Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Μάνος Χατζηδάκις: Ο μελωδός των ονείρων που έφυγε σαν σήμερα για να βρει την δική του οδό ονείρων

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1925. Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη. Η μουσική του παιδεία ξεκίνησε σε ηλικία τεσσάρων ετών, κάνοντας μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, ενώ παράλληλα διδάχθηκε βιολί και ακορντεόν.

Μετακόμισε στην Αθήνα με την οικογένειά του το 1932 όμως λίγο αργότερα οι γονείς του χωρίζουν και το 1938 ο πατέρας του σκοτώνεται σε αεροπορικό  δυστύχημα. Το 1945 γνωρίζεται στο πατάρι του Λουμίδη που βρισκόταν στην γωνία των οδών Αιόλου με Πανεπιστημίου, με τους Νίκο  Γκάτσο, Κάρολο  Κουν, Νάνο Βαλαωρίτη κ.α. Μέσα από τις καλλιτεχνικές τους συναντήσεις έκαναν όνειρα για  μια Ελλάδα που ήταν κατεστραμμένη από τον πόλεμο, κοιτώντας με ελπίδα το μέλλον. Τότε ήταν η περίοδος που ξεκίνησε να γράφει μουσικές για το θέατρο και έκανε την πρώτη κινηματογραφική εργασία του με το έργο «Αδούλωτοι Σκλάβοι» σε σκηνοθεσία του Βίων Παπαμιχάλη.

Το 1948 ο Χατζιδάκις έδωσε  την ιστορική  διάλεξη για το ρεμπέτικο  τραγούδι  που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική Ελληνική  κοινωνία. Το ρεμπέτικο τραγούδι  που εξέφραζε τα λαϊκά στρώματα, ήταν  απαγορευμένο και παράνομο και η ενέργειά του αυτή έδωσε  προοπτική στην ελληνική μουσική. Ο Χατζιδάκις με την ποιότητα  που είχε  σαν άνθρωπος  και καλλιτέχνης, έβλεπε το αληθινό και το  γνήσιο λαϊκό  τραγούδι  που δεν ήξεραν τα ωδεία, τα πανεπιστήμια, η αριστοκρατία και η πολιτεία. Είχε δηλώσει επ’ αυτού: “Ήθελα να δείξω στο ελληνικό κοινό μια αστείρευτη δροσερή πηγή”. Συνθέτες όπως οι: Θεοδωράκης,  Ξαρχάκος, Χατζιδάκις κ.α. σε συνεντεύξεις  τους από το 1960 και μετά, υμνολογούσαν  τους ρεμπέτες,  για τον λόγο, ότι  πάνω  στην δίκη  τους μουσική  έγραφαν  τα δικά  τους έργα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε να συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο (Αγία Ιωάννα, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, κ.α.) και το Θέατρο Τέχνης (Ματωμένος Γάμος, Όλα τα παιδιά του Θεού έχουν φτερά κ.α.). Στη συνεχεία, συνεργάζεται  με το Ελληνικό Χορόδραμα  της  Ραλλούς Μάνου όπου ήταν για σειρά  ετών  ένας από τους βασικούς συνεργάτες. Παράλληλα  γραφεί μουσική για πολλές ελληνικές ταινίες όπως «Ο δράκος» που  κατά πολλούς θεωρείται η κορυφαία  ταινία  του ελληνικού κινηματογράφου. Η υπέροχη μουσική επένδυση της ταινίας από τον Χατζιδάκι εναρμονίζεται πλήρως με τον ρεαλισμό των εικόνων με αποκορύφωμα την εκπληκτική σκηνή του ζεϊμπέκικου χορού, που θυμίζει  παράσταση  αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας.

Το 1960 πήρε το Όσκαρ για τη μουσική στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Δεν υπάρχει  τίποτα  χειρότερο, έλεγε ο Χατζιδάκις, να σου έρθει  μια επιτυχία,  από  εκεί που δεν το περιμένεις. Η ταινία ήταν  τουριστική  και σε αυτή την λογική κινήθηκε όταν έγραψε τη μουσική της.  Ήταν ένας προικισμένος συνθέτης  με αστείρευτο ταλέντο, που κατάφερε να ταιριάξει την  μουσική του στην λογική της  ταινίας, με αποτέλεσμα  το μπουζούκι  να γίνει γνωστό  σε όλη  την υφήλιο.  Αμέτρητες ήταν οι διασκευές  του τραγουδιού «Τα παιδιά του Πειραιά», πράγμα  που καταδίκαζε  συνεχώς και αυτό τον οδήγησε στην βιαστική και  εσφαλμένη ενέργεια  να δώσει  τα δικαιώματα του τραγουδιού  στην «United Artists». Ασχολήθηκε πολύ με το να καταδικάζει τις πολλές  διασκευές σπαταλώντας πολλή ενέργεια για το τίποτα.

Στη συνέχεια έγραψε μουσική για τον εμπορικό κινηματογράφο. Κάποτε είχε πει στον Φίνο: Εσύ ξέρεις τι θα πει κακός κινηματογράφος αλλά τι θα πει καλός, δεν θα μάθεις ποτέ… Το 1990 σε μια συνέντευξη είχε δηλώσει: Που να το ξέρω ότι 30 χρόνια μετά, ο κόσμος θα ασχολούταν ακόμα με Μανταλένες και  κουραφέξαλα. Στο θέατρο έγραψε μουσική για το «Παραμύθι δίχως όνομα»,  «Όρνιθες», «Καπετάν Μιχάλης» κ.α. Πολλές από αυτές τις συνθέσεις του έχουν μείνει στην ιστορία και αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό.

Το 1967 θα ταξιδέψει στο Μπρόντγουει της Νέας Υόρκης για το ανέβασμα του μιούζικαλ «Ίλια Ντάρλινγκ». Εκείνη την περίοδο τον βρήκε η δικτατορία και όπως είχε δηλώσει, είχε προβλήματα με την εφορία και δεν ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα. Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για την περίοδο της Αμερικής και όπως ανέφερε ο ίδιος, η διαμονή του εκεί τον σπούδασε. Ένα άγνωστο γεγονός είναι η  εισαγωγή  που  έγραψε στο τραγούδι «Prelude» (Προανάκρουσμα), μαζί με τους «Millenium» που ήταν μια ροκ μουσική ομάδα στην Καλιφόρνια. Σε αυτό το κομμάτι, ο ίδιος ο Χατζιδάκις παίζει τσέμπαλο.

Στην Ελλάδα θα επιστρέψει το 1972, όπου  ηχογραφεί  τον «Μεγάλο  ερωτικό» και ανεβάζει  την παράσταση,  «Ο οδοιπόρος,  το μεθυσμένο  κορίτσι και ο Αλκιβιάδης». Σε συνέντευξή του στο περιοδικό  «Διαβάζω» το 1982, αναφέρει για το έργο: Ο οδοιπόρος  είμαι  εγώ,  ο οποίος  εκείνο  τον καιρό περιφερόμουν ανά τον κόσμο και  μόλις  είχα  έρθει  στην Ελλάδα. Το μεθυσμένο  κορίτσι  ήταν  η Ελένη Μανιάτη που τότε  ήταν  μαζί  μου, ένα κορίτσι  πέρα  από τα καθορισμένα , πέρα από τα όρια  του λογικού.   Ο Αλκιβιάδης  ήταν  ένας  νεαρός  που πουλούσε  τσιγάρα. Λοιπόν,  σκέφτηκα  ότι μια και δεν έχουμε  κοινό  μύθο   ας τον κατασκευάσουμε,  ας ενώσουμε  τον οδοιπόρο  το μεθυσμένο   κορίτσι   και τον Αλκιβιάδη  και φυσικά, αυτό καταλήγει  στον φόβο  που ήταν  το κλίμα   εκείνης   της  εποχής  του 1973,  ιδίως  μετά  την άνοδο  του Ιωαννίδη. Γι  αυτό το έργο  μου τελειώνει  με τον φόβο, χωρίς  να θέλω  να πω ότι  έκανα αντίσταση. Τώρα  το τι περιέχουν οι  στίχοι  είναι ένα είδος  αυτοβιογραφίας. Περιέχονται  πολλά  στοιχεία που ενώνουν αυτά τα τρία  πρόσωπα. Τα τραγούδια του δίσκου, για τον λόγο ότι δεν μπορούν να ακουστούν σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης είναι άγνωστα στο κοινό. Ελπίζω κάποια στιγμή να τα ανακαλύψει στο μέλλον.


Το 1975  ο Χατζιδάκις  θα αναλάβει  αναπληρωτής  γενικός  διευθυντής  στην  «Εθνική Λυρική Σκηνή» και διευθυντής στο «Τρίτο  πρόγραμμα». Ο  Χατζιδάκις είχε ένα όραμα  για την μουσική  ζωή  στην Ελλάδα και έμεινε στο ραδιόφωνο  επτά χρόνια.  Πήγε  σε μια εποχή  που  τα  χνάρια  της  χούντας  ήταν  ακόμη φανερά  στην τότε  ΕΡΤ και κατόρθωσε  με το ύφος και τον λόγο του,  να  τα  αλλάξει   όλα.  Το κρατικό  ραδιόφωνο άρχισε να ανοίγει  τις πόρτες  στους άξιους και αναπτύσσεται μια καινούργια  ραδιοφωνική  έκφραση.  Η ελληνική και παγκόσμια  δημιουργία,  προβάλλεται  με ένα ιδιαίτερο  τρόπο  που κάνει τον ακροατή  να φαντάζεται  και να ονειρεύεται.  Το τρίτο  πρόγραμμα  αν και κρατικό  ήταν  το πρώτο  ελεύθερο  ραδιόφωνο  στην Ελλάδα.  Μια εκπομπή που άφησε εποχή στο ραδιόφωνο και στην κοινωνία  ήταν  η παιδική εκπομπή «Εδώ  λιλιπουπολη».

Το 1978 ο δήμαρχος   των Ανωγείων Γιώργος Κλάδιος  ήρθε στην Αθήνα  με  δική  του πρωτοβουλία και έκανε πρόταση στον Χατζιδάκι να διοργανώσει  τους μουσικούς αγώνες στα ανώγεια. Με την συμπαράσταση των Aνωγειανών,  ο Μάνος Χατζιδάκις κατάφερε  να  καταστήσει  τα   Ανώγεια σ’ ένα ζωντανό μουσικό πολιτιστικό  εργαστήρι.

Το 1980  εγκαινίασε τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο.  Ήταν ένα καλλιτεχνικό Φεστιβάλ , με  κύριο   στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων, τόσο στη  μουσική   όσο και  στο χορό και τον   κινηματογράφο.  Οργάνωσε επίσης τους Αγώνες  ελληνικού τραγουδιού στην Κέρκυρα, το 1981 και 1982. Ήταν  ένας μουσικός διαγωνισμός που είχε σκοπό την   παρουσίαση νέων ελλήνων καλλιτεχνών. Την κριτική  επιτροπή   αποτελούσαν οι:  Δήμαρχος  Κέρκυρας, Ελένη  Βλάχου, Νίκη Γουλανδρή, Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Κουρουπός, Σπύρος Σακκάς κ.α. Στο διαγωνισμό, μεταξύ άλλων συμμετείχαν το 1982 και οι Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας, με το τραγούδι «Μια βραδιά στο λούκι», με το οποίο βραβεύθηκαν και έγιναν γνωστοί.

Το 1985 είναι διευθυντής   στο   περιοδικό «Τέταρτο» το οποίο καταγράφει  τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Το Τέταρτο, ίσως περισσότερο απ’ όλα,  ήταν  ένα   βαθιά   πολιτικό περιοδικό. Η έννοια  της  πολιτικής, ακόμη και το 1985 που κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος, σχετιζόταν με τα μικροπολιτικά σκάνδαλα, με τις επιφανειακές και εν πολλοίς ανούσιες κομματικές  διαφορές  και  με το φανατισμό και  τη στενότητα των ιδεών που διακρίνει τους ψηφοφόρους των κομμάτων. «Το Τέταρτο  υπήρξε κατ’ ουσίαν τότε ένα πολιτικό περιοδικό γιατί εγώ βαθιά μέσα μου είμαι πολιτικοποιημένος» έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις.

Το 1985  ίδρυσε την δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» για  να  φιλοξενεί ποιοτικές προτάσεις της ελληνικής  μουσικής. Το 1987  παρουσιάζει   τέσσερα   προγράμματα  στο «Μουσικό κέντρο Αθηνών» στην πλάκα. Συμμετείχαν οι: Έλλη Πασπαλά, Γιώργος Νταλάρας, Αλίκη Καγιαλόγλου, Νίκος Παπάζογλου. κ.α.

Το 1989 ο Χατζιδάκις ίδρυσε την «Ορχήστρα  των χρωμάτων». Στους τέσσερις  κύκλους συναυλιών που οργανώθηκαν   από τον Νοέμβριο του 1989  έως  τον  Ιούνιο του 1993, ο Μάνος Χατζιδάκις περιέλαβε, εκτός από κλασικά έργα και, πολλά άγνωστα, συνθετών του 20ού αιώνα: Copland, Menotti, Poulenc, Milhaud, Ohana, Hindemith, Nielsen, Ives, Britten, Thomson, Szymanowski, Kurt Weill, Piazzolla, Rota, κ.ά. Έντονη παρουσία είχε και η ελληνική μουσική (Πετρίδης, Βάρβογλης, Παλλάντιος, Ξενάκης, Σισιλιάνος, Μαμαγκάκης, Αντωνίου, Κουρουπός), χωρίς να λείψουν και οι νεώτεροι δημιουργοί (Ανισέγκος, Κριτσωτάκης). Ειδικά αφιερώματα έγιναν στον Μανώλη Καλομοίρη, τον Νίκο Σκαλκώτα, τον Γιάννη Χρήστου και τον Μίκη Θεοδωράκη. Το 1993 ο Χατζιδάκις, στην ερώτηση δημοσιογράφου  στην κρατική τηλεόραση, για το αν  θα ηχογραφήσει  κάποιο νέο του έργο απάντησε: Να ξέρει ο κόσμος πως αν υπάρξει  κάποια  αξιόλογη  δουλειά  θα την κυκλοφορήσω. Αυτή η δήλωση του Χατζιδάκι ήταν βέβαια μια υπεκφυγή στην ερώτηση του δημοσιογράφου, αφού ο ίδιος απέφευγε την δισκογράφηση μεγάλου μέρους του έργου του. Ελάχιστα έργα του από το θέατρο, κινηματογράφο, μπαλέτο, κ.α. έχουν δισκογραφηθεί, ενώ πολλά έχουν μείνει στο αρχείο του και περιμένουν την έκδοσή τους.

Η άγνωστη ιστορία δύο τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι

Ο Μάνος Χατζιδάκις. υπήρξε για μια οκταετία ο πιο στενός συνεργάτης του Αλέκου Σακελλάριου στον κινηματογράφο. Στη βιογραφία του, ο Αλέκος Σακελλάριος τον έχει χαρακτηρίσει απέραντα συναισθηματικό και πρωτοπόρο για την εποχή του. Μαζί έγραψαν πάρα πολλά τραγούδια. «Αισθάνομαι ότι αυτός ο άνθρωπος είχε γεννηθεί για να μαγεύει και να ταξιδεύει τους άλλους με τη μουσική του. Και το κατάφερε», έλεγε ο Σακελλάριος. Γύρω στο 1955, όταν γύριζε την ταινία «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο», είχε γράψει τους στίχους για το τραγούδι «Γαρύφαλλο στ’ αυτί», ενώ ο Χατζιδάκις ανέλαβε τη μελοποίηση. Αρχικά, αν και είχε παραλάβει τους στίχους πολλές μέρες πριν, δεν είχε ασχοληθεί ούτε ένα λεπτό. Τότε έγραφε συγχρόνως και τη μουσική για το έργο «Μήδεια» και δεν του περίσσευε χρόνος για τη μουσική της ταινίας.


Όμως ο Φίνος πίεζε τον συνθέτη. – Μάνο, τελειώνουμε την ταινία και τραγούδι δεν έχουμε. -Εντάξει Φιλοποίμην, του απάντησε, παίρνω ταξί και στο φέρνω. Το ‘χω έτοιμο! Έτσι και έγινε. Ο Μάνος, πήρε ταξί, αλλά τραγούδι δεν υπήρχε. Το συνέθεσε μέσα στο ταξί, την ώρα που πήγαινε στους Αγίους Αναργύρους, στο στούντιο του Φίνου. Δεν ήταν η μοναδική φορά που έκανε κάτι παρόμοιο. Περίπου την τελευταία στιγμή και εντελώς πρόχειρα έγραψε και το οσκαρικό, «Τα παιδιά του Πειραιά». Πάντως έτσι προέκυψε το «Γαρύφαλλο στ΄αυτί», που έκανε τεράστια επιτυχία όχι μόνο στην ταινία, αλλά και στη δισκογραφία.

Αυτό το τραγούδι ήταν το πρώτο που ηχογράφησε ο Χατζιδάκις σε δίσκο. Λίγο καιρό πριν κερδίσει το Όσκαρ για «Τα παιδιά του Πειραιά», ο Χατζιδάκις κέρδισε τον πρώτο του χρυσό δίσκο με το «Γκρίζο γατί». Ένα τραγούδι που γράφτηκε ουσιαστικά για να εξυπηρετήσει κάποια σκηνή από την ταινία «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο», με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Κάποιοι τότε θέλησαν να ταυτίσουν το δίδυμο «Σακελλάριου-Χατζιδάκι» με το πιο ελαφρύ ύφος της Αλίκης, αλλά η ιστορία τους διέψευσε. Ο Αλέκος Σακελλάριος θυμάται και την ιστορία πίσω από το «Βαλς των χαμένων ονείρων»: «Στην πρώτη ιδιωτική προβολή που κάναμε για την ταινία «Χαμένα Όνειρα», για να δει ο Μάνος την ταινία και να εμπνευστεί τη μουσική, στα πρώτα πέντε λεπτά κοιμήθηκε και ξύπνησε λίγο πριν τελειώσει η ταινία. -Μάνο μου, μήπως πρέπει να την ξαναδείς; του λέω -Δεν χρειάζεται, σε λίγες μέρες θα έχεις τη μουσική, μου απάντησε». Πράγματι, η μουσική ήταν καταπληκτική. Ο Μάνος έγραψε το «Βαλς των χαμένων ονείρων», που θεωρείται η καλύτερη μελωδία του στον κινηματογράφο.


«Η ιστορία του Κεμάλ»

Αφήγηση Μάνος Χαζτηδάκις

«Στη Νέα Υόρκη το χειμώνα του ΄68, συνάντησα ένα νέο παιδί είκοσι χρονών που το λέγανε Κεμάλ. Μου τον γνωρίσανε. Τί μεγάλο και φορτισμένο από μνήμες όνομα για ένα τόσο όμορφο και νεαρό αγόρι, σκέφθηκα. Είχε φύγει απ΄ τον τόπο του με πρόσχημα κάποιες πολιτικές του αντιθέσεις. Στην πραγματικότητα, φαντάζομαι, ήθελε να χαθεί μέσ΄ στην Αμερική. Του το είπα. Χαμογέλασε. -Δέχεστε να σας ξεναγήσω; Αρνήθηκε ευγενικά. Προτιμούσε μόνος. Κι έτσι σαν γύρισα στο σπίτι μου τον έκανα τραγούδι, μουσική. Ο Γκάτσος εκ των υστέρων, γράφοντας τους στίχους στα ελληνικά, τον έκανε άραβα πρίγκιπα να προστατεύει τους αδυνάτους. Κάτι σαν μια ταινία του ΄Ερολ Φλυν του ΄35. Η Πελοπόννησος (καταγωγή του Γκάτσου), από τη φύση της αδυνατεί να κατανοήσει την αμαρτωλή ιδιότητα των μουσουλμάνων Τούρκων, που μοιάζουν σαν ηλεκτρισμένα σύννεφα πάνω απ΄ τον Έβρο, ή σαν χαμένα και περήφανα σκυλιά. Το μόνο που αφήσαμε ανέπαφο στα ελληνικά είναι εκείνο το «Καληνύχτα Κεμάλ». Είτε πρίγκιπας άραψ είτε μωαμεθανός νεαρός της Νέας Υόρκης, του οφείλουμε μια «καληνύχτα» τέλος πάντων, για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε ήσυχα τη νύχτα. Χωρίς τύψεις, χωρίς άχρηστους πόθους κι επιθυμίες. Κατά πως πρέπει σ΄ Έλληνες, απέναντι σ΄ ένα νεαρό μωαμεθανό- όπως θα έλεγεν κι ο φίλος μας ο ποιητής ο Καβάφης.»

Σύμφωνα με το «activeradio», επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Μάνος Χατζιδάκις αποφάσισε το 1993 να εκδώσει τον δίσκο στα ελληνικά με τον Νίκο Γκάτσο στη συγγραφή των στίχων. Το τραγούδι ερμηνεύει η Αλίκη Καγιαλόγλου ενώ ο ίδιος ο Χατζιδάκις κάνει την αφήγηση στην αρχή του τραγουδιού.

Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού σε αγγλικό στίχο περιλαμβάνεται στον δίσκο «Reflections», έπειτα από τη συνεργασία του συνθέτη με το συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble.


«Τα Σχόλια του Τρίτου»

«Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά. (…). Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά (…). Το ερώτημα περνάει απ’ τις ηλεκτρικές εφημερίδες της κεντρικής πλατείας. Πώς θ’ αντιδράσουμε και πώς δεν θα συμβιβαστούμε με το τέρας; (…)»

O Μάνος Χατζιδάκις, ήταν κορυφαίος αναμορφωτής του ελληνικού τραγουδιού, ο οποίος μας γνώρισε νέους μουσικούς ορίζοντες. Πρωτοπόρος στην τέχνη και ταυτόχρονα ασυμβίβαστος στη ζωή του. Στις 15 Ιουνίου του 1994 «ταξίδεψε» στην δική του οδό ονείρων. Στις 15 Ιουνίου το 1994, έφυγε εκείνος ο άνθρωπος που μεταξύ άλλων σημείωνε: Όταν οι λέξεις έρχονται σ’ επαφή μ’ αυτό που λέμε μουσική, πριν απ’ όλα λιποθυμούν, ξαπλώνουν, παραδίδονται και χάνουν κάθε από φυσικού τους ενέργεια, κίνηση, ζωή. Κι ύστερα αρχίζει η περιπέτεια της μελωδίας...







Πηγές











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου