Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Μάνος Χατζηδάκις: Ο μελωδός των ονείρων που έφυγε σαν σήμερα για να βρει την δική του οδό ονείρων

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1925. Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη. Η μουσική του παιδεία ξεκίνησε σε ηλικία τεσσάρων ετών, κάνοντας μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, ενώ παράλληλα διδάχθηκε βιολί και ακορντεόν.

Μετακόμισε στην Αθήνα με την οικογένειά του το 1932 όμως λίγο αργότερα οι γονείς του χωρίζουν και το 1938 ο πατέρας του σκοτώνεται σε αεροπορικό  δυστύχημα. Το 1945 γνωρίζεται στο πατάρι του Λουμίδη που βρισκόταν στην γωνία των οδών Αιόλου με Πανεπιστημίου, με τους Νίκο  Γκάτσο, Κάρολο  Κουν, Νάνο Βαλαωρίτη κ.α. Μέσα από τις καλλιτεχνικές τους συναντήσεις έκαναν όνειρα για  μια Ελλάδα που ήταν κατεστραμμένη από τον πόλεμο, κοιτώντας με ελπίδα το μέλλον. Τότε ήταν η περίοδος που ξεκίνησε να γράφει μουσικές για το θέατρο και έκανε την πρώτη κινηματογραφική εργασία του με το έργο «Αδούλωτοι Σκλάβοι» σε σκηνοθεσία του Βίων Παπαμιχάλη.

Το 1948 ο Χατζιδάκις έδωσε  την ιστορική  διάλεξη για το ρεμπέτικο  τραγούδι  που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική Ελληνική  κοινωνία. Το ρεμπέτικο τραγούδι  που εξέφραζε τα λαϊκά στρώματα, ήταν  απαγορευμένο και παράνομο και η ενέργειά του αυτή έδωσε  προοπτική στην ελληνική μουσική. Ο Χατζιδάκις με την ποιότητα  που είχε  σαν άνθρωπος  και καλλιτέχνης, έβλεπε το αληθινό και το  γνήσιο λαϊκό  τραγούδι  που δεν ήξεραν τα ωδεία, τα πανεπιστήμια, η αριστοκρατία και η πολιτεία. Είχε δηλώσει επ’ αυτού: “Ήθελα να δείξω στο ελληνικό κοινό μια αστείρευτη δροσερή πηγή”. Συνθέτες όπως οι: Θεοδωράκης,  Ξαρχάκος, Χατζιδάκις κ.α. σε συνεντεύξεις  τους από το 1960 και μετά, υμνολογούσαν  τους ρεμπέτες,  για τον λόγο, ότι  πάνω  στην δίκη  τους μουσική  έγραφαν  τα δικά  τους έργα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε να συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο (Αγία Ιωάννα, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, κ.α.) και το Θέατρο Τέχνης (Ματωμένος Γάμος, Όλα τα παιδιά του Θεού έχουν φτερά κ.α.). Στη συνεχεία, συνεργάζεται  με το Ελληνικό Χορόδραμα  της  Ραλλούς Μάνου όπου ήταν για σειρά  ετών  ένας από τους βασικούς συνεργάτες. Παράλληλα  γραφεί μουσική για πολλές ελληνικές ταινίες όπως «Ο δράκος» που  κατά πολλούς θεωρείται η κορυφαία  ταινία  του ελληνικού κινηματογράφου. Η υπέροχη μουσική επένδυση της ταινίας από τον Χατζιδάκι εναρμονίζεται πλήρως με τον ρεαλισμό των εικόνων με αποκορύφωμα την εκπληκτική σκηνή του ζεϊμπέκικου χορού, που θυμίζει  παράσταση  αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας.

Το 1960 πήρε το Όσκαρ για τη μουσική στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Δεν υπάρχει  τίποτα  χειρότερο, έλεγε ο Χατζιδάκις, να σου έρθει  μια επιτυχία,  από  εκεί που δεν το περιμένεις. Η ταινία ήταν  τουριστική  και σε αυτή την λογική κινήθηκε όταν έγραψε τη μουσική της.  Ήταν ένας προικισμένος συνθέτης  με αστείρευτο ταλέντο, που κατάφερε να ταιριάξει την  μουσική του στην λογική της  ταινίας, με αποτέλεσμα  το μπουζούκι  να γίνει γνωστό  σε όλη  την υφήλιο.  Αμέτρητες ήταν οι διασκευές  του τραγουδιού «Τα παιδιά του Πειραιά», πράγμα  που καταδίκαζε  συνεχώς και αυτό τον οδήγησε στην βιαστική και  εσφαλμένη ενέργεια  να δώσει  τα δικαιώματα του τραγουδιού  στην «United Artists». Ασχολήθηκε πολύ με το να καταδικάζει τις πολλές  διασκευές σπαταλώντας πολλή ενέργεια για το τίποτα.

Στη συνέχεια έγραψε μουσική για τον εμπορικό κινηματογράφο. Κάποτε είχε πει στον Φίνο: Εσύ ξέρεις τι θα πει κακός κινηματογράφος αλλά τι θα πει καλός, δεν θα μάθεις ποτέ… Το 1990 σε μια συνέντευξη είχε δηλώσει: Που να το ξέρω ότι 30 χρόνια μετά, ο κόσμος θα ασχολούταν ακόμα με Μανταλένες και  κουραφέξαλα. Στο θέατρο έγραψε μουσική για το «Παραμύθι δίχως όνομα»,  «Όρνιθες», «Καπετάν Μιχάλης» κ.α. Πολλές από αυτές τις συνθέσεις του έχουν μείνει στην ιστορία και αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό.

Το 1967 θα ταξιδέψει στο Μπρόντγουει της Νέας Υόρκης για το ανέβασμα του μιούζικαλ «Ίλια Ντάρλινγκ». Εκείνη την περίοδο τον βρήκε η δικτατορία και όπως είχε δηλώσει, είχε προβλήματα με την εφορία και δεν ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα. Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για την περίοδο της Αμερικής και όπως ανέφερε ο ίδιος, η διαμονή του εκεί τον σπούδασε. Ένα άγνωστο γεγονός είναι η  εισαγωγή  που  έγραψε στο τραγούδι «Prelude» (Προανάκρουσμα), μαζί με τους «Millenium» που ήταν μια ροκ μουσική ομάδα στην Καλιφόρνια. Σε αυτό το κομμάτι, ο ίδιος ο Χατζιδάκις παίζει τσέμπαλο.

Στην Ελλάδα θα επιστρέψει το 1972, όπου  ηχογραφεί  τον «Μεγάλο  ερωτικό» και ανεβάζει  την παράσταση,  «Ο οδοιπόρος,  το μεθυσμένο  κορίτσι και ο Αλκιβιάδης». Σε συνέντευξή του στο περιοδικό  «Διαβάζω» το 1982, αναφέρει για το έργο: Ο οδοιπόρος  είμαι  εγώ,  ο οποίος  εκείνο  τον καιρό περιφερόμουν ανά τον κόσμο και  μόλις  είχα  έρθει  στην Ελλάδα. Το μεθυσμένο  κορίτσι  ήταν  η Ελένη Μανιάτη που τότε  ήταν  μαζί  μου, ένα κορίτσι  πέρα  από τα καθορισμένα , πέρα από τα όρια  του λογικού.   Ο Αλκιβιάδης  ήταν  ένας  νεαρός  που πουλούσε  τσιγάρα. Λοιπόν,  σκέφτηκα  ότι μια και δεν έχουμε  κοινό  μύθο   ας τον κατασκευάσουμε,  ας ενώσουμε  τον οδοιπόρο  το μεθυσμένο   κορίτσι   και τον Αλκιβιάδη  και φυσικά, αυτό καταλήγει  στον φόβο  που ήταν  το κλίμα   εκείνης   της  εποχής  του 1973,  ιδίως  μετά  την άνοδο  του Ιωαννίδη. Γι  αυτό το έργο  μου τελειώνει  με τον φόβο, χωρίς  να θέλω  να πω ότι  έκανα αντίσταση. Τώρα  το τι περιέχουν οι  στίχοι  είναι ένα είδος  αυτοβιογραφίας. Περιέχονται  πολλά  στοιχεία που ενώνουν αυτά τα τρία  πρόσωπα. Τα τραγούδια του δίσκου, για τον λόγο ότι δεν μπορούν να ακουστούν σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης είναι άγνωστα στο κοινό. Ελπίζω κάποια στιγμή να τα ανακαλύψει στο μέλλον.


Το 1975  ο Χατζιδάκις  θα αναλάβει  αναπληρωτής  γενικός  διευθυντής  στην  «Εθνική Λυρική Σκηνή» και διευθυντής στο «Τρίτο  πρόγραμμα». Ο  Χατζιδάκις είχε ένα όραμα  για την μουσική  ζωή  στην Ελλάδα και έμεινε στο ραδιόφωνο  επτά χρόνια.  Πήγε  σε μια εποχή  που  τα  χνάρια  της  χούντας  ήταν  ακόμη φανερά  στην τότε  ΕΡΤ και κατόρθωσε  με το ύφος και τον λόγο του,  να  τα  αλλάξει   όλα.  Το κρατικό  ραδιόφωνο άρχισε να ανοίγει  τις πόρτες  στους άξιους και αναπτύσσεται μια καινούργια  ραδιοφωνική  έκφραση.  Η ελληνική και παγκόσμια  δημιουργία,  προβάλλεται  με ένα ιδιαίτερο  τρόπο  που κάνει τον ακροατή  να φαντάζεται  και να ονειρεύεται.  Το τρίτο  πρόγραμμα  αν και κρατικό  ήταν  το πρώτο  ελεύθερο  ραδιόφωνο  στην Ελλάδα.  Μια εκπομπή που άφησε εποχή στο ραδιόφωνο και στην κοινωνία  ήταν  η παιδική εκπομπή «Εδώ  λιλιπουπολη».

Το 1978 ο δήμαρχος   των Ανωγείων Γιώργος Κλάδιος  ήρθε στην Αθήνα  με  δική  του πρωτοβουλία και έκανε πρόταση στον Χατζιδάκι να διοργανώσει  τους μουσικούς αγώνες στα ανώγεια. Με την συμπαράσταση των Aνωγειανών,  ο Μάνος Χατζιδάκις κατάφερε  να  καταστήσει  τα   Ανώγεια σ’ ένα ζωντανό μουσικό πολιτιστικό  εργαστήρι.

Το 1980  εγκαινίασε τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο.  Ήταν ένα καλλιτεχνικό Φεστιβάλ , με  κύριο   στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων, τόσο στη  μουσική   όσο και  στο χορό και τον   κινηματογράφο.  Οργάνωσε επίσης τους Αγώνες  ελληνικού τραγουδιού στην Κέρκυρα, το 1981 και 1982. Ήταν  ένας μουσικός διαγωνισμός που είχε σκοπό την   παρουσίαση νέων ελλήνων καλλιτεχνών. Την κριτική  επιτροπή   αποτελούσαν οι:  Δήμαρχος  Κέρκυρας, Ελένη  Βλάχου, Νίκη Γουλανδρή, Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Κουρουπός, Σπύρος Σακκάς κ.α. Στο διαγωνισμό, μεταξύ άλλων συμμετείχαν το 1982 και οι Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας, με το τραγούδι «Μια βραδιά στο λούκι», με το οποίο βραβεύθηκαν και έγιναν γνωστοί.

Το 1985 είναι διευθυντής   στο   περιοδικό «Τέταρτο» το οποίο καταγράφει  τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Το Τέταρτο, ίσως περισσότερο απ’ όλα,  ήταν  ένα   βαθιά   πολιτικό περιοδικό. Η έννοια  της  πολιτικής, ακόμη και το 1985 που κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος, σχετιζόταν με τα μικροπολιτικά σκάνδαλα, με τις επιφανειακές και εν πολλοίς ανούσιες κομματικές  διαφορές  και  με το φανατισμό και  τη στενότητα των ιδεών που διακρίνει τους ψηφοφόρους των κομμάτων. «Το Τέταρτο  υπήρξε κατ’ ουσίαν τότε ένα πολιτικό περιοδικό γιατί εγώ βαθιά μέσα μου είμαι πολιτικοποιημένος» έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις.

Το 1985  ίδρυσε την δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» για  να  φιλοξενεί ποιοτικές προτάσεις της ελληνικής  μουσικής. Το 1987  παρουσιάζει   τέσσερα   προγράμματα  στο «Μουσικό κέντρο Αθηνών» στην πλάκα. Συμμετείχαν οι: Έλλη Πασπαλά, Γιώργος Νταλάρας, Αλίκη Καγιαλόγλου, Νίκος Παπάζογλου. κ.α.

Το 1989 ο Χατζιδάκις ίδρυσε την «Ορχήστρα  των χρωμάτων». Στους τέσσερις  κύκλους συναυλιών που οργανώθηκαν   από τον Νοέμβριο του 1989  έως  τον  Ιούνιο του 1993, ο Μάνος Χατζιδάκις περιέλαβε, εκτός από κλασικά έργα και, πολλά άγνωστα, συνθετών του 20ού αιώνα: Copland, Menotti, Poulenc, Milhaud, Ohana, Hindemith, Nielsen, Ives, Britten, Thomson, Szymanowski, Kurt Weill, Piazzolla, Rota, κ.ά. Έντονη παρουσία είχε και η ελληνική μουσική (Πετρίδης, Βάρβογλης, Παλλάντιος, Ξενάκης, Σισιλιάνος, Μαμαγκάκης, Αντωνίου, Κουρουπός), χωρίς να λείψουν και οι νεώτεροι δημιουργοί (Ανισέγκος, Κριτσωτάκης). Ειδικά αφιερώματα έγιναν στον Μανώλη Καλομοίρη, τον Νίκο Σκαλκώτα, τον Γιάννη Χρήστου και τον Μίκη Θεοδωράκη. Το 1993 ο Χατζιδάκις, στην ερώτηση δημοσιογράφου  στην κρατική τηλεόραση, για το αν  θα ηχογραφήσει  κάποιο νέο του έργο απάντησε: Να ξέρει ο κόσμος πως αν υπάρξει  κάποια  αξιόλογη  δουλειά  θα την κυκλοφορήσω. Αυτή η δήλωση του Χατζιδάκι ήταν βέβαια μια υπεκφυγή στην ερώτηση του δημοσιογράφου, αφού ο ίδιος απέφευγε την δισκογράφηση μεγάλου μέρους του έργου του. Ελάχιστα έργα του από το θέατρο, κινηματογράφο, μπαλέτο, κ.α. έχουν δισκογραφηθεί, ενώ πολλά έχουν μείνει στο αρχείο του και περιμένουν την έκδοσή τους.

Η άγνωστη ιστορία δύο τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι

Ο Μάνος Χατζιδάκις. υπήρξε για μια οκταετία ο πιο στενός συνεργάτης του Αλέκου Σακελλάριου στον κινηματογράφο. Στη βιογραφία του, ο Αλέκος Σακελλάριος τον έχει χαρακτηρίσει απέραντα συναισθηματικό και πρωτοπόρο για την εποχή του. Μαζί έγραψαν πάρα πολλά τραγούδια. «Αισθάνομαι ότι αυτός ο άνθρωπος είχε γεννηθεί για να μαγεύει και να ταξιδεύει τους άλλους με τη μουσική του. Και το κατάφερε», έλεγε ο Σακελλάριος. Γύρω στο 1955, όταν γύριζε την ταινία «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο», είχε γράψει τους στίχους για το τραγούδι «Γαρύφαλλο στ’ αυτί», ενώ ο Χατζιδάκις ανέλαβε τη μελοποίηση. Αρχικά, αν και είχε παραλάβει τους στίχους πολλές μέρες πριν, δεν είχε ασχοληθεί ούτε ένα λεπτό. Τότε έγραφε συγχρόνως και τη μουσική για το έργο «Μήδεια» και δεν του περίσσευε χρόνος για τη μουσική της ταινίας.


Όμως ο Φίνος πίεζε τον συνθέτη. – Μάνο, τελειώνουμε την ταινία και τραγούδι δεν έχουμε. -Εντάξει Φιλοποίμην, του απάντησε, παίρνω ταξί και στο φέρνω. Το ‘χω έτοιμο! Έτσι και έγινε. Ο Μάνος, πήρε ταξί, αλλά τραγούδι δεν υπήρχε. Το συνέθεσε μέσα στο ταξί, την ώρα που πήγαινε στους Αγίους Αναργύρους, στο στούντιο του Φίνου. Δεν ήταν η μοναδική φορά που έκανε κάτι παρόμοιο. Περίπου την τελευταία στιγμή και εντελώς πρόχειρα έγραψε και το οσκαρικό, «Τα παιδιά του Πειραιά». Πάντως έτσι προέκυψε το «Γαρύφαλλο στ΄αυτί», που έκανε τεράστια επιτυχία όχι μόνο στην ταινία, αλλά και στη δισκογραφία.

Αυτό το τραγούδι ήταν το πρώτο που ηχογράφησε ο Χατζιδάκις σε δίσκο. Λίγο καιρό πριν κερδίσει το Όσκαρ για «Τα παιδιά του Πειραιά», ο Χατζιδάκις κέρδισε τον πρώτο του χρυσό δίσκο με το «Γκρίζο γατί». Ένα τραγούδι που γράφτηκε ουσιαστικά για να εξυπηρετήσει κάποια σκηνή από την ταινία «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο», με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Κάποιοι τότε θέλησαν να ταυτίσουν το δίδυμο «Σακελλάριου-Χατζιδάκι» με το πιο ελαφρύ ύφος της Αλίκης, αλλά η ιστορία τους διέψευσε. Ο Αλέκος Σακελλάριος θυμάται και την ιστορία πίσω από το «Βαλς των χαμένων ονείρων»: «Στην πρώτη ιδιωτική προβολή που κάναμε για την ταινία «Χαμένα Όνειρα», για να δει ο Μάνος την ταινία και να εμπνευστεί τη μουσική, στα πρώτα πέντε λεπτά κοιμήθηκε και ξύπνησε λίγο πριν τελειώσει η ταινία. -Μάνο μου, μήπως πρέπει να την ξαναδείς; του λέω -Δεν χρειάζεται, σε λίγες μέρες θα έχεις τη μουσική, μου απάντησε». Πράγματι, η μουσική ήταν καταπληκτική. Ο Μάνος έγραψε το «Βαλς των χαμένων ονείρων», που θεωρείται η καλύτερη μελωδία του στον κινηματογράφο.


«Η ιστορία του Κεμάλ»

Αφήγηση Μάνος Χαζτηδάκις

«Στη Νέα Υόρκη το χειμώνα του ΄68, συνάντησα ένα νέο παιδί είκοσι χρονών που το λέγανε Κεμάλ. Μου τον γνωρίσανε. Τί μεγάλο και φορτισμένο από μνήμες όνομα για ένα τόσο όμορφο και νεαρό αγόρι, σκέφθηκα. Είχε φύγει απ΄ τον τόπο του με πρόσχημα κάποιες πολιτικές του αντιθέσεις. Στην πραγματικότητα, φαντάζομαι, ήθελε να χαθεί μέσ΄ στην Αμερική. Του το είπα. Χαμογέλασε. -Δέχεστε να σας ξεναγήσω; Αρνήθηκε ευγενικά. Προτιμούσε μόνος. Κι έτσι σαν γύρισα στο σπίτι μου τον έκανα τραγούδι, μουσική. Ο Γκάτσος εκ των υστέρων, γράφοντας τους στίχους στα ελληνικά, τον έκανε άραβα πρίγκιπα να προστατεύει τους αδυνάτους. Κάτι σαν μια ταινία του ΄Ερολ Φλυν του ΄35. Η Πελοπόννησος (καταγωγή του Γκάτσου), από τη φύση της αδυνατεί να κατανοήσει την αμαρτωλή ιδιότητα των μουσουλμάνων Τούρκων, που μοιάζουν σαν ηλεκτρισμένα σύννεφα πάνω απ΄ τον Έβρο, ή σαν χαμένα και περήφανα σκυλιά. Το μόνο που αφήσαμε ανέπαφο στα ελληνικά είναι εκείνο το «Καληνύχτα Κεμάλ». Είτε πρίγκιπας άραψ είτε μωαμεθανός νεαρός της Νέας Υόρκης, του οφείλουμε μια «καληνύχτα» τέλος πάντων, για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε ήσυχα τη νύχτα. Χωρίς τύψεις, χωρίς άχρηστους πόθους κι επιθυμίες. Κατά πως πρέπει σ΄ Έλληνες, απέναντι σ΄ ένα νεαρό μωαμεθανό- όπως θα έλεγεν κι ο φίλος μας ο ποιητής ο Καβάφης.»

Σύμφωνα με το «activeradio», επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Μάνος Χατζιδάκις αποφάσισε το 1993 να εκδώσει τον δίσκο στα ελληνικά με τον Νίκο Γκάτσο στη συγγραφή των στίχων. Το τραγούδι ερμηνεύει η Αλίκη Καγιαλόγλου ενώ ο ίδιος ο Χατζιδάκις κάνει την αφήγηση στην αρχή του τραγουδιού.

Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού σε αγγλικό στίχο περιλαμβάνεται στον δίσκο «Reflections», έπειτα από τη συνεργασία του συνθέτη με το συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble.


«Τα Σχόλια του Τρίτου»

«Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά. (…). Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά (…). Το ερώτημα περνάει απ’ τις ηλεκτρικές εφημερίδες της κεντρικής πλατείας. Πώς θ’ αντιδράσουμε και πώς δεν θα συμβιβαστούμε με το τέρας; (…)»

O Μάνος Χατζιδάκις, ήταν κορυφαίος αναμορφωτής του ελληνικού τραγουδιού, ο οποίος μας γνώρισε νέους μουσικούς ορίζοντες. Πρωτοπόρος στην τέχνη και ταυτόχρονα ασυμβίβαστος στη ζωή του. Στις 15 Ιουνίου του 1994 «ταξίδεψε» στην δική του οδό ονείρων. Στις 15 Ιουνίου το 1994, έφυγε εκείνος ο άνθρωπος που μεταξύ άλλων σημείωνε: Όταν οι λέξεις έρχονται σ’ επαφή μ’ αυτό που λέμε μουσική, πριν απ’ όλα λιποθυμούν, ξαπλώνουν, παραδίδονται και χάνουν κάθε από φυσικού τους ενέργεια, κίνηση, ζωή. Κι ύστερα αρχίζει η περιπέτεια της μελωδίας...







Πηγές











Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

Τα «μπάνια του λαού» στην παλιά Αθήνα

Πότε ξεκίνησαν οι πρώτες δειλές εξορμήσεις στο «υγρό στοιχείο» με ορμητήρια τους ξύλινους «μπανιέρηδες», στo εσωτερικό των οποίων οι κυρίες τις δεκαετίες του 1910 μπορούσαν μακριά από αδιάκριτες ματιές να φορέσουν τα κάθε άλλο παρά αποκαλυπτικά μαγιό τους; Πότε στα αλήθεια διαδόθηκε το κολύμπι και φθάσαμε να βλέπουμε γεμάτες λαϊκές πλαζ τη δεκαετίας του 1950; Υπάρχουν άραγε φωτογραφίες που να αποτυπώνουν εκείνα τα καλοκαίρια μιας άλλης εποχής;

Στην Ελλάδα, το πρώτο μέρος που γίνεται γνωστό ως παραλία για θαλάσσιο μπάνιο ήταν οι Τζιτζιφιές. Όμως, οι καλές οικογένειες της Αθήνας δεν καλοδέχτηκαν αυτή την ξενόφερτη συνήθεια. Θέλοντας να ενθαρρύνει τον κόσμο προς αυτή την κατεύθυνση, η βασίλισσα Αμαλία θα κάνει εκεί, το 1834, το πρώτο θαλάσσιο μπάνιο της με έφιππη συνοδεία.

Προοδευτικά, δημοφιλείς προορισμοί άρχισαν να γίνονται τα Βοτσαλάκια, το Καβούρι και η Λούτσα, ενώ την ίδια εποχή κολυμπούν στις παραλίες του Φαλήρου για λόγους αναψυχής και οι εκπαιδευόμενοι της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Τους μιμούνται οι ντόπιοι και το μπάνιο στη θάλασσα αρχίζει να διαδίδεται παντού. Το 1840, στο Πασαλιμάνι παραχωρείται ειδικός χώρος για τους κολυμβητές, με καμπίνες και δημοτικό καφενείο για καφέ και δροσιστικά αναψυκτικά. Οι άνδρες ωστόσο παραμένουν χώρια από τις γυναίκες.

Τα παράλια της Αττικής άρχισαν να προσελκύουν τόσο κόσμο, που ο βασιλιάς Όθωνας ορίζει ως λιμενάρχη τον Ευστράτιο Πετροκόκκινο με καθήκοντα, μεταξύ άλλων, την επίβλεψη της ευπρεπούς εμφάνισης των λουόμενων στις παραλίες και την αυστηρή τήρηση του διαχωρισμού των περιοχών όπου έκαναν μπάνιο οι άνδρες και οι γυναίκες.

Ακολουθώντας το «παράδειγμα της «αριστοκρατίας» των άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, οι εύποροι Αθηναίοι αποκτούν παραθεριστικές κατοικίες στο Φάληρο (το 1878 χτίζονται οι πρώτες βίλες) και το 1885 κατασκευάζεται το μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο Grand Hotel στο Νέο Φάληρο, το οποίο εξελίσσεται σε προβεβλημένο παραθαλάσσιο προάστιο. Το 1903 ανεγείρεται ένα ακόμη πολυτελές παραθαλάσσιο ξενοδοχείο στην περιοχή, το Ακταίον, ενώ το 1912 λειτουργεί εκεί το πρώτο εξοχικό ζαχαροπλαστείο της Αττικής, του Κοντογιάννη-Ρήγα (στο ισόγειο του Grand Hotel), που διαθέτει και ορχήστρα ευρωπαϊκής μουσικής. Η πιο «λαϊκή» πελατεία πηγαίνει στο τουριστικό περίπτερο «Ταραντέλα». Κοντά σε αυτά ανοίγουν ταβερνάκια που σερβίρουν θαλασσινούς μεζέδες με ρετσίνα και ούζο.

Τα μπάνια έχουν γίνει πλέον μόδα στο Λαγονήσι, στη Βάρκιζα, στο Καλαμάκι, στο Φάληρο, στη Βουλιαγμένη, στο Καβούρι και στο Σούνιο. Και όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στη Θεσσαλονίκη (Αρετσού, Πειραιά, Μπαχτσέ Τσιφλίκι, Αγία Τριάδα, Μηχανιώνα, Επανομή), όπως και σε όλη την Ελλάδα του 1950, του 1960, του 1970 και μετέπειτα.

Στο βιβλίο του ο Θωμάς Σιταράς χαρακτηριστικά αναφέρει: (…)Δύο βήματα από την Αθήνα απλωνόταν από την Πειραϊκή μέχρι τη Βάρκιζα μια δαντελωτή, πεντακάθαρη, βατή παραλία, έτοιμη να δροσίσει τους κατοίκους της πόλης, ιδιαίτερα τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού. Μια ήρεμη θάλασσα, πλούσια σε ψάρια (μαρίδα κ.λπ.). Η μόνη, όμως, ανθρώπινη παρουσία περιοριζόταν στους ψαράδες που ζούσαν με τις οικογένειές τους σε πρόχειρες καλύβες. Οι ίδιοι οι Αθηναίοι προτιμούσαν για το καλοκαίρι αντί της θάλασσας τα Πατήσια, αργότερα το Μαρούσι και την Κηφισιά, αγνοώντας τις όμορφες παραλίες, το φοβερό αυτό δώρο της φύσης στην Αθήνα!(…)

(…)Τι συνέβαινε; Γιατί μέχρι το 1862 δεν μπορούμε να μιλήσουμε καθόλου για τη θάλασσα και το κολύμπι; Δύο πράγματα έφταιγαν: η δύσκολη πρόσβαση και ο συντηρητισμός της εποχής. Η πλησιέστερη ακτή, η περιοχή στις Τζιτζιφιές, δεν συνδεόταν οικιστικά με την Αθήνα. Τις χώριζαν χωράφια με ψηλά χόρτα γεμάτα φίδια, ενώ οι ληστές που καραδοκούσαν στα άγρια κι απόκρημνα περάσματα δεν ήταν ό,τι καλύτερο για να κατέβει κανείς για μπάνιο!(…)

(…) Βρισκόμαστε στο 1864 και το θέαμα των κυριών και δεσποινίδων με «λουτρικόν ένδυμα» να κάνουν μπάνιο, κρυμμένες πίσω από τα βραχάκια της Καστέλας και όπου αλλού μπορούσαν, για να μην τις δουν, θα πρέπει να ήταν πολύ διασκεδαστικό για έναν τρίτο, σίγουρα όμως όχι γι’ αυτές. Αρκούσε και η απλή αντρική αναφορά τού τι χρώμα είχε το λουτρικό ένδυμα της τάδε με τα κατάλληλα αποσιωπητικά και υπονοούμενα, για να προκαλέσει κύματα κουτσομπολιού και αποδοκιμασίας στα σαλόνια της κοσμικής Αθήνας(…)

(…) Για να υπάρξει, όμως, μαζική μετακίνηση στις ακτές, δεν φτάνουν τα άλογα και οι άμαξες. Χρειάζεται μαζικό μέσο μεταφοράς. Αυτό το εξασφάλισε επιτέλους το 1869 ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος Αθήνα-Πειραιάς, ή πιο σωστά Θησείο-Πειραιάς, αφού το Θησείο ήταν η αφετηρία του. Οι Αθηναίοι άργησαν να καταλάβουν τις νέες δυνατότητες που τους έδινε το «τρένο». Μέχρι το 1875 η επιβατική κίνηση στο ΣΑΠ (Σιδηρόδρομοι Αθηνών-Πειραιώς) ήταν από ανύπαρκτη έως ελάχιστη. Το τρένο μετέφερε κυρίως εμπορεύματα και η στάση στο Νέο Φάληρο δεν ήταν κανονική ούτε και υπήρχε σταθμός(…)

(…) Το 1882 τελείωσε ο σταθμός στον Πειραιά και φτιάχτηκαν πρόχειροι σταθμοί στο Φάληρο και το Μοσχάτο. Η περιοχή άρχισε να αναπτύσσεται. Ο κόσμος άρχισε επιτέλους να κατεβαίνει στο Φάληρο. Φτιάχτηκαν καμπίνες για τους λουόμενους και μια μεγάλη εξέδρα. Η πρώτη κοσμική ακτή της παλιάς Αθήνας είχε γεννηθεί. Βίλες άρχισαν να ξεφυτρώνουν και μαζί με αυτές, το μεγάλο ξενοδοχείο του σταθμού «Γκραντ Οτέλ» (1885). Ευτύχησε την περίοδο της ακμής του (1912) να διαθέτει 200 δωμάτια κι ένα ζαχαροπλαστείο με ορχήστρα, που τραβούσε σαν μαγνήτης την αθηναϊκή και την πειραιώτικη αριστοκρατία. Μπορεί να άργησε το «άνοιγμα» των Αθηναίων προς τη θάλασσα, αλλά όταν έγινε, ξεκίνησε εντυπωσιακά και πήρε, ιδιαίτερα τις επόμενες περιόδους, μεγάλες διαστάσεις. Όλη η παραλία, από το Νέο Φάληρο μέχρι τη Γλυφάδα, ήταν μια απέραντη κοσμική ακτή κι έπαιζε σημαντικό ρόλο στη γαστρονομία, τη διασκέδαση, την κοσμική ζωή. Ταυτόχρονα επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τα ήθη και τα έθιμα της εποχής»(…)

Οι διακοπές στο Πέραμα

Διακοπές στο Πέραμα; Κι όμως, στα χρόνια πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτή η πόλη, που σήμερα ταυτίζεται με τη ναυπηγοεπισκευή και τις δεξαμενές πετρελαιοειδών, ήταν «η κατ’ εξοχήν λαϊκή και ανέξοδη εξοχή, [...] ένα ωραίο «Πέρασμα» ανάμεσα απ’ τα πεύκα, το βουνό και τη θάλασσα». Ακριβώς απέναντι βρίσκεται η Σαλαμίνα, της οποίας οι κάτοικοι φιλοδοξούσαν ότι «θα καταστή αι Σπέτσαι του Σαρωνικού» ή, τέλος πάντων, θα την επέλεγαν περισσότεροι για τις διακοπές τους αντί της Αίγινας και του Πόρου.

Όπως διαβάζουμε σε εφημερίδες της εποχής, η Σαλαμίνα είχε, το 1928, περίπου 7.000 μόνιμους κατοίκους ασχολούμενους με τη γεωργία και τη ναυτιλία. Αρκετοί, πάντως, είχαν γίνει μέτοχοι σε βενζινακάτους που εκτελούσαν τη συγκοινωνία Πειραιά, Σαλαμίνα, Ελευσίνα και Μέγαρα.

Αντίθετα, η οδική σύνδεση για το Πέραμα ήταν πολύ δύσκολη, καθώς μετά την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου τελείωναν οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι και άρχιζαν κακοτράχαλοι χωματόδρομοι με μεγάλες λακκούβες. Το κούνημα, εξαιτίας του δρόμου, διαρκούσε σε όλη τη διαδρομή μέχρι που φαίνονταν τα πρώτα σπίτια του συνοικισμού του Περάματος, απ’ όπου ο δρομάκος ήταν σχετικά στρωτός.

Πάντως, η διαδρομή, έξω από τον Αγιο Γεώργιο, στο Κερατσίνι, ήταν μαγευτική. Κατά μήκος της ακτής «άνθρωποι που κολυμβάνε, παιδάκια που ψαρεύουν γαρίδες και μικρόψαρα με τα τσέρκια [σ.σ. μεταλλικά στεφάνια που συγκρατούσαν τα ξύλα των βαρελιών] στα χέρια, τρατάρηδες, που ασχολούνται με το καλάρισμα, βαρκούλες με τα πανάκια τους και βενζινούλες που πηγαινοέρχονται φτύνοντας διαρκώς καπνούς απ’ τις τσιμινιέρες». Απέναντι φαινόταν ο κόλπος της Σαλαμίνας και τα άσπρα χωριά με τις όμορφες βιλίτσες, Παλούκια, Καματερό, Αμπελάκια και Ναύσταθμος.

Εκείνα τα χρόνια, στο Καματερό πήγαιναν για τις καλοκαιρινές διακοπές τους έμποροι και βιομήχανοι του Πειραιά, στα δε Παλούκια πήγαιναν κυρίως «οικογένειαι εργατών και κατωτέρων βαθμοφόρων του Π. Ναυστάθμου».

Οι βενζινάκατοι αναχωρούσαν από την προβλήτα απέναντι από το Ρολόι, στο Δημαρχείο του Πειραιά (σ.σ. βρισκόταν περίπου στη θέση του σημερινού Πύργου) και πήγαιναν στη Σαλαμίνα, αφού έκαναν μια στάση στο εξοχικό Πέραμα.

Πάντως, είχαν ασφαλτοστρωθεί πολλοί δρόμοι του νησιού και οι μετακινήσεις ήταν σχετικά εύκολες από τη Σαλαμίνα προς τη δυτική πλευρά του νησιού μέχρι το Μούλκι, «το οποίον κείται εις τους πρόποδας πευκοσκεπούς λόφου και έχει 25- 30 πενιχρά σπιτάκια» και από εκεί προς άλλες περιοχές. Ειδικά, για την πόλη της Σαλαμίνας διαβάζουμε ότι τα καλοκαιρινά βράδια οι κάτοικοι συγκεντρώνονταν στην παραλία, η οποία «ήτο άλλοτε λασπώδης βόρβορος», αλλά είχε πλέον στρωθεί και διαμορφωθεί από το Κοινοτικό Συμβούλιο.

Στην άλλη πλευρά το Πέραμα, το οποίο στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ένα μικρό ψαροχώρι, αλλά άρχισε ν’ αυξάνεται πληθυσμιακά μετά τη μικρασιατική καταστροφή και τη δημιουργία προσφυγικού συνοικισμού. Όμως, παρέμενε ένας τόπος λαϊκών διακοπών, ιδανικός για κατασκήνωση κάτω από τα πεύκα του όρους Αιγάλεω που έφταναν μέχρι τη θάλασσα.

Σε ένα δημοσίευμα του 1937 της πειραϊκής εφημερίδας «Χρονογράφος» διαβάζουμε ότι οι φυσικές ομορφιές του Περάματος «δεν είναι σε θέση ν’ αναπληρώσουν ό,τι λείπει». «Κι εκείνο που λείπει κυρίως απ’ το Πέραμα είναι το επιχειρηματικόν πνεύμα. Δεν υπάρχει εστιατόριον της προκοπής, ένα ξενοδοχείον αντάξιον της τοποθεσίας και εις το οποίον να μπορεί να περάσει κανείς δυο - τρεις ημέρες», εξηγείται στο δημοσίευμα. Επίσης, παράπονα εκφράζονταν και για την παραλία, όπου υπήρχαν πέτρες και βότσαλα, ενώ θα μπορούσε να καθαριστεί «για να μεταβληθεί σε μίαν από τις καλλίτερες ακρογιαλιές της Αττικής».

Παρόλα αυτά η παραλία του Περάματος χρησιμοποιούνταν για κολύμβηση μέχρι το 1975. Ωστόσο, η άναρχη βιομηχανική ανάπτυξη και η επεκτατική διάθεση του λιμανιού για την εξασφάλιση όλο και περισσότερων χώρων εξαφάνισαν οριστικά το φυσικό κάλλος του δυτικού άκρου της περιοχής του Πειραιά. Η Σαλαμίνα ωστόσο μέχρι και σήμερα έχει καταφέρει να... περισώσει ένα μέρος από την ομορφιά της.

Οι διακοπές μέσα από φωτογραφίες

Γλυφάδα, 1935. Κολυμβήτρια με υδρομοτοσυκλέττα, όπως αναγράφεται στην πίσω πλευρά της φωτογραφίας. © Αρχείο Νίκου Πολίτη

Γλυφάδα, 1928. Άνδρες και γυναίκες κολυμπούν επιτέλους μαζί στα περίφημα bain mixte. © Αρχείο Νίκου Πολίτη

Γλυφάδα, 1910. Οι άντρες κατέκτησαν νωρίτερα από τις γυναίκες την πολυτέλεια του ολόσωμου μαγιό χωρίς μανίκια. © Αρχείο Νίκου Πολίτη






Πηγές

https://www.efsyn.gr/

www.paliaathina.com

https://www.kathimerini.gr/

https://www.lifo.gr/

https://www.thepressroom.gr/

«Η Παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται, 1834-1938»(Εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2011).