
Πότε
ξεκίνησαν οι πρώτες δειλές εξορμήσεις στο «υγρό στοιχείο» με ορμητήρια τους
ξύλινους «μπανιέρηδες», στo εσωτερικό των οποίων οι κυρίες τις δεκαετίες του 1910
μπορούσαν μακριά από αδιάκριτες ματιές να φορέσουν τα κάθε άλλο παρά
αποκαλυπτικά μαγιό τους; Πότε στα αλήθεια διαδόθηκε το κολύμπι και φθάσαμε να
βλέπουμε γεμάτες λαϊκές πλαζ τη δεκαετίας του 1950; Υπάρχουν άραγε φωτογραφίες
που να αποτυπώνουν εκείνα τα καλοκαίρια μιας άλλης εποχής;
Στην Ελλάδα, το πρώτο μέρος που γίνεται γνωστό ως παραλία για θαλάσσιο μπάνιο ήταν οι Τζιτζιφιές. Όμως, οι καλές οικογένειες της Αθήνας δεν καλοδέχτηκαν αυτή την ξενόφερτη συνήθεια. Θέλοντας να ενθαρρύνει τον κόσμο προς αυτή την κατεύθυνση, η βασίλισσα Αμαλία θα κάνει εκεί, το 1834, το πρώτο θαλάσσιο μπάνιο της με έφιππη συνοδεία.
Προοδευτικά,
δημοφιλείς προορισμοί άρχισαν να γίνονται τα Βοτσαλάκια, το Καβούρι και η
Λούτσα, ενώ την ίδια εποχή κολυμπούν στις παραλίες του Φαλήρου για λόγους
αναψυχής και οι εκπαιδευόμενοι της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Τους μιμούνται οι
ντόπιοι και το μπάνιο στη θάλασσα αρχίζει να διαδίδεται παντού. Το 1840, στο
Πασαλιμάνι παραχωρείται ειδικός χώρος για τους κολυμβητές, με καμπίνες και
δημοτικό καφενείο για καφέ και δροσιστικά αναψυκτικά. Οι άνδρες ωστόσο παραμένουν
χώρια από τις γυναίκες.
Τα
παράλια της Αττικής άρχισαν να προσελκύουν τόσο κόσμο, που ο βασιλιάς Όθωνας
ορίζει ως λιμενάρχη τον Ευστράτιο Πετροκόκκινο με καθήκοντα, μεταξύ άλλων, την
επίβλεψη της ευπρεπούς εμφάνισης των λουόμενων στις παραλίες και την αυστηρή
τήρηση του διαχωρισμού των περιοχών όπου έκαναν μπάνιο οι άνδρες και οι
γυναίκες.
Ακολουθώντας το «παράδειγμα της «αριστοκρατίας» των άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, οι εύποροι Αθηναίοι αποκτούν παραθεριστικές κατοικίες στο Φάληρο (το 1878 χτίζονται οι πρώτες βίλες) και το 1885 κατασκευάζεται το μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο Grand Hotel στο Νέο Φάληρο, το οποίο εξελίσσεται σε προβεβλημένο παραθαλάσσιο προάστιο. Το 1903 ανεγείρεται ένα ακόμη πολυτελές παραθαλάσσιο ξενοδοχείο στην περιοχή, το Ακταίον, ενώ το 1912 λειτουργεί εκεί το πρώτο εξοχικό ζαχαροπλαστείο της Αττικής, του Κοντογιάννη-Ρήγα (στο ισόγειο του Grand Hotel), που διαθέτει και ορχήστρα ευρωπαϊκής μουσικής. Η πιο «λαϊκή» πελατεία πηγαίνει στο τουριστικό περίπτερο «Ταραντέλα». Κοντά σε αυτά ανοίγουν ταβερνάκια που σερβίρουν θαλασσινούς μεζέδες με ρετσίνα και ούζο.
Τα
μπάνια έχουν γίνει πλέον μόδα στο Λαγονήσι, στη Βάρκιζα, στο Καλαμάκι, στο
Φάληρο, στη Βουλιαγμένη, στο Καβούρι και στο Σούνιο. Και όχι μόνο στην Αθήνα,
αλλά και στη Θεσσαλονίκη (Αρετσού, Πειραιά, Μπαχτσέ Τσιφλίκι, Αγία Τριάδα,
Μηχανιώνα, Επανομή), όπως και σε όλη την Ελλάδα του 1950, του 1960, του 1970
και μετέπειτα.
Στο
βιβλίο του ο Θωμάς Σιταράς χαρακτηριστικά αναφέρει: (…)Δύο βήματα από την
Αθήνα απλωνόταν από την Πειραϊκή μέχρι τη Βάρκιζα μια δαντελωτή, πεντακάθαρη,
βατή παραλία, έτοιμη να δροσίσει τους κατοίκους της πόλης, ιδιαίτερα τους
ζεστούς μήνες του καλοκαιριού. Μια ήρεμη θάλασσα, πλούσια σε ψάρια (μαρίδα
κ.λπ.). Η μόνη, όμως, ανθρώπινη παρουσία περιοριζόταν στους ψαράδες που ζούσαν
με τις οικογένειές τους σε πρόχειρες καλύβες. Οι ίδιοι οι Αθηναίοι προτιμούσαν
για το καλοκαίρι αντί της θάλασσας τα Πατήσια, αργότερα το Μαρούσι και την
Κηφισιά, αγνοώντας τις όμορφες παραλίες, το φοβερό αυτό δώρο της φύσης στην Αθήνα!(…)
(…)Τι
συνέβαινε; Γιατί μέχρι το 1862 δεν μπορούμε να μιλήσουμε καθόλου για τη θάλασσα
και το κολύμπι; Δύο πράγματα έφταιγαν: η δύσκολη πρόσβαση και ο συντηρητισμός
της εποχής. Η πλησιέστερη ακτή, η περιοχή στις Τζιτζιφιές, δεν συνδεόταν
οικιστικά με την Αθήνα. Τις χώριζαν χωράφια με ψηλά χόρτα γεμάτα φίδια, ενώ οι
ληστές που καραδοκούσαν στα άγρια κι απόκρημνα περάσματα δεν ήταν ό,τι καλύτερο
για να κατέβει κανείς για μπάνιο!(…)
(…)
Βρισκόμαστε στο 1864 και το θέαμα των κυριών και δεσποινίδων με «λουτρικόν ένδυμα»
να κάνουν μπάνιο, κρυμμένες πίσω από τα βραχάκια της Καστέλας και όπου αλλού
μπορούσαν, για να μην τις δουν, θα πρέπει να ήταν πολύ διασκεδαστικό για έναν
τρίτο, σίγουρα όμως όχι γι’ αυτές. Αρκούσε και η απλή αντρική αναφορά τού τι
χρώμα είχε το λουτρικό ένδυμα της τάδε με τα κατάλληλα αποσιωπητικά και
υπονοούμενα, για να προκαλέσει κύματα κουτσομπολιού και αποδοκιμασίας στα
σαλόνια της κοσμικής Αθήνας(…)
(…)
Για να υπάρξει, όμως, μαζική μετακίνηση στις ακτές, δεν φτάνουν τα άλογα και οι
άμαξες. Χρειάζεται μαζικό μέσο μεταφοράς. Αυτό το εξασφάλισε επιτέλους το 1869
ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος Αθήνα-Πειραιάς, ή πιο σωστά Θησείο-Πειραιάς, αφού το
Θησείο ήταν η αφετηρία του. Οι Αθηναίοι άργησαν να καταλάβουν τις νέες
δυνατότητες που τους έδινε το «τρένο». Μέχρι το 1875 η επιβατική κίνηση στο ΣΑΠ
(Σιδηρόδρομοι Αθηνών-Πειραιώς) ήταν από ανύπαρκτη έως ελάχιστη. Το τρένο
μετέφερε κυρίως εμπορεύματα και η στάση στο Νέο Φάληρο δεν ήταν κανονική ούτε
και υπήρχε σταθμός(…)
(…) Το 1882 τελείωσε ο σταθμός στον Πειραιά και φτιάχτηκαν πρόχειροι σταθμοί στο Φάληρο και το Μοσχάτο. Η περιοχή άρχισε να αναπτύσσεται. Ο κόσμος άρχισε επιτέλους να κατεβαίνει στο Φάληρο. Φτιάχτηκαν καμπίνες για τους λουόμενους και μια μεγάλη εξέδρα. Η πρώτη κοσμική ακτή της παλιάς Αθήνας είχε γεννηθεί. Βίλες άρχισαν να ξεφυτρώνουν και μαζί με αυτές, το μεγάλο ξενοδοχείο του σταθμού «Γκραντ Οτέλ» (1885). Ευτύχησε την περίοδο της ακμής του (1912) να διαθέτει 200 δωμάτια κι ένα ζαχαροπλαστείο με ορχήστρα, που τραβούσε σαν μαγνήτης την αθηναϊκή και την πειραιώτικη αριστοκρατία. Μπορεί να άργησε το «άνοιγμα» των Αθηναίων προς τη θάλασσα, αλλά όταν έγινε, ξεκίνησε εντυπωσιακά και πήρε, ιδιαίτερα τις επόμενες περιόδους, μεγάλες διαστάσεις. Όλη η παραλία, από το Νέο Φάληρο μέχρι τη Γλυφάδα, ήταν μια απέραντη κοσμική ακτή κι έπαιζε σημαντικό ρόλο στη γαστρονομία, τη διασκέδαση, την κοσμική ζωή. Ταυτόχρονα επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τα ήθη και τα έθιμα της εποχής»(…)
Οι διακοπές στο Πέραμα
Διακοπές
στο Πέραμα; Κι όμως, στα χρόνια πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτή η πόλη,
που σήμερα ταυτίζεται με τη ναυπηγοεπισκευή και τις δεξαμενές πετρελαιοειδών,
ήταν «η κατ’ εξοχήν λαϊκή και ανέξοδη εξοχή, [...] ένα ωραίο «Πέρασμα» ανάμεσα
απ’ τα πεύκα, το βουνό και τη θάλασσα». Ακριβώς απέναντι βρίσκεται η Σαλαμίνα,
της οποίας οι κάτοικοι φιλοδοξούσαν ότι «θα καταστή αι Σπέτσαι του Σαρωνικού»
ή, τέλος πάντων, θα την επέλεγαν περισσότεροι για τις διακοπές τους αντί της
Αίγινας και του Πόρου.
Όπως
διαβάζουμε σε εφημερίδες της εποχής, η Σαλαμίνα είχε, το 1928, περίπου 7.000
μόνιμους κατοίκους ασχολούμενους με τη γεωργία και τη ναυτιλία. Αρκετοί,
πάντως, είχαν γίνει μέτοχοι σε βενζινακάτους που εκτελούσαν τη συγκοινωνία
Πειραιά, Σαλαμίνα, Ελευσίνα και Μέγαρα.
Αντίθετα,
η οδική σύνδεση για το Πέραμα ήταν πολύ δύσκολη, καθώς μετά την εκκλησία του
Αγίου Διονυσίου τελείωναν οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι και άρχιζαν κακοτράχαλοι
χωματόδρομοι με μεγάλες λακκούβες. Το κούνημα, εξαιτίας του δρόμου, διαρκούσε
σε όλη τη διαδρομή μέχρι που φαίνονταν τα πρώτα σπίτια του συνοικισμού του
Περάματος, απ’ όπου ο δρομάκος ήταν σχετικά στρωτός.
Πάντως,
η διαδρομή, έξω από τον Αγιο Γεώργιο, στο Κερατσίνι, ήταν μαγευτική. Κατά μήκος
της ακτής «άνθρωποι που κολυμβάνε, παιδάκια που ψαρεύουν γαρίδες και μικρόψαρα
με τα τσέρκια [σ.σ. μεταλλικά στεφάνια που συγκρατούσαν τα ξύλα των βαρελιών]
στα χέρια, τρατάρηδες, που ασχολούνται με το καλάρισμα, βαρκούλες με τα πανάκια
τους και βενζινούλες που πηγαινοέρχονται φτύνοντας διαρκώς καπνούς απ’ τις
τσιμινιέρες». Απέναντι φαινόταν ο κόλπος της Σαλαμίνας και τα άσπρα χωριά με
τις όμορφες βιλίτσες, Παλούκια, Καματερό, Αμπελάκια και Ναύσταθμος.
Εκείνα
τα χρόνια, στο Καματερό πήγαιναν για τις καλοκαιρινές διακοπές τους έμποροι και
βιομήχανοι του Πειραιά, στα δε Παλούκια πήγαιναν κυρίως «οικογένειαι εργατών
και κατωτέρων βαθμοφόρων του Π. Ναυστάθμου».
Οι
βενζινάκατοι αναχωρούσαν από την προβλήτα απέναντι από το Ρολόι, στο Δημαρχείο
του Πειραιά (σ.σ. βρισκόταν περίπου στη θέση του σημερινού Πύργου) και πήγαιναν
στη Σαλαμίνα, αφού έκαναν μια στάση στο εξοχικό Πέραμα.
Πάντως,
είχαν ασφαλτοστρωθεί πολλοί δρόμοι του νησιού και οι μετακινήσεις ήταν σχετικά
εύκολες από τη Σαλαμίνα προς τη δυτική πλευρά του νησιού μέχρι το Μούλκι, «το
οποίον κείται εις τους πρόποδας πευκοσκεπούς λόφου και έχει 25- 30 πενιχρά
σπιτάκια» και από εκεί προς άλλες περιοχές. Ειδικά, για την πόλη της Σαλαμίνας
διαβάζουμε ότι τα καλοκαιρινά βράδια οι κάτοικοι συγκεντρώνονταν στην παραλία,
η οποία «ήτο άλλοτε λασπώδης βόρβορος», αλλά είχε πλέον στρωθεί και διαμορφωθεί
από το Κοινοτικό Συμβούλιο.
Στην
άλλη πλευρά το Πέραμα, το οποίο στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ένα μικρό
ψαροχώρι, αλλά άρχισε ν’ αυξάνεται πληθυσμιακά μετά τη μικρασιατική καταστροφή
και τη δημιουργία προσφυγικού συνοικισμού. Όμως, παρέμενε ένας τόπος λαϊκών
διακοπών, ιδανικός για κατασκήνωση κάτω από τα πεύκα του όρους Αιγάλεω που
έφταναν μέχρι τη θάλασσα.
Σε
ένα δημοσίευμα του 1937 της πειραϊκής εφημερίδας «Χρονογράφος» διαβάζουμε ότι
οι φυσικές ομορφιές του Περάματος «δεν είναι σε θέση ν’ αναπληρώσουν ό,τι
λείπει». «Κι εκείνο που λείπει κυρίως απ’ το Πέραμα είναι το επιχειρηματικόν
πνεύμα. Δεν υπάρχει εστιατόριον της προκοπής, ένα ξενοδοχείον αντάξιον της
τοποθεσίας και εις το οποίον να μπορεί να περάσει κανείς δυο - τρεις ημέρες»,
εξηγείται στο δημοσίευμα. Επίσης, παράπονα εκφράζονταν και για την παραλία,
όπου υπήρχαν πέτρες και βότσαλα, ενώ θα μπορούσε να καθαριστεί «για να
μεταβληθεί σε μίαν από τις καλλίτερες ακρογιαλιές της Αττικής».
Παρόλα αυτά η παραλία του Περάματος χρησιμοποιούνταν για κολύμβηση μέχρι το 1975. Ωστόσο, η άναρχη βιομηχανική ανάπτυξη και η επεκτατική διάθεση του λιμανιού για την εξασφάλιση όλο και περισσότερων χώρων εξαφάνισαν οριστικά το φυσικό κάλλος του δυτικού άκρου της περιοχής του Πειραιά. Η Σαλαμίνα ωστόσο μέχρι και σήμερα έχει καταφέρει να... περισώσει ένα μέρος από την ομορφιά της.
Οι διακοπές μέσα από φωτογραφίες
Πηγές
«Η Παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται, 1834-1938»(Εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2011).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου