Σάββατο 8 Μαΐου 2021

Μέρα μαγιού μου μίσεψες, μέρα μαγιού σε χάνω!

Θεσσαλονίκη 1936. Οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, της Ξάνθης, της Δράμας και της Καβάλας κατεβαίνουν σε απεργία ζητώντας την εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης. Στην απεργία πήραν μέρος 40.000 καπνεργάτες. Ήταν ένα από τα πιο μαχητικά και οργανωμένα συνδικάτα στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με άλλους κλάδους, οι διεκδικήσεις τους δεν αφορούσαν μόνο το οκτάωρο και τις καλύτερες συνθήκες εργασίας, αλλά και διαδικασίες που καθόριζαν οι εργοδότες, όπως το ποιος θα εργάζεται πού και πώς θα γίνεται η διαδικασία παραγωγής....

Στις 29 Απριλίου 1936, 12 χιλιάδες καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, εκ των οποίων περίπου το 70% γυναίκες, κατέβηκαν σε απεργία. Η αστυνομία και ο στρατός βρίσκονται σε επιφυλακή και ετοιμότητα. Η απεργία των καπνεργατών σύντομα γενικεύτηκε με τη συμμετοχή σιδηροδρομικών και τροχιοδρομικών. Ο Μεταξάς που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και γέμισε τους εργάτες με υποσχέσεις δεν κατάφερε να τους πείσει. Τα επεισόδια δεν αποφεύχθηκαν…

 

Στις 9 Μαΐου του 1936 πραγματοποιούνται σοβαρά επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και τοπικών αρχών. Οι χωροφύλακες αρχίζουν επιθέσεις στις συγκεντρώσεις των απεργών. Οι αυτοκινητιστές είχαν κατέβει σε απεργία αλληλεγγύης στην Εγνατία. Για να αμυνθούν στήνουν οδοφράγματα. Οι χωροφύλακες χτυπάνε «στο ψαχνό». Πρώτος νεκρός ο Τάσος Τούσης. Ο Τάσος βρίσκεται στη γωνία των οδών Συγγρού́ και Πτολεμαίων, μπροστά́ από́ το ξενοδοχείο «Μητρόπολις». Κοιτάζει δεξιά́ και αριστερά́ αναζητώντας καταφύγιο. Δεν θα προλάβει. Μια σφαίρα διαπερνά́ το κρανίο του, από́ το ένα αυτί́ στο άλλο. Όλα σκοτεινιάζουν μεμιάς γύρω του. Σωριάζεται. Δεν σαλεύει. Ακολουθούν άλλοι τέσσερις. Αντί για σημαίες υψώνονται μαντίλια βουτηγμένα στο αίμα. Οι διαδηλωτές φωνάζουν: «Κάτω οι δολοφόνοι, να φύγει η κυβέρνηση Μεταξά». Λίγο πιο πέρα οι χωροφύλακες πυροβολούν άοπλο πλήθος. «Απολογισμός»: 20 νεκροί, 300 τραυματίες. Το απόγευμα γίνεται νέα διαδήλωση, τη νύχτα η κυβέρνηση Μεταξά στέλνει στρατιωτικές δυνάμεις από τη Λάρισα και τέσσερα αντιτορπιλικά.

 Η μάνα του Τάσου Τούση πάνω από το άψυχο κορμί του γιού της

 

Ο λαός της Θεσσαλονίκης είχε ήδη ξεσηκωθεί …Την επόμενη μέρα η κηδεία των θυμάτων είναι πραγματικός παλλαϊκός ξεσηκωμός. Στο νεκροταφείο συγκεντρώνονται 150.000 άνθρωποι. Στις 11 του Μάη κηρύσσονται απεργίες διαμαρτυρίας σε πολλές πόλεις της χώρας και στις 13 του Μάη πανελλαδική απεργία. Οι καπνέμποροι υποχωρούν στις περισσότερες οικονομικές διεκδικήσεις. Η κυβέρνηση Μεταξά αρνείται να ικανοποιήσει τα πολιτικά αιτήματα.

Ο Επιτάφιος του Ρίτσου

Το πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» 10 Μάη 1936

Την επομένη μέρα της δολοφονίας, Κυριακή́ 10 Μάϊου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» η φωτογραφία της μάνας που «σπαράζει» πάνω από τον νεκρό της γιο, Τάσο Τούση και τον μοιρολογεί. Ο Γιάννης Ρίτσος στιγματίζεται και εμπνέεται ξεκινώντας να γράφει τους πρώτους στίχους από τον «Επιτάφιο». Σε συνέντευξη του σε ξένο τηλεοπτικό κανάλι το 1983 είχε αναφέρει χαρακτηριστικά «…Είδα μια φωτογραφία. Είχε δημοσιευθεί στον «Ριζοσπάστη» στις 10 Μάη του 1936. Διάβασα τις περιγραφές, διάβασα για την πρώτη μεγάλη οργανωμένη εξέγερση την εργατική, που από καπνεργατική απεργία έγινε πανεργατική απεργία. Και με συνεπήρε τόσο πολύ που την ίδια ημέρα άρχισα να γράφω τον «Επιτάφιο». Με όλο τον προηγούμενο εξοπλισμό, ήμουν προετοιμασμένος από τα παιδικά μου χρόνια, έτοιμος ο δεκαπεντασύλλαβος, το κρητικό θέατρο, η Ερωφίλη, ο Ερωτόκριτος, ο Σολωμός, οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» πάλι σε δεκαπεντασύλλαβο. Όλα αυτά τα πράγματα είχαν προετοιμαστεί, ήταν έτοιμα και δεν κατάλαβα πως βγήκαν. Μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα, σχεδόν χωρίς να φάω και να κοιμηθώ, και πολλές φορές κλαίγοντας σαν μοιρολογίστρα Μανιάτισσα έγραψα τον «Επιτάφιο», τα πρώτα 14 ποιήματα».

Χειρόγραφα του «Επιταφίου»

Σε 3 μέρες γράφει 14 από τα 20 συνολικά ποιήματα και δημοσιεύει 3 από αυτά στο φύλλο της εφημερίδας του Ριζοσπάστη στις 12 Μαΐου: Τι έκανες, γιε μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους την πλερωμή σου ζήτησες απ΄ άδικους ανθρώπους. Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σούδωκαν μαχαίρι, τον ίδρωτά σου ζήτησες και σούκοψαν το χέρι. Δεν ήσουν ζήτουλας εσύ να πας παρακαλιόντας, με τη γερή σου την καρδιά πήγες ορθοπατώντας. Και χύμηξαν απάνου σου τα σμουλωχτά κοράκια και σούπιαν το αίμα, γιόκα μου, σου κλείσαν τα χειλάκια. Τώρα οι παλάμες σου οι αχνές, μονάκριβέ μου κρίνε, σα δυο πουλάκια ανήμπορα και πληγωμένα μου είνε. Που τα φτερά τους δίπλωσαν και πια δε φτερουγούνε και τα κρατώ στα χέρια μου και δε μου κελαϊδούνε. Ω, γιε μου, αυτοί που σ΄ έσφαξαν σφαγμένα να τα βρούνε τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε. Και στο αίμα τους τη φούστα μου κόκκινη να τη βάψω και να χορέψω. Αχ, γιόκα μου, δεν πάει μου να σε κλάψω.

Εν το μεταξύ ο αγώνας των εργαζομένων δικαιώνεται με την αποδοχή των αιτημάτων τους, την ίδια ώρα που το έργο του Ρίτσου λογοκρίνεται έντονα από τοπικές αρχές και πολιτικούς. Στις 8/6/1936 ο «Επιτάφιος» κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα, ενώ το εξώφυλλο του βιβλίου (ξυλογραφία) επιμελείται ο χαράκτης Λυδάκης. Η έκδοση προκαλεί έντονες αντιδράσεις από τη δικτατορία Μεταξά οι οποίες και οδηγούν στην πυρά πληθώρα αντιγράφων.

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Επιταφίου, στις 8 Ιουνίου 1936, σε εικονογράφηση Γιώργου Λυδάκη


Ο Γιάννης Ρίτσος με την επιστροφή του από την εξορία αναδημοσιεύει τα έργα του και στέλνει τον «Επιτάφιο» στον Μίκη Θεοδωράκη.

Χαρακτηριστικά ο μουσικοσυνθέτης στις σημειώσεις του για τον «Επιτάφιο» μεταξύ άλλων αναφέρει: (…) Εκείνες ακριβώς τις μέρες λαβαίνω από τον Γιάννη Ρίτσο το ένα μετά το άλλο βιβλία που άρχισε να επανεκδίδει μετά την επιστροφή του από τις εξορίες. Θυμάμαι την αφιέρωση του στον «Επιτάφιο»: «Tο βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά  στα 1938 κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός». Το βράδυ περιμέναμε τους φίλους μας για βεγγέρα και έτσι βγήκαμε με τη Μυρτώ για ψώνια. Πριν ένα χρόνο, με το πρώτο φιλμ που έκανα στο Λονδίνο, την απαγωγή του στρατηγού Κραϊπε, είχαμε αγοράσει ένα πράσινο opel, μοντέλο του  1953. Μπήκαμε μέσα και πήγαμε στο ελληνικό μπακάλικο για τα σχετικά. Έξω έβρεχε κι εγώ έμεινα μέσα στο αυτοκίνητο. Είχα πάρει συμπωματικά μαζί μου τον «Επιτάφιο» και ξεφυλλίζοντας το βιβλίο με έπιασε ξαφνικά  βαθιά επιθυμία για μελοποίηση. Ούτε κι εγώ θυμάμαι πια πότε και πως και πόσα τραγούδια έγραψα από τα είκοσι μέρη του ποιήματος. Ίσως και τα είκοσι(…)

(…) Γυρίζοντας σπίτι αντέγραψα μερικά από τα τραγούδια και τα πρόβαρα στο πιάνο. Ήθελα να τα τραγουδήσω το βράδυ στη συντροφιά, για να δω κυρίως τις αντιδράσεις τους. Έτσι και έγινε…Την άλλη μέρα τα καθαρόγραψα σε διαφανές χαρτί με σινική μελάνη προσπαθώντας να γεμίσω τέσσερίς σελίδες. Τα αφιέρωσα στον Βύρωνα Σάμιο, που ήταν ο μόνος εκείνη την εποχή που νοιαζότανε για την παρουσία του έργου μου στην Αθήνα και με τον οποίο πέρα από τη φιλία μας μας συνέδεαν πολλά γεγονότα με κορυφώσεις τα Δεκεμβριανά και το Μακρονήσι…

(…) Ο «Επιτάφιος» κυκλοφόρησε σε τρεις φωτογραφικές εκδόσεις. Η πρώτη με Μούσχουρη-Χατζιδάκι- Μόραλη(εξώφυλλο), η δεύτερη με Μπιθικώτση- Χιώτη -Θεοδωράκη-Μποστ(εξώφυλλο), η τρίτη με Μαίρη Λίντα-Χιώτη-ορχήστρα εγχόρδων- Θεοδωράκη-Μποστ(εξώφυλλο). Η πρώτη βγήκε από την εταιρεία Fidelity οι άλλες δύο από την εταιρεία Columbia

 


 Ξυλογραφία του Α. Τάσσου

H πρώτη λυρική έκδοση με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη, δεν ικανοποιεί το Γιάννη Ρίτσο αλλά και τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη που βρίσκει τελικά στο πρόσωπο του Γρηγόρη Μπιθικώτση τον τέλειο εκφραστή. Ο λαϊκός και αγωνιστικός χαρακτήρας του έργου κάνουν διστακτικό ακόμα και τον ποιητή. Οι αντιδράσεις κυρίως για την επιλογή του ερμηνευτή ήταν έντονες από διανοούμενους και πολιτικούς της εποχής, γιατί μέχρι τότε ο Μπιθικώτσης τραγουδούσε μόνο ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια.

 

 Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Μανώλη Χιώτη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση ηχογράφησαν την εκδοχή του συνθέτη για τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου.

Το έργο εκδίδεται τελικά το 1961, για πρώτη φορά σε δίσκο 33 στροφών, με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Το εκπληκτικό αποτέλεσμα και η απολαβή του κόσμου κάνουν τον Γιάννη Ρίτσο να δηλώσει: «Ήμουν λάθος! Ακριβώς εκεί ο Επιτάφιος συνάντησε τους απλούς ανθρώπους. Κι εκείνοι του δόθηκαν με τη σειρά τους. Κατάλαβαν το ποίημα. Το έκαναν δικό τους!».

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,

άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις

άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τα δειχνες ένα-ένα

τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μού δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,

και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,

κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μου δειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,

τά βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια

τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια

Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,

και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.



Το 1975 η Μαρίκα Μπόχαλη-Τούση, αδελφή του δολοφονημένου Τάσου, αν και αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα όρασης, καταφέρνει να μάθει να γράφει. Το πρώτο της γράμμα ήταν μια ευχαριστήρια επιστολή́ προς τον Γιάννη Ρίτσο. Ο ποιητής θα της απαντήσει: «Με εξαιρετική́ συγκίνηση διάβασα το απρόσμενο γράμμα σας. Επιτρέψτε μου λοιπόν να σας θεωρώ́ αδελφή μου, όπως σαν αδελφό́ μου ένιωσα και τραγούδησα τον ηρώα και μαρτυρά αδελφό́ σας».


Ο Γιάννης Ρίτσος δηλώνει στον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη:

«Ήταν τα πρώτα ποιήματα μου που είχαν μελοποιηθεί. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική. Μέχρι τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά την Ρωμιοσύνη που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσο της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ».

Ο Επιτάφιος αποτελεί έργο ξεχωριστό που συνδυάζει μοναδικά  το λαϊκό στοιχείο, την έντεχνη μουσική και την ποίηση. Ήταν η αρχή, το πρώτο βήμα ώστε να έρθει ο Έλληνας κοντά στην ποίηση. Αναμφίβολα αν δεν είχε μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη θα τον γνώριζαν λιγότεροι.

Όσο για κείνη τη φωτογραφία με την Κατίνα Τούση πάνω στο νεκρό παιδί της θα μπορούσε να πει κανείς ότι μέσα της συμπυκνώνεται η στιγμή του πόνου, του θανάτου, η αιώνια και παντοτινή αγάπη της μάνας προς το παιδί της, η μάνα που αντέχει, η μάνα που σπαράζει… Συμπυκνώνεται όλο το έργο του «Επιταφίου» και ιδιαίτερα αυτοί εδώ οι στίχοι «…Γλυκέ μου, εσύ δεν χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι. Γιέ μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε. Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι, όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κ’ εσένα ωραίοι. Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο, το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο. Και γώ η φτωχή και γώ η λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ όλους, με τα μεγάλα νύχια μου κόβω τη γη σε σβώλους. Και τους πετάω κατάμουτρα στους λύκους και στ’ αγρίμια που μούκαναν της όψης σου το κρούσταλλο συντρίμμια. Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας...».

Μνημείο Τάσου Τούση. Το γλυπτό έχει κατασκευαστεί από μπρούντζο και χαλκό και είναι τοποθετημένο πάνω σε μάρμαρο.  Στην πρόσοψή του αναγράφεται: Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες μέσα στις φλέβες μου είσαι γιε μου στις φλέβες ολουνών έμπα βαθιά και ζήσε. (Επιτάφιος, Γ. Ρίτσος). Στις 19 Ιουνίου 1988 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του Τάσου Τούση, παρουσία της αδελφής του θύματος, Μαρίκας Τούση Μπόχαλη.


 

Πηγές

Μελοποιημένη ποίηση(Πρώτος τόμος) Τραγούδια. Εκδόσεις Ύψιλον. Νοέμβρης 2003. Αθήνα. Επιμέλεια: Ζηλφίδου Δέσποινα.

www.ethnos.gr

https://tvxs.gr

https://www.mixanitouxronou.gr

https://www.news247.gr

https://www.rizospastis.gr

https://www.alfavita.gr

https://www.imerodromos.gr/

 

 


 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου