκαν οι κλοπές και οι ληστείες. Μια από τις γνωστές συμμορίες, που δρούσαν στην πόλη ήταν αυτή του περιβόητου λήσταρχου Καρρά, που είχε γίνει φόβος και τρόμος για τους κατοίκους. Παρόλο που η φήμη των ληστών είχε εξαπλωθεί, οι αρχές δεν είχαν καταφέρει να τους συλλάβουν. Ένας από τους στόχους της συμμορίας ήταν το σπίτι του παπά- Μελέτη, που βρισκόταν στην περιοχή της Κολοκυνθούς. Οι ληστές είχαν ακούσει πως ο παπάς έκρυβε εκεί τσουβάλια με φλουριά και ένα βράδυ προσπάθησαν να κάνουν έφοδο. Εκτός από τη φήμη του πλούσιου, ο παπάς ήταν πολύ δυνατός και ατρόμητος άνθρωπος. Την ώρα που ο Καρράς και οι άντρες του είχαν μπει στον κήπο, ο παπά- Μελέτης άκουσε ένα θόρυβο και χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, βγήκε να δει τι συνέβη. Ακριβώς στο σημείο όπου είχε φυτέψει πράσα, ο παπάς είδε μια σκιά και χωρίς να διστάσει επιτέθηκε στον ληστή και τον συνέλαβε. Αργότερα συνελήφθησαν και τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας. Ο παπάς όταν περιέγραφε στους αστυνομικούς πώς έγινε η σύλληψη ανέφερε «τον έπιασα στα πράσα», δηλαδή στο συγκεκριμένο σημείο του κήπου. Έκτοτε καθιερώθηκε η φράση για όλες τις επ’ αυτοφώρω συλλήψεις. Κι ας μην υπάρχει καν κήπος…

Γιατί... λέμε «Έφαγε το ξύλο της χρονιάς»;

Στον Μεσαίωνα οι περισσότεροι μαθητές προτιμούσαν να το σκάνε από τις τάξεις τους, παρά να πηγαίνουν στα μαθήματά τους. Όταν κάποιος μαθητής δεν ήξερε να απαντήσει σε μια ερώτηση, τον έδεναν χειροπόδαρα και τον έκλειναν στο υπόγειο του σχολείου. Άλλοτε τον έγδυναν και και τον άφηναν για ώρες στην παγωνιά. Στην πρώτη σειρά ήταν το ξύλο. Με ειδικές βέργες ο δάσκαλος έπιανε το παιδί, του έβγαζε τα παπούτσια και το χτυπούσε στις πατούσες. Τα απάνθρωπα αυτά μαρτύρια γίνονταν σε όλα τα σχολεία της Ευρώπης.

Γι' αυτό τον λόγο τα παιδιά προτιμούσαν να το σκάνε, παρά να πηγαίνουν στο σχολείο. Στο Βυζάντιο - σύμφωνα με όσα αναφέρει ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Τάκης Νατσούλης στο βιβλίο του «Λέξεις και Φράσεις Παροιμιώδεις» (Εκδόσεις Σμυρνιωτάκης) - οι δάσκαλοι ήταν σχεδόν όλοι καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά έδερναν κι εκείνοι τους μαθητές, αλλά μόνο μία φορά τον χρόνο, τον Αύγουστο που σταματούσαν τα μαθήματα, για να ξαναρχίσουν πάλι τέλος Σεπτεμβρίου. Έτσι, κάθε μαθητής θα έπρεπε να φάει το ξύλο του από τον παιδονόμο. Και αυτό γιατί είχαν την εντύπωση ότι τον ένα μήνα που θα έλειπαν από το σχολείο θα ήταν φρόνιμοι. Από αυτό το γεγονός βγήκε και η φράση «Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του».


«Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δεν θέλει»

Με τη φράση αυτή δηλώνεται κάτι το πασιφανές. Το τόσο φανερό, που δεν χρειάζεται αναλύσεις και διευκρινίσεις. Κολαούζος (kilavuz) στα τουρκικά σημαίνει ο «οδηγός». Η έκφραση σήμερα είναι σχεδόν κυριολεκτική. Αρχικά τη χρησιμοποιούσαν, για να δηλώσουν αυτό ακριβώς που λέει, ότι δηλαδή κάποιο χωριό ήταν τόσο φανερό, που δεν χρειαζόταν ο οδηγός, για να δείξει τον δρόμο.

«Κάνε τουμπεκί» 

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται κυρίως στην αργκό και σημαίνει σταμάτα να μιλάς-βούλωσε το στόμα σου. Τουμπεκί (tombeki) στα τούρκικα είναι ο καπνός που χρησιμοποιείται στον ναργιλέ και ο οποίος κοβόταν επί τόπου στα καφενεία από ειδικούς υπαλλήλους που λέγονταν ταμπήδες. Η έκφραση άρχισε να χρησιμοποιείται από τους θαμώνες που περίμεναν να καπνίσουν, όταν οι ταμπήδες έπιαναν την κουβέντα και καθυστερούσαν στο κόψιμο του καπνού. Οι πελάτες τότε φώναζαν «κάνε τουμπεκί», μη μιλάς δηλαδή και ετοίμασε τον καπνό να καπνίσω. Μάλιστα, επειδή ο καλύτερος καπνός θεωρούνταν ο ψιλοκομμένος, πολλές φορές η έκφραση χρησιμοποιείται και ως «κάνε τουμπεκί ψιλοκομμένο».


«Τουμπεκί» είναι ο καπνός που χρησιμοποιείται στον Ναργιλέ

Νισάφι πια
Το «νισάφι πια» είναι η έκφραση που αποδεικνύει περίτρανα τις επιρροές της τουρκικής γλώσσας στην ελληνική, καθώς πίσω από την καθιέρωση της δεν κρύβεται κάποια ιστορία, που της έδωσε τη μεταφορική σημασία, αλλά η απόλυτη μετάφραση. Νισάφι σημαίνει στα τουρκικά, έλεος. Η φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγανάκτηση, θα μπορούσε αν αντικατασταθεί με το «ελληνικό», «έλεος πια».

«Ας πάει και το παλιάμπελο». Πώς βγήκε η φράση για το αμπέλι του αγωνιστή που του το «έφαγε» μια θεατρίνα;

Αυτή είναι η παροιμιώδης φράση που ακούστηκε από έναν θεατή, κατά τη διάρκεια της παράστασης Λουτσία ντε Λαμερμούρ στο θέατρο Μπούκουρα το 1840, όπου πρωταγωνιστούσε η περίφημη Ιταλίδα αοιδός Ρίτα Μπάσσο με την μεσόφωνο Λούλη.Ο ηλικιωμένος κτηματίας, ο Αντρέας Λόντος, καταγοητευμένος, όπως και πολλοί Αθηναίοι, θυσίασε το τελευταίο του  αμπέλι αγοράζοντας το εισιτήριο για την παράσταση, την οποία φημολογείται ότι είχε ήδη δει αρκετές φορές. «Εσπέρα τινά μάλιστα καθ’ ην η μεσόφωνος του θιάσου Λούλη, επέδειξε υπέρ την επιγονατίδα γυμνάς τας κνήμας της προ του κοινού, το οποίο ολίγου δει να ελιποθύμει εκ της ηδυπάθειας, εύρε καλήν την περίσταση ο γέρο Λούκας να σηκωθή να φωνάξη». Ήταν τότε που ο θερμόαιμος θεατρόφιλος μόλις είδε γάμπα, αναφώνησε δυνατά μέσα στο θέατρο: «Πατριώτες, ε πατριώτες, ζήτω η Ιταλίδα. Στο διάολο να πάει και παλιάμπελο».  Έκτοτε η φράση πέρασε στη νεοελληνική γλώσσα σαν μεταφορική έννοια που συμβολίζει την υπέρτατη αδιαφορία για τα εγκόσμια. Όσο για το περίφημο παλιάμπελο ήταν το τελευταίο από όσα είχε σπαταλήσει ο γέρος για δώρα στις δύο αρτίστες, το οποίο φυσικά η Ρίτα και η Λούλη «τρύγησαν μέχρι ρώγας».



Η πριμαντόνα Ρίτα Μπάσσο


«Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες»

Μία φράση σχετική με τους κουτσαβάκηδες, μάγκες της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα, οι οποίοι ασκούσαν εκβιασμούς, βία και τρομοκρατία. Συνηθισμένα στην εμφάνιση του μάγκα ήταν το λιγδωμένο μαλλί, το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα, το μαύρο σακάκι το οποίο φορούσαν μόνο το αριστερό μανίκι ώστε να μπορούν να το βγάλουν πολύ εύκολα σε περίπτωση καβγά και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα - μαχαίρια και πιστόλια - που κουβαλούσαν.

Ο διευθυντής της Αστυνομίας Δημήτρης Μπαϊρακτάρης κατόρθωσε να τους αντιμετωπίσει, τη δεκαετία του 1890, παίρνοντας μία σειρά μέτρων με στόχο τον εξευτελισμό, τη διαπόμπευση και τελική εξάλειψή τους. Μερικά από αυτά τα μέτρα που πήρε ήταν να κόψει το τσουλούφι των μαλλιών τους, τη μύτη των παπουτσιών τους, το κρεμασμένο μανίκι του σακακιού τους καθώς επίσης και να τους εξαναγκάσει να καταστρέψουν οι ίδιοι τα όπλα τους. Αυτοί, όμως, ύστερα από τον εξευτελισμό τους, προτιμούσαν να τους βάλει φυλακή, παρά να βγούν έξω με αυτά τα χάλια. Τότε, μάλιστα, τραγουδούσαν: «τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες...» και η παραμονή τους σ' αυτή ήταν αδιάσειστο στοιχείο της παλικαριάς τους.


«Δεν ιδρώνει το αυτί του»
Ο Ασκληπιός ήταν τίμιος γιατρός όσο κι αν κάποιες από τις θεραπείες του φαίνονται σήμερα πρόχειρες ή παραπέμπουν σε τσαρλατάνους θεραπευτές παλαιότερων χρόνων. Ο πατέρας της Ιατρικής δεν ξεγελούσε τους ασθενείς του οι οποίοι συχνά απευθύνονταν σε αυτόν όχι μόνο για να γιατρέψουν τις πληγές του σώματος, αλλά και της ψυχής. Δεν ζητούσε πληρωμή, παρά αφού έμεναν ευχαριστημένοι από την επέμβαση του. Οι πλάκες που βρέθηκαν στην Επίδαυρο αποκαλύπτουν πολλά από τα ερωτήματα που απηύθυναν στον Ασκληπιό οι αρχαίοι Έλληνες. Μια γυναίκα ζητά τη συμβουλή του για να κάνει παιδί. Άλλος τον ρωτά πως να ξαναβρεί την όρασή του. Κάποιος πάλι τον ευχαριστεί, επειδή τον απάλλαξε από τις ψείρες και πολλοί απλοϊκοί άνθρωποι του ζητούν χάρες άσχετες με την υγεία. Ανάμεσα σε αυτούς και μία γυναίκα την οποία απασχολεί ο αγαπημένος της. Ρωτά λοιπόν τον Ασκληπιό με ποιον τρόπο να κάνει τον φίλο της να την αγαπήσει. Και ο Ασκληπιός της απαντά: «Να τον κλείσεις σ’ ένα πολύ ζεστό δωμάτιο». Και συμπληρώνει τη συμβουλή του: «κι αν ιδρώσουν τ’αυτιά του, θα σ’αγαπήσει. Αν δεν ιδρώσουν μην παιδεύεσαι άδικα». Από την περίεργη αυτή συμβουλή του Ασκληπιού, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «Δεν ιδρώνει τ’αυτί του», που τη λέμε συνήθως για τους αναίσθητους και τους αδιάφορους.


«Άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς»

Αυτή η παροιμιώδης έκφραση, οφείλεται σ' ένα περιστατικό μεταξύ του Κωλέττη και του γνωστού κουρελιάρη μποέμ τύπου της εποχής στα χρόνια του Όθωνα, του Μανώλη Μπατίνου, ο οποίος τριγυρνούσε στους δρόμους της Αθήνας ρητορεύοντας, φιλοσοφώντας, και συνθέτοντας ποιήματα τα οποία απήγγειλε στους περαστικούς. Κάποια στιγμή, συνάντησε στον δρόμο τον Κωλέττη, τον ρώτησε αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή, κι εκείνος του απάντησε πως θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν άλλαζε τα βρώμικα και κουρελιασμένα ρούχα του. Την επόμενη μέρα, ο Μανωλιός παρουσιάστηκε στο ίδιο γνωστό σημείο με τα ίδια ρούχα, φορώντας τα όμως από την ανάποδη και άρχισε να απαγγέλλει τους εξής στίχους: «Άλλαξε η Αθήνα όψη/ σαν μαχαίρι δίχως κόψη/ πήρε κάτι από την Ευρώπη/ και ξεφούσκωσε σαν τόπι/ Άλλαξαν χαζοί και κούφοι/ Και μας κάναν κλωτσοσκούφι/ Άλλαξε κι ο Μανωλιός/ Κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».

«Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος»

Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός που γύριζε στα διάφορα σπίτια των χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο, το χαράτσι. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν περίπου δύο μέτρα ψηλός και το άγριο πρόσωπό του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Οι Έλληνες μόνο που τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα. Ο λόρδος Βύρωνας, ο οποίος τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι «έμοιαζε σαν δαίμονας που ξεπήδησε από την κόλαση» κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά, μπροστά τους». Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή, ότι θα τους σπάσει το κεφάλι αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δυο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες. Ο Αλβανός, όμως, αυτός ήταν τόσο κουτός ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι, πολλούς Έλληνες, που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες που τις γυάλιζαν προηγουμένως για να φαίνονται χρυσές και τον ξαπόστελναν. Από τότε λοιπόν έμεινε η φράση που λέμε, συνήθως για τους ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από το Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανό του, που είχε πολλή δύναμη και λίγο μυαλό.


«Όλα τα ΄χει η Μαριορή ο φερετζές της έλειπε»
Στα χρόνια του Όθωνα, ξεκίνησε να δημιουργείται η αστική τάξη και να πραγματοποιούνται δεξιώσεις στα κοσμικά σαλόνια της πόλης. Καλεσμένοι ήταν συνήθως άνθρωποι από τον χώρο της πολιτικής, βασιλιάδες, αγωνιστές και αντιπρόσωποι των ξένων κρατών. Σε μια δεξίωση του αντιβασιλιά Άρμανσμπεργκ παραβρέθηκε και ο Κωλέττης. Πιθανόν το περιστατικό συνέβη πριν ο Κωλέττης έρθει σε αντιπαράθεση με την αντιβασιλεία και σταλεί στην Γαλλία ως πρεσβευτής. Ανάμεσα στους καλεσμένους του αντιβασιλιά ήταν και η «εύθυμη» χήρα Μαριορή-Ζαφειρίτσα Κοντολέοντος, η οποία είχε καλύψει το πρόσωπό της με ένα αραχνοΰφαντο μαύρο βέλο. Κάποια στιγμή ένας από τους καλεσμένους ρώτησε τον Κωλέττη πώς του φαίνεται αυτό που φορούσε κυρία Κοντολέοντος και ο Κωλέττης του αποκρίθηκε: «Έτσι δε θα φαίνεται όταν θα κοκκινίζει καμιά φορά». Και συμπλήρωσε: «Μωρέ όλα τα’ χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει».


Από πού βγήκε η φράση: «Κατά φωνή κι ο γάιδαρος»
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι το γκάρισμα ενός γαϊδάρου ήταν καλός οιωνός για μία μάχη. Έτσι πίστευε και ο Αθηναίος στρατηγός Φωκίων που προσπάθησε να ανακόψει την προέλαση του βασιλιά Φιλίππου της Μακεδονίας προς την Αθήνα. Το 348 π.Χ. πολέμησε στην Εύβοια εναντίον μισθοφόρων που είχαν χρηματοδοτήσει οι Μακεδόνες. Ο Φωκίων ήταν προληπτικός και δεν επέτρεπε στον στρατό να πολεμήσει μέχρι να ολοκληρώσει τις θυσίες προς τους Θεούς. Οι στρατιώτες παράκουσαν τις εντολές τους και επιτέθηκαν, αλλά ηττήθηκαν. Τελικά, όταν πια ο Φωκίων ήταν σίγουρος ότι είχε την εύνοια των Θεών, οργάνωσε αντεπίθεση, η οποία έληξε θριαμβευτικά. Το 339 π.Χ. αντιμετώπισε τον Φίλιππο στο Βυζάντιο. Οι Μακεδόνες είχαν καταλάβει τις γύρω περιοχές και ο Φωκίων ανέλαβε να τους διώξει. Τη μέρα της μάχης ο Αθηναίος στρατηγός ένιωθε ότι ο στρατός του ήταν απροετοίμαστος. Οι Αθηναίοι ήταν λίγοι αριθμητικά και πίστευαν ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς θα τους κατατρόπωνε. Η μάχη εξελίσσονταν άσχημα και ο στρατηγός ήταν έτοιμος να διατάξει οπισθοχώρηση, όταν άκουσε ένα γάιδαρο να γκαρίζει δυνατά. Οι κραυγές του ζώου τον έπεισαν ότι οι Θεοί τον υποστήριζαν. Άλλαξε γνώμη και αντί για υποχώρηση διέταξε επίθεση. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Οι Αθηναίοι σημείωσαν συνεχείς επιτυχίες και κατάφεραν να απομακρύνουν τους Μακεδόνες από την περιοχή του Βυζαντίου. Ο Φωκίων όμως τραυματίστηκε και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα. Έκτοτε, η τύχη του τον εγκατέλειψε. Η Αθήνα ηττήθηκε από τους Μακεδόνες στη Μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. και η πόλη πέρασε στην κυριαρχία του Φιλίππου. Εννοείται ότι την περίοδο που άρχισαν οι ήττες δεν είχε εμφανισθεί κανένας καλός οιωνός, πόσο μάλλον το απόλυτο σημάδι επιτυχίας όπως ένας γάιδαρος που να γκαρίζει… Η φράση πάντως έμεινε μέχρι τις μέρες μας, αν και έχασε το αρχικό νόημα της θεϊκής εύνοιας.

«Σήκωσε το δικό του μπαϊράκι»

Αυτή είναι μία έκφραση η οποία περιέχει μία τούρκικη λέξη, το «μπαϊράκι», (bayrak) που σημαίνει μικρό λάβαρο ή μικρή σημαία. Αναφέρεται για κάποιον που επαναστατεί και ανεξαρτοποιείται από μία ομάδα, ή από μία οργανωμένη δράση και κάνει το δικό του. Λέγεται ότι προέρχεται από την κίνηση «αποστασίας» που έκαναν ορισμένα μέλη των αντάρτικων ομάδων των βουνών, οι αμαρτωλοί του 1821, με αφορμή διαφωνίες για το θέμα του αρχηγού ή αψιμαχίες και παρεξηγήσεις μεταξύ τους. Κάποιος οπλαρχηγός αποχωρούσε παίρνοντας μαζί του και άλλα παλικάρια και δημιουργούσε μία καινούργια ομάδα, σηκώνοντας έτσι «το δικό του μπαϊράκι».

«Έγινε βούκινο» 
Η φράση χρησιμοποιείται για να δείξει ότι ένα μυστικό που δεν έπρεπε να μαθευτεί, διαδόθηκε παντού. Το βούκινο ήταν ένα όργανο παραγωγής ήχου που χρησιμοποιούσαν αρχικά οι αρχαίοι Έλληνες. Οι Βυζαντινοί το εξέλιξαν και έμοιαζε με τις σημερινές σάλπιγγες. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως σε μάχες, καθώς ήταν ένα όργανο που παρήγαγε πολύ δυνατό θόρυβο και ο ήχος του έφτανε παντού, όπως παντού φτάνουν και  τα μυστικά, όταν τα προδώσει έστω ένας.
«Του κρέμασαν κουδούνια» 
Η φράση «του κρέμασαν κουδούνια» χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος διαπομπεύτηκε για κάτι. Το ίδιο σήμαινε και στο Βυζάντιο, μόνο που είχε κυριολεκτική σημασία. Η τιμωρία με δημόσιο εξευτελισμό ήταν συνηθισμένη πρακτική της εποχής και γινόταν με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς ήταν να κρεμάνε κουδούνια σε κάποιον που ήθελαν να τιμωρήσουν. Μάλιστα όσο περισσότερα, τόσο μεγαλύτερη η τιμωρία, καθώς τράβαγε την προσοχή περισσότερου κόσμου, άρα και ο εξευτελισμός ήταν χειρότερος.
«Πήραν τα μυαλά του αέρα»
Στις μέρες μας όταν λέμε την φράση «πήραν τα μυαλά του αέρα», εννοούμε ότι κάποιος με αυτά που λέει υπερβάλλει χωρίς λόγο, είναι αλαζονικός, υπερόπτης, καβαλημένο καλάμι. Η σιγουριά του είναι απερίσκεπτα μεγάλη και συνήθως δεν ακούει τα λόγια και τις συμβουλές των γύρω του, με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές οι αποφάσεις που παίρνει να αποβαίνουν μοιραίες για τον ίδιο. 

Ωστόσο, η κυριολεκτική σημασία της έκφρασης «πήραν τα μυαλά του αέρα» προέρχεται από τα βυζαντινά χρόνια και σήμαινε κάτι εντελώς διαφορετικό. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε δυσκολίες στην προσπάθεια να αναχαιτίσει τους εχθρούς που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη και άλλα εδάφη της αχανούς έκτασής της. 

Μηχανισμός εκτόξευσης για το «υγρό πυρ». Ένας σωλήνας τοποθετούνταν όταν το υγρό εκτοξευόταν μέσα από το κεφάλι του λιονταριού

Εκείνη την περίοδο, οι βυζαντινοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά το πιο αποτελεσματικό όπλο τους, το «υγρό πυρ». Το «υγρό πυρ» ήταν μια ρευστή εύφλεκτη ουσία. Η φωτιά που προκαλούσε δεν έσβηνε στο νερό και αυτό ήταν ένα στρατηγικό πλεονέκτημα. Στις μάχες εναντίον των Αράβων και άλλων εχθρών, οι Βυζαντινοί βασίζονταν στο «υγρό πυρ» για την επικράτησή τους. Αν και συνήθως γέμιζαν το υγρό σε μικρά βαζάκια που τα χρησιμοποιούσαν έπειτα σαν χειροβομβίδες, στις ναυμαχίες, ο τρόπος εκτόξευσης του «υγρού πυρός» ήταν διαφορετικός. Στην πλώρη των πλοίων υπήρχε μια προτομή άγριου ζώου, συνήθως λιονταριού. Μέσα από το στόμα του λιονταριού οι Βυζαντινοί εκσφενδόνιζαν το «υγρό πυρ». Ο μηχανισμός ήταν λίγο περίπλοκος. Μηχανισμός εκτόξευσης για το «υγρό πυρ». Ένας σωλήνας τοποθετούνταν όταν το υγρό εκτοξευόταν μέσα από το κεφάλι του λιονταριού Το στόμα του θηρίου ήταν πάντα ανοιχτό και η περιοχή του κρανίου έπρεπε να είναι άδεια για να χωράει το «υγρό πυρ». Αφού οι Βυζαντινοί τοποθετούσαν στα αμπάρια του πλοίου το αεροστεγές καζάνι με το «υγρό πυρ», με δύο σωλήνες συνέδεαν το καζάνι με το κεφάλι του λιονταριού. Με μία αντλία που λειτουργούσε χειροκίνητα, το κεφάλι του λιονταριού γέμιζε αέρα. Με τη χρήση του ενός σωλήνα ο αέρας μεταφερόταν στο καζάνι. 


Η απότομη αλλαγή της ατμοσφαιρικής πίεσης στο καζάνι είχε ως αποτέλεσμα το «υγρό πυρ» να μεταφέρεται με δύναμη από τον άλλον σωλήνα, στο κούφιο κεφάλι του λιονταριού. Η συνέχεια γνωστή. Το «υγρό πυρ» εκτοξευόταν με ορμή και κατάκαιγε ό,τι βρισκόταν στο πέρασμα του. Ο αέρας που βρισκόταν στο κεφάλι του λιονταριού ήταν απαραίτητος για την επιτυχή εκτόξευση του «υγρού πυρός». Αργότερα το «κεφάλι» άλλαξε με τη λέξη «μυαλό» και σήμερα η φράση «πήραν τα μυαλά του αέρα» αν και είναι δόκιμη έχει τελείως διαφορετική σημασία από τη σημασία που είχε στο Βυζάντιο.


Πηγές

- Νατσούλη, Τ. (2011). 3000 Λέξεις, φράσεις, παροιμιώδεις.

Γιοχάλας, Θ., Καφετζάκη, Τ., & Καφετζάκη, Τ. (2012). Αθήνα: ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία. Εστία.