Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

Μίκης Θεοδωράκης: O Μίκης μέσα από τον Μίκη (Μέρος 3ο)

Canto General

Στην εφημερίδα «Τα Νέα», το 2012, ο Μίκης Θεοδωράκης είχε χαρακτηριστικά αναφέρει: «Mια μέρα (το 1972) βρέθηκα στο Βαλπαραΐσο, όπου ταξίδεψα για ν’ ακούσω τη σύνθεση δύο Χιλιανών συνθετών, βασισμένη στο «Canto General». Στα παρασκήνια, όπου πήγα για να συγχαρώ τους συντελεστές της συναυλίας, δεν ξέρω πώς μου ήρθε να πω ’θα γράψω κι εγώ μουσική πάνω σ’ αυτό το ποίημα και θα ’ρθω να το διευθύνω εδώ». 

Και αυτό ήταν το αρχικό του σχέδιο αν και η υλοποίησή του άργησε λίγο. Οι πρόβες για το έργο γίνονται στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1972 με την παρουσία της Μαρία Φαραντούρη και του Πέτρου Πανδή ενώ σε κάποιες από αυτές είναι παρών και ο Πάμπλο Νερούδα. Ο νομπελίστας ποιητής ήταν πρέσβης της ον Σεπτέμβρη του 1973, στο πλαίσιο της μεγάλης περιοδείας του στη Λατινική Αμερική, ο Μίκης Θεοδωράκης επρόκειτο να παρουσιάσει το έργο στο στάδιο του Santiago παρουσία του Αλιέντε και του Νερούδα.

Τα σχέδια του ανατράπηκαν όμως στις 11 του Σεπτέμβρη, όταν ευρισκόμενος στη Βενεζουέλα, πληροφορήθηκε για το στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσέτ, που ανέτρεψε την εκλεγμένη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Αλιέντε, ο οποίος αυτοκτονεί μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο. Λίγες μέρες μετά, στις 23 Σεπτεμβρίου, έφυγε από τη ζωή και ο Νερούδα. Ο νομπελίστας ποιητής ήταν πρέσβης της Χιλής στο Παρίσι και παρακολουθούσε ενθουσιασμένος τη δημιουργία του έργου. Τον Σεπτέμβρη του 1974 πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι η ηχογράφηση μιας πρώτης μορφής με τέσσερα κομμάτια του «Canto General», με την Μαρία Φαραντούρη, τον Πέτρο Πανδή, τα περίφημα Κρουστά του Στρασβούργου και την Εθνική χορωδία της Γαλλίας. Από την ηχογράφηση αυτή προέκυψε ένας μονός δίσκος που κυκλοφόρησε από την ΕΜΙ αρχικά στην Γαλλία και στη συνέχεια και στην Ελλάδα. 

Οκτώ κομμάτια του έργου παρουσιάστηκαν σε τέσσερις μεγάλες συναυλίες στο Στάδιο Καραϊσκάκη από τις 13 έως τις 16 Αυγούστου 1975, με σολίστ την Μαρία Φαραντούρη και τον Πέτρο Πανδή, απαγγελία από τον Μάνο Κατράκη και τη συμμετοχή της Εθνικής χορωδίας της Γαλλίας και των Κρουστών του Στρασβούργου. Από τις συναυλίες αυτές προέρχεται και ο διπλός δίσκος που κυκλοφόρησε από την Μinos. Στα κατοπινά χρόνια ακολούθησαν κι άλλες δισκογραφικές εκδόσεις, με το έργο ολοκληρωμένο πια από το συνθέτη του.


Στην Κούβα παρουσία του Φιντέλ Κάστρο


Ο Μίκης Θεοδωράκης διατηρούσε για πολλά χρόνια φιλία με τον ηγέτη της Κούβας Φιντέλ Κάστρο. «Αγαπημένε Φιντέλ, μας άφησες και είναι η πρώτη φορά που διαφωνώ μαζί σου». Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε ο Μίκης Θεοδωράκης τον φίλο του Φιντέλ Κάστρο όταν πέθανε το 2016. Η πρώτη παρουσίαση του Canto General στην Κούβα έγινε το 1981 όταν ο Μίκης Θεοδωράκης έδωσε μια ιστορική συναυλία μπροστά στον καθεδρικό ναό της Αβάνας. 


Ο Φιντέλ Κάστρο εμφανίστηκε απρογραμμάτιστα στην τελευταία συναυλία, όπου συνεχάρη και ασπάστηκε τον Μίκη Θεοδωράκη. «Πιστεύω ότι η μουσική είναι ακόμα πιο δύσκολη από την πολιτική. Η απόδειξη είναι ότι υπάρχουν περισσότεροι πολιτικοί στον κόσμο και λιγότεροι μουσικοί. Υπάρχουν, όμως, ακόμα λιγότεροι. Επαναστάτες καλλιτέχνες, αν και οι καλλιτέχνες γενικά εύχονται την επανάσταση. Υπάρχουν πολλοί πολιτικοί που δεν είναι επαναστάτες. Έτσι, το ποσοστό των επαναστατών καλλιτεχνών είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό των πολιτικών», είχε δηλώσει μπροστά στις κάμερες ο ηγέτης της Κουβανικής επανάστασης.

Ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου



Θεσσαλονίκη 1936. Οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, της Ξάνθης, της Δράμας και της Καβάλας κατεβαίνουν σε απεργία ζητώντας την εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης. Στην απεργία πήραν μέρος 40.000 καπνεργάτες. Τις επόμενες μέρες ακολουθούν συγκρούσεις. Στις 9 του Μάη οι χωροφύλακες αρχίζουν επιθέσεις στις συγκεντρώσεις των απεργών. Οι αυτοκινητιστές είχαν κατέβει σε απεργία αλληλεγγύης στην Εγνατία. Για να αμυνθούν στήνουν οδοφράγματα. Οι χωροφύλακες χτυπάνε «στο ψαχνό». Πρώτος νεκρός ο Τάσος Τούσης. Ακολουθούν άλλοι τέσσερις. Αντί για σημαίες υψώνονται μαντίλια βουτηγμένα στο αίμα. Οι διαδηλωτές φωνάζουν: «Κάτω οι δολοφόνοι, να φύγει η κυβέρνηση Μεταξά». Στις 10 του Μάη ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει τη συγκλονιστική φωτογραφία, όπου απεικονίζεται μια μάνα να θρηνεί καταμεσής του δρόμου το νεκρό παιδί της. Ο νεκρός είναι ο Τάσος Τούσης. Ο Γιάννης Ρίτσος, συγκλονισμένος απ’ τα γεγονότα, γράφει τον «Επιτάφιο». 

Στις 11 Μαΐου 1936, ο Ρίτσος παραδίδει τρία άσματα από το ποίημα που θα ονομαστεί «Επιτάφιος». Τα δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» της 12ης Μαΐου με τον τίτλο «Μοιρολόϊ». Ο Ρίτσος παράλληλα συμπληρώνει τον «Επιτάφιο» με άλλα 11 άσματα. Το βιβλίο τυπώθηκε και διαδόθηκε με φοβερή ταχύτητα. Πουλήθηκαν 10.000 αντίτυπα, αριθμός ρεκόρ για την εποχή. Όταν έγινε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου είχαν απομείνει μόνο 250 αντίτυπα. Κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.

Ο «Επιτάφιος» αποτελεί ποίημα-σταθμό τόσο για την ποίηση στην Ελλάδα, και βέβαια για το ίδιο το έργο του ποιητή. Αξιοποιώντας μέσα στο αισθητικό και θεματικό κλίμα του Μοντερνισμού, το δημοτικό τραγούδι και το λαϊκό μοιρολόϊ, όχι ως νοσταλγός μιας παράδοσης που σβήνει, αλλά ως πρωτοπόρος που χρησιμοποιεί ποιητικούς τρόπους με πολύ βαθιές ρίζες στην συνείδηση του λαού, ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε ένα ποίημα-σταθμό που έρχεται από πολύ μακριά και πάει πολύ μακριά...

Ο «Επιτάφιος» είναι ένα ποίημα που περιέχει καταρχήν το απόσταγμα βαθιών αισθημάτων έτσι όπως εκφράστηκαν στην γλώσσα μας. Ο θρήνος της μάνας του δολοφονημένου εργάτη είναι ο θρήνος της Χ Ραψωδίας της Ιλιάδας του Ομήρου, όταν ο Πρίαμος, η Εκάβη και η Ανδρομάχη θρηνούν τον νεκρό Έκτορα. Είναι ο θρήνος της Εκάβης στις «Τρωάδες», στην «Εκάβη» και στην «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη. Είναι ο θρήνος της μάνας που χάνει το παιδί της. Μέσα στο θρήνο της μάνας, ο τυφλός ραψωδός και ο μέγας τραγωδός, θα μιλήσουν για τα δεινά του πολέμου, θα μιλήσουν για τις ευτυχισμένες μέρες που πέρασαν, θα μιλήσουν για τον νεκρό νεαρό άντρα σαν να είναι ζωντανός, μέσα στο θρήνο της μάνας ο τυφλός ραψωδός και ο μέγας τραγωδός, θα περιφρονήσουν τον θάνατο που ταπεινώνει. Ο «Επιτάφιος» είναι οι παιδικές μνήμες του ποιητή, όταν οι ύμνοι του Επιταφίου θρήνου, αυτά τα γλωσσικά αριστουργήματα έσμιγαν με το ανοιξιάτικο αεράκι, αλλά και όταν μικρό παιδί, άκουγε το μανιάτικο μοιρολόϊ.

Σε συνέντευξη του, σε ξένο τηλεοπτικό κανάλι το 1983 είχε δηλώσει: «…Είδα μια φωτογραφία. Είχε δημοσιευθεί στον «Ριζοσπάστη» στις 10 Μάη του 1936. Διάβασα τις περιγραφές, διάβασα για την πρώτη μεγάλη οργανωμένη εξέγερση την εργατική, που από καπνεργατική απεργία έγινε πανεργατική απεργία. Και με συνεπήρε τόσο πολύ που την ίδια ημέρα άρχισα να γράφω τον «Επιτάφιο». Με όλο τον προηγούμενο εξοπλισμό, ήμουν προετοιμασμένος από τα παιδικά μου χρόνια, έτοιμος ο δεκαπεντασύλλαβος, το κρητικό θέατρο, η Ερωφίλη, ο Ερωτόκριτος, ο Σολωμός, οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» πάλι σε δεκαπεντασύλλαβο. Όλα αυτά τα πράγματα είχαν προετοιμαστεί, ήταν έτοιμα και δεν κατάλαβα πως βγήκαν. Μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα, σχεδόν χωρίς να φάω και να κοιμηθώ, και πολλές φορές κλαίγοντας σαν μοιρολογίστρα Μανιάτισσα έγραψα τον «Επιτάφιο», τα πρώτα 14 ποιήματα».


Το 1956 ο «Επιτάφιος» πραγματοποίησε την δεύτερη έκδοσή του, ολοκληρωμένη με τα είκοσι ποιήματα. Επί 20 χρόνια ήταν συνεχώς στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων. Θα απαγορευθεί και πάλι στη διάρκεια της χούντας. Τότε, ο Γιάννης Ρίτσος, έστειλε το ποίημα στο Παρίσι που βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος μελοποίησε 8 ποιήματα, 7 στο Παρίσι και ένα στην Αθήνα. Ο Μίκης Θεοδωράκης έστειλε τις μελωδίες στον Μάνο Χατζιδάκι και στον Γιάννη Ρίτσο. Ο Χατζιδάκις χρησιμοποίησε ως ερμηνεύτρια την Νανά Μούσχουρη. Παράλληλα με αυτήν την εκτέλεση και την ενορχήστρωση, ο Μίκης Θεοδωράκης κυκλοφόρησε μια δεύτερη εκτέλεση του έργου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Καίτη Θύμη, εκτέλεση στην οποία παίζει εκπληκτικό μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης.


Τον Σεπτέμβριο του 1960 ο Σύλλογος Κρητών Σπουδαστών παρουσίασε τα τραγούδια του «Επιταφίου» σε δημόσια εκδήλωση στην οποία εκτός από τον Μίκη Θεοδωράκη, μίλησαν και οι Μάνος Χατζιδάκις και Φοίβος Ανωγειανάκης. Στην ομιλία του ο Μίκης θα χαρακτηρίσει την εκτέλεση του «Επιταφίου» με την Μούσχουρη ως έναν «Επιτάφιο» λυρικό, επιτάφιο αδελφής σε αδελφό και αγαπημένης σε αγαπημένο πιότερο, παρά μάνας σε γιό.

Και θα προσθέσει: « Για μένα η φωνή του Μπιθικώτση έχει μια άλλη ομορφιά. Γιατί είναι ο καθένας μας που τραγουδάει με τη φωνή του. Είναι ο βαρκάρης, ο ζευγάς, ο σωφέρ, ο φοιτητής, ο φαντάρος, ο εμποράκος-είναι ο νεοέλληνας είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει. Κι αν ο πρώτος «Επιτάφιος» είναι λυρικός και επιθαλάμιος, ο δεύτερος είναι για τις αγορές και τα σοκάκια, εκεί που το παλικάρι λαχάνιασε και αγάπησε, πριν φάει μια σφαίρα στην καρδιά». 

 Ο Μίκης σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 74-75 της «Επιθεώρησης Τέχνης» τον Οκτώβριο του 1960 αναφέρει:

«Έχοντας συνειδητοποιήσει από πού προέρχεται ο ‘Επιτάφιος’ οδηγήθηκα υπεύθυνα και σοβαρά στο λαϊκό περίβλημα και συνοδεία, δηλαδή στο μπουζούκι. Αυτό αν θέλετε υπήρξε και μια ανάγκη αλλά και ένα πείραμα. Η σκέψη μου είναι η εξής: Μπορούμε να πάρουμε ό,τι καλό υπάρχει στο μπουζούκι, ό,τι καλό υπάρχει στους ρυθμούς, στους μελωδικούς τρόπους στο στιλ της λαϊκής μουσικής και δίνοντάς του ένα καινούργιο περιεχόμενο (στην περίπτωσή μου η ποίηση του Ρίτσου) να δώσουμε μια νέα ώθηση στο λαϊκό τραγούδι;»

Ο Μίκης κλείνει το άρθρο ως εξής: «Έρχομαι τώρα στους στίχους του Ρίτσου. Δε νομίζω πως υπάρχει μεγαλύτερη δόξα για ένα ποιητή από το να τραγουδιέται από το λαό. Υπάρχει λέξη μήπως, μέσα στον Μπιθικώτση που να μην λέγεται καθαρά, σωστά και με το αληθινό της συναισθηματικό νόημα; Έχετε καλό αισθητήριο, έχετε καλή θέληση; Πέστε μας τότε συγκεκριμένα, χειροπιαστά, πού σε ποια λέξη, σε ποιο νόημα, προδόθηκε η ποίηση του Ρίτσου; Και όταν ο Μπιθικώτσης αρχίζει με το ‘Γιέ μου ποια μοίρα στο ‘γραφε’ και δεν αισθάνεσθε ηλεκτρική εκκένωση από συγκίνηση, τότε απαραιτήτως δυο τινά θα πρέπει να συμβαίνουν: ή εσείς η εγώ, πάντως ένας από τους δυό μας, δεν καταλαβαίνει από μουσική. Εύχομαι να είμαι εγώ, που στο κάτω κάτω δεν έχω καμιά υπεύθυνη θέση, δεν διαφωτίζω τους άλλους και ότι κι αν κάνω, κακό του κεφαλιού μου μονάχα κάνω».

Με την εκπνοή του αιώνα θέλοντας ο Σταύρος Ξαρχάκος να τιμήσει τα 75 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη, ενορχήστρωσε ξανά τον «Επιτάφιο». Είναι η τέταρτη ενορχήστρωση του έργου. Η τρίτη ήταν με ερμηνεύτρια την Μαίρη Λίντα και β' φωνή τον Μανώλη Χιώτη. Ο Ξαρχάκος ξαναδιάβασε το ποίημα και το ενέταξε στο σήμερα. Αποφάσισε ότι το έργο δεν θα είναι πλέον οκτώ τραγούδια, αλλά θα είναι ενιαίο, ένα ποίημα-ποταμός σύμφωνα με την έκφραση που τόσο αγαπά ο Θεοδωράκης.

Το «Γελαστό παιδί»

Το «Γελαστό παιδί» ήταν ο Μάικλ Κόλινς, ένας από τους σπουδαιότερους ηγέτες του ιρλανδικού απελευθερωτικού κινήματος. Ποίημα του Ιρλανδού ποιητή Brendan Beham, σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα και έγινε τραγούδι τον Οκτώβριο του 1961 για τις ανάγκες του έργου «Ενας Ομηρος». «Το Γελαστό Παιδί αφομοιώθηκε από ένα τμήμα του ελληνικού λαού που το θεώρησε δικό του», γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης, «όχι μόνο σαν τραγούδι αλλά θα έλεγα και σαν τραγούδι-σύμβολο στον δικό του αγώνα για την ελευθερία».

Η «Ρωμιοσύνη»

Αποσπάσματα από κείμενο του Μίκη που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1995 στο περιοδικό «Ελίτροχος»: «Τη “Ρωμιοσύνη” μού την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα από τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από τη “Δοκιμασία”, για να μου τα εμπιστευθεί. Ομως, τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν. Ωσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κάποιο χέρι (σ.σ. Γιορτή των Φώτων του 1966) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο “Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό...’, κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα, και συνέθεσα μονορούφι τη “Ρωμιοσύνη”. Οταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο “Κεντρικόν”, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη “Ρωμιοσύνη”».

«Δραπετσώνα»

Αφηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης πώς γράφτηκε το τραγούδι (από την εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου»): «Ο Tάσος Λειβαδίτης, θυμάμαι, είχε έλθει στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κοντσέρτο για πιάνο που είχα αρχίσει να γράφω. Tου άρεσε πολύ, έβαλε λόγια στη μουσική και έτσι γράψαμε το “Μάνα μου και Παναγιά”. Για να βγει σε δίσκο όμως, έπρεπε να γράψουμε άλλο ένα τραγούδι, να το “ζευγαρώσουμε” – τότε βγαίνανε οι δίσκοι 45 στροφών, με ένα τραγούδι σε κάθε πλευρά. […] Την εποχή εκείνη, η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες απ’ τις παράγκες τους, στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση. Για κείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής και θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια. Μια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την “Kολούμπια” για φωνοληψία, μου ήρθε ξαφνικά η έμπνευση, μπροστά στο θέατρο Kαλουτά. Σταμάτησα απότομα και έγραψα τη μελωδία. Tο βράδυ τηλεφώνησα στον Τάσο Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το τηλέφωνο τη μελωδία, κι εκείνος έγραψε τους στίχους για τη “Δραπετσώνα”».

«Ασμα Ασμάτων (Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου)» από την «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» (1966).Ιάκωβος Καμπανέλλης

Η σύνθεση του κύκλου «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» έγινε τον Ιανουάριο του 1966, όταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης παρουσίασε τα ποιήματά του στο σπίτι του συνθέτη. Τα τέσσερα τραγούδια του, μεταξύ των οποίων και το «Ασμα Ασμάτων (Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου)», βασίστηκαν σε γεγονότα που βίωσε ο ίδιος συγγραφέας ως πολιτικός κρατούμενος στο αυστριακό στρατόπεδο συγκεντρώσεως και περιγράφει στο βιβλίο του «Μαουτχάουζεν». Ο Μίκης δεν χρησιμοποίησε μπουζούκια αλλά ηλεκτρική κιθάρα και πρόσθεσε βιολοντσέλο, φλάουτο και τύμπανα. Με τον κύκλο αυτόν έκανε ουσιαστικά την είσοδό της στο τραγούδι η Μαρία Φαραντούρη. Ιστορική θεωρείται η παρουσίαση του έργου το 1988 μέσα στο ομώνυμο στρατόπεδο σε τρεις γλώσσες: εβραϊκά με την Ισραηλινή τραγουδίστρια Elinoar Moav, ελληνικά με τη Μαρία Φαραντούρη και γερμανικά με την Gisela May.


«Όμορφη πόλη»

Γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης στο βιβλίο του «Μελοποιημένη ποίηση»: «Πρώτα συνέθεσα το τέταρτο τραγούδι, το “Χάθηκα”, όταν υπηρετούσα στρατιώτης στα Χανιά, στα 1952. Ηταν ένα ποίημα του αδελφού μου του Γιάννη. Εκείνος ήταν τότε είκοσι χρονών κι έγραφε ποίηση. Θυμάμαι ότι συχνά μάζευα τα χειρόγραφά του, που σκορπούσε ανέμελα στον κήπο μας στο Γαλατά. Ετσι διάλεξα και τα υπόλοιπα, που τα μελοποίησα στην Αθήνα και στο Παρίσι. Παράλληλα φρόντισα να τα δώσω στον εκδότη Νίκο Γουδέλη, με τον οποίο υπηρετούσαμε για ένα διάστημα μαζί στο Κέντρο Διερχομένων στην Αθήνα, κι έτσι είδε το φως η πρώτη ποιητική συλλογή του Γιάννη Θεοδωράκη “Λιποτάκτες”».

 «Άξιον Εστί»!

Στις 19 Οκτωβρίου 1964 κάνει πρεμιέρα στο θέατρο «Ρεξ» της Αθήνας το λαϊκό ορατόριο του Μίκη «Αξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη. Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί πώς έγραψε το «Άξιον Εστί»: «Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ’δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το “Αξιον Εστί”».



Και ο Μίκης Θεοδωράκης με τη σειρά του εξιστορεί τα γεγονότα εκείνων των ημερών: «Κάποιο μεσημέρι, στο όρθιο του Λουμίδη, μπροστά στο “Παλλάς”, εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ’60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον “Επιτάφιο”, πρόσθεσε: “Τελείωσα το Αξιον Εστί, το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ’θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει…”. Αφού τον ευχαρίστησα, έγραψα τη διεύθυνσή μου στο Παρίσι και του την έδωσα. Δεν πέρασε μήνας κι ο Παριζιάνος ταχυδρόμος άφησε στο θυρωρείο το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Ελύτη. Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ’ την πρώτη ώς την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Ισως στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο… Μετά συνειδητοποίησα ότι η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το “Ενα το χελιδόνι”, “Της αγάπης αίματα”, “Ανοίγω το στόμα μου”, “Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ”, “Ναοί στο σχήμα του ουρανού” με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ. [...] Λίγο λίγο η μορφή της νέας μου σύνθεσης άρχισε να ξεκαθαρίζει στο μυαλό μου. Πρέπει να είχα δύο πρότυπα: Το ένα ήταν τα ορατόρια του Μπαχ. Εκεί που έχουμε τις άριες, τα ρετσιτατίβα και τα κοράλ. Το άλλο ήταν η λειτουργία, όπου έχουμε τις ψαλμωδίες των ιερέων, την ανάγνωση των Ευαγγελίων και τα τροπάρια του δεξιού και του αριστερού ψάλτη. Τρία βασικά στοιχεία και στις δύο περιπτώσεις. Αυτά υπήρχαν στο ποίημα του Ελύτη. Έπρεπε τώρα η τελική επιλογή μου να επεκταθεί σε όλο το έργο, ώστε να μη χαθεί η ενότητά του και να μην προδοθεί ο στόχος του ποιητή : Η ΓΕΝΕΣΙΣ, ΤΑ ΠΑΘΗ και ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ θα έπρεπε να αντιπροσωπεύονται αναλογικά έτσι ώστε να μη χαλάσει η ισορροπία του έργου».


Aυτός ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Πλέον, άγγιξε την αθανασία και βρίσκεται «στον αχανή χώρο όλων των Γαλαξιών που απαρτίζουν τη Συμπαντική Δημιουργία». Έτσι, η μουσική του και τα τραγούδια του θα μείνουν ζωντανά στο διηνεκές για να μην ξεχάσουμε «τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα… τις φλεγόμενες πόλεις…», αλλά και ως φάρος που θα φωτίζει «με λέξεις και λαούς και δρόμους, που θα μας προσμένουνε ξανά και που θα χτυπούν με χέρια έναστρα την πόρτα μας».

Πηγές

www.tovima.gr








Μίκης Θεοδωράκης. Κινηματογραφική αυτοβιογραφία, ντοκουμέντα της ζωής και του έργου του. Αρχεία Κρήτης. Έτος: 2005

ΤΟ ΧΡΕΟΣ. Η Αντίσταση (1967-1970 / Η Ανάλυση (1968-1996) / Η δημιουργία (1967-1974)



Δείτε εδώ το Μέρος Α & Μέρος Β



Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

Μίκης Θεοδωράκης: O Μίκης μέσα από τον Μίκη (Μέρος 2ο)

 


21 Αυγούστου 1967-«Μπουμπουλίνας-Φυλακές Αβέρωφ»

«Στις 21 Αυγούστου πιάστηκα στο Χαϊδάρι. Στο τέταρτο πάτωμα στην οδό Μπουμπουλίνας, στο κελί αριθμός 4 περίμενα το μαρτύριο και τον θάνατο. Στις 4 Σεπτεμβρίου μου έφεραν χαρτί και μολύβι. Τότε έγραψα 32 ποιήματα. Τις προηγούμενες μέρες τις πέρασα με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο περιμένοντας να με πάρουν για το μαρτύριο ή για την εκτέλεση. Όλη μου η ύπαρξη σημαδεύτηκε από την αναμονή του βέβαιου θανάτου. Καθώς ο χρόνος κυλούσε επίμονα και βασανιστικά έβλεπα με το νου μου, καθαρά, την εικόνα της τελευταίας στιγμής. Ο πρωινός ουρανός είχε ένα χρώμα βαθύ γαλάζιο. Η ατμόσφαιρα διάφανη, με κρυσταλλένια καθαρότητα. Τι θα φώναζα σ’ αυτήν την στιγμή του τέλους; Αυτή η σκέψη μου έγινε τυραννική. Ένας φρουρός έμενε πάντα μέσα στο κελί μαζί μου. Αν είχε κάποια κατανόηση μπορούσα τότε να κουβεντιάζω λίγο μαζί του. Ζήτω η ζωή! Ζήτω η ζωή! Ζήτω η ζωή! Να φωνάξω άραγες «ζήτω η ομορφιά», «ζήτω η αγάπη»;...

Τότε σκεφτόμουν πως έμεινα ένας αδιόρθωτος ρομαντικός. Υπάρχει ζωή! Υπάρχει ζωή! Υπάρχει ζωή! Όλα υπάρχουν. Η Ελλάδα, το Μέτωπο, το Κόμμα! Κάποτε ο φρουρός συμφωνούσε. Πιο συχνά έχει άλλη γνώμη. Η συζήτηση εξακολουθούσε δίχως τέλος. Τα μεσημέρια η ζέστη ήταν φρικιαστική. Υπέφερα τρομερά. Κοιμόμουν πάνω στο τσιμέντο γυμνός, όπως τη στιγμή που με πιάσανε. Για προσκεφάλι είχα τα παπούτσια μου. Τα γένια μου είχαν μακρύνει και με τρώγανε. Έτρωγα λίγο, δίχως πιρούνι ή κουτάλι, με τα χέρια. Ήμουν βρώμικος. Κάποτε καθόμουν στην καρέκλα. Το μοναδικό «έπιπλο». Άλλοτε βάδιζα. Πεντακόσια βήματα καθέτως. Πεντακόσια κυκλικά. Μετρούσα τα κάγκελα. Παρακολουθούσα κρυφά τους μυς του φύλακα. Με μισούσε; Γιατί; Ασφαλώς θα είχε τραγουδήσει τα τραγούδια μου. Πότε λοιπόν θα έπεφτε πάνω μου; Πότε θα με πάρουν; Τα μάτια τους. Αν τους κοιτάξω κατευθείαν μέσα στα μάτια τότε θα ντραπούν;

Οφείλουν να ντραπούν! Αυτή την αγωνία ακολουθούσε μια ανεξήγητα παθιασμένη ευφορία. Ήμουν ευτυχής. Στο τέλος – τέλος ο θάνατος δεν είναι τόσο τρομερός. ίσως να είναι όμορφος λέω στον φρουρό μου. Όμως με τον ερχομό της καινούργιας μέρας, μόλις χτυπούσε ο ήλιος, η ζωή έπαιρνε πάλι τα δικαιώματά της. Η ζωή με νικούσε, με κατασπάραζε. Τα πρόσωπα των παιδιών μου διαπερνούσαν τη σκέψη μου. Θα ήταν για πάντα ορφανά και ο πόνος θα κατοικούσε για πάντα στα όμορφα μάτια τους. Έδιωχνα με βία αυτή την εικόνα....

Ήμουν δυστυχής γιατί δεν με σκότωσαν αμέσως. Τι θα με έκαναν τώρα; Με ποιο τρόπο θα με σκότωναν; Το κεφάλι πονούσε. Το αίμα πονούσε. Ώρα 2,3,4,5,6 το απόγιομα. Μέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου μου κίτρινος ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του χρόνου. Κλαίω, φωνάζω! Η καρδιά μου ξαλαφρώνει. Ίσως με σκέπτονται. Κανένας δεν ξέρει πως βρίσκομαι εδώ. «934 303» – «934 303» φωνάζω. Ίσως κάποιος ακούσει και τηλεφωνήσει… «Ο Μίκης ζει». Δεν είμαι ποιητής, όμως όταν οι στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν. Είμαι δημιουργός. Νικώ το χρόνο και τον θάνατο. Είμαι ο χρόνος. Να γιατί ο ΉΛΙΟΣ και ο ΧΡΟΝΟΣ έγιναν ο κύκλος της ζωής και του θανάτου. Τελικά έγιναν ο νικητήριος κύκλος. Νίκη πικρή γιατί η ψυχή του ποιητή πονά για όλους τους ανθρώπους. Ακόμα και γι΄αυτούς που τον μισούν και τον βασανίζουν»....

Προκήρυξη του Μίκη Θεοδωράκη, δύο μέρες μετά το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών.



Η επιστολή στον Γρηγόρη Μπιθικώτση

«Γρηγόρη. Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα “Δειλινά” τον “Υμνο της Επαναστάσεως”. Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνεις τί πρόκειται να κάνεις. Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια. Μη γκρεμίζεις με μια κλωτσιά αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στο βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα. Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει. Γιατί αν εσύ ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα θα πρέπει να ξέρεις ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης που γέννησε ο Λαός μας. Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ’ ακούσεις για τελευταία φορά. Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά.»


Απόσπασμα από το βιβλίο «Το Χρέος»-Εκδόσεις «Τετράδια της Δημοκρατίας» 

«…Τίποτα δεν είναι πιο αναγκαίο και πολύτιμο για τον Άνθρωπο παρά η Ελευθερία. Αν δεν έχεις τροφή, αν δεν έχεις γνώσεις, αν δεν έχεις ανέσεις υποφέρεις. Αν δεν έχεις Ελευθερία, τότε δεν υπάρχεις. Γιατί τότε δεν μπορείς να λογαριάζεσαι για Άνθρωπος. Τι είναι η Ελευθερία; Ελευθερία είναι η Ευθύνη. Είναι να είσαι υπεύθυνος. Να κρατάς σε κάθε στιγμή, σε κάθε περίπτωση, το μερίδιο της Ευθύνης που σου αναλογεί μέσα στον καταμερισμό της ομάδας και της κοινότητας. Ελευθερία είναι να σκέφτομαι, να σχεδιάζω και να αποφασίζω κάθε στιγμή και σε κάθε περίπτωση μαζί με τους άλλους για λογαριασμό μου και λογαριασμό των άλλων. Όταν ένας άλλος το κάνει για λογαριασμό μου, είτε άτομο είναι αυτός, είτε κόμμα, τότε εγώ δεν είμαι ελεύθερος. Γιατί Ελευθερία είναι το δικαίωμα να είμαι υπεύθυνος κάθε στιγμή, σε κάθε περίπτωση. Ελευθερία είναι ΤΟ ΧΡΕΟΣ»....

Για το «Συνοικία το Όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη






Η κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα

«Αγαπη­μένε μας Σωτήρη, Σήμερα η καρδιά του λαού μας πάει να σπάσει από τον πόνο. Γνή­σιο τέκνο του λαού μας, μαχητή της Δημοκρατίας, υπερασπιστή των δικαιωμάτων του λαού, πρώτο παλληκάρι της σπουδάζουσας νεολαίας, έδωσες το αίμα της καρ­διάς σου για ν’ ανθίσει το χαμόγελο στα χείλη του μάρτυρα λαού μας που τόσο τον αγάπησες. Ήσουν εσύ το καμάρι της μάνας σου, η περηφάνια του εργάτη πατέρα σου και των αδερφών σου, που δούλεψαν σκληρά για να σε σπουδάσουν. Ήσουν εσύ ο μπροστάρης μέσα στη σχολή σου, ο ακριβός φίλος κι ο πιστός σύντροφος, το σεμνό παλληκάρι που λάτρευαν οι φίλοι και που σέβονταν οι αντίπαλοι. Ήσουν εσύ ο φλο­γερός, ο ασυμβίβαστος μαχητής του 114, λιοντάρι των ηρωικών αγώνων της γενιάς σου, ορμητικό στέλεχος της τιμημένης Νεολαίας των Λαμπράκηδων. Τώρα, ήρωας α­θάνατος, σέρνεις μπροστά το χορό της Λευτεριάς, πιασμένος χέρι με χέρι με τον Νικηφορίδη, τον Καρπινιώτη, τον Βελδιμίρη και τον Γρηγόρη Λαμπράκη. 

Μέσα στα μεγάλα φωτεινά και γαλάζια μάτια σου είχες κλείσει τα βουνά και τις θάλασσες της Ελλάδας – είχες κλείσει την οργή και τα όνειρα του λαού μας. Και γι’ αυτό οι νάνοι σε δολοφόνησαν. Γιατί τρέμαν τη λάμψη των ματιών σου. Σε δολοφόνησαν στυγνά, ύπουλα, αδίστακτα, αφού σε παρέσυραν μαζί με τις χιλιά­δες ειρηνικούς διαδηλωτές σε άνανδρη παγίδα. Σε ξεχώρισαν, σε απομόνωσαν και σε εξετέλεσαν ψυχρά. Δεν υπάρχουν ποτάμια για να ξεπλύνουν το βρώμικο έγκλημα του αυλόδουλου Τούμπα. Ούτε να σβήσουν τις πυρκαϊές της οργής που άναψε μέσα στις καρδιές μας το βρωμερό έγκλημα των παληάτσων του παλατιού. Όσο υπάρχει ήλιος, όσο υπάρχουν Έλληνες θα δοξάζουν την απαράμιλλη θυσία σου και θα φτύ­νουν πάνω στη βρωμερή μνήμη των δολοφόνων σου. Μωρός είναι αυτός που συνδαυλίζει την οργή του λαού. Γιατί η οργή του λαού εί­ναι χείμαρρος, είναι ποτάμι και ξεσέρνει σα φρόκαλα τους νάνους. Είτε λέγονται Μεταξάδες, είτε Ράλληδες, είτε Καραμανλήδες, κι είτε Δόβηδες – Νόβηδες και Τούμπηδες! Μ’ αν, Σωτήρη συναγωνιστή μας, σε φοβήθηκαν ζωντανό μια φορά, τώρα νεκρό σε τρέμουν χίλιες φορές. Σε πήραν μέσα στη νύχτα, οι βρωμεροί δολοφόνοι σου, και θέλησαν να σε θάψουν κρυφά, καταπατώντας όλους τους νόμους, τους νό­μους των ζωντανών και τους νόμους των νεκρών. Να μη σε πλύνει, να μη σε σαβα­νώσει, να μη σε μοιρολογήσει η δόλια η μάνα σου. Δεν είναι Έλληνες αυτοί, Σωτήρη, το ξέρεις καλά. Το ξέρουμε και μεις όλοι. Είναι θηρία του Τέξας και του Σικάγου. Ως και νεκροθάφτης, ως και εργολάβος κηδειών γίνηκε ο Τούμπας, προσπαθώντας να γλυτώσει από τη μανιασμένη θάλασσα που τον ζώνει. Όμως λαός που βγάζει ήρωες σαν και σένα, Σωτήρη Πέτρουλα, είναι μεγάλος λαός. Δεν τον πνίγουν οι παλατιανοί και οι αυλόδουλοι, δεν τον γονατίζουν οι ξένοι, είτε λέγονται Τούρκοι, είτε λέγονται Γερμανοί, είτε Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές. Η πορεία είναι οδυνηρή, είναι ματωμένη κι ο πόνος απ’ το χαμό συντρόφων σαν και σένα είναι αβάστακτος, όμως ένα είναι το σίγουρο. Ο Λαός ενωμένος, προχωρεί, ανεβαίνει ακολουθώντας τους αθάνατους οδηγητές του, κατακτά συνεχώς αυτό που του ανήκει, το δικαίωμα να είναι λεύτερος νοικοκύρης και αφέντης στον τόπο του. Οδήγα μας Σωτήρη στο δρόμο του Χρέους, στο δρόμο των ιδανικών, στο δρόμο της Ειρήνης, της Δημοκρατίας και της Εθνικής Ανεξαρτησίας, στο δρόμο της κοινωνικής προκοπής. Οδήγα μας Σωτήρη καθημερινά προς τους φωτεινούς ορίζοντες που βασάνιζαν τα όνειρά σου και ακόνιζαν την πί­στη σου. Όλος ο μάρτυρας λαός μας σε ακολουθεί. Ολόκληρη η δημοκρατική νεολαία της πατρίδας μας σε λατρεύει, σε θαυμάζει, σε ζηλεύει θέλει να σου μοιάσει και σου δίνει όρκο ιερό: Πιστοί στα οράματά σου, πιστοί στα σοσιαλιστικά ιδανικά σου, πι­στοί στην πίστη σου, εμείς η αδάμαστη πρωτοπόρα γενιά των Λαμπράκηδων, θα σα­ρώσουμε τους σφετεριστές και τους δολοφόνους, τους εκμεταλλευτές και τους εγκλη­ματίες. Θα φέρουμε στην Ελλάδα τη Μεγάλη Ανοιξη που τόσο λάτρεψες. Γειά σου ΑΘΑΝΑΤΕ Σωτήρη ! Ο Σωτήρης ZEI!»


Για τον Αντρέα Λεντάκη

«ΚΕΛΙ ΑΡ.3. Το κελί των γυναικών. Στον τοίχο κολλημένες φωτογραφίες παιδιών. Το γυναικείο άρωμα κρέμεται από το ταβάνι. Πλησιάζω το παράθυρο. Ο φωταγωγός. Η ταράτσα. Ο θόρυβος των γραφείων. Οι άγριες φωνές. Χτυπώ. Πλάι στο αποχωρητήριο, το πρώτο μου κελί. Ο ιούδας ανοιχτός. Βάζω βιαστικά το μάτι. Ο Αντρέας! Υποχωρώ. Ένα μάτι με παρατηρεί. Μετά μεγαλώνει. Μπαίνω στο «μέρος». Χτυπώ τον τοίχο συνθηματικά. Ξαναβγαίνω. Μια γρήγορη ματιά. Ο Αντρέας καθισμένος κατάχαμα, χορεύει! Μεσ’ στο κελί ετοιμάζω το Μορς των φυλακών. ΑΒΓΔ-ΕΖΗΘ-ΙΚΛΜ κ.λ.π. Χτυπάς πρώτα τη σειρά της ομάδας και στη συνέχεια τη σειρά του γράμματος μέσα στην ομάδα. 

Το απόγιομα πετώ το χαρτάκι από την τρύπα του ιούδα. Μετά ξαπλώνω πλάι στον τοίχο κι αρχίζουμε το κουβεντολόι. Ο Αντρέας μου διηγήθηκε τη δράση του και τη σύλληψή του. Τις ανακρίσεις και το μαρτύριό του πάνω στην ταράτσα. «Με χτυπούσαν με μικρούς σάκκους γιομάτους με άμμο στο κεφάλι, γιατί γνώριζαν πως είχα μετατραυματική επιληψία…». Ο Λάμπρου αγαπούσε και θαύμαζε το «κεφάλι» του. «Θαυμάζω τους Λαμπράκηδές σου, μου έλεγε. Έχουν όλοι θαυμάσιο μυαλό. Ο Μανωλάκος, ο Λεντάκης…»Την άλλη μέρα μου φέρνουν τον Θέμο, τον πρώτο μου σύντροφο στην παρανομία. Μεγάλη χαρά. Ως το βράδυ μου διηγείται. Τα νέα της παρανομίας κι ύστερα τα νέα της Ασφάλειας δεν έχουν τέλος.

Το βράδυ χτυπούν στην ταράτσα. Ο Αντρέας με ειδοποιεί πως πρόκειται για κάποιον Λαμπράκη. Ουρλιαχτά. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Πότε επιτέλους θα γλιτώσω απ’ το ανθρώπινο σφαγείο; Τότε σαν αστραπή χτύπησε τη σκέψη μου η ιδέα της απεργίας πείνας. Όχι μόνο για μένα. Για όλους. Ο Αντρέας συμφωνεί. Τι λέει η απομόνωση; Συμφωνεί. Ειδοποιώ τους φρουρούς. Έρχεται ο αξιωματικός. Του αναγγέλλω την απόφασή μου.

- Πόσο; Με ρωτά.

- Έως το τέλος.

- Δεν κάνεις καλά.

- Δικός μου λογαριασμός.

«Να πίνεις νερό με λίγη ζάχαρη», χτυπά ο Αντρέας. Πρώτη, δεύτερη,  τρίτη, τέταρτη, πέμπτη μέρα. Οι πιο δύσκολες, γιατί ο οργανισμός διαμαρτύρεται, αντιδρά, πονά. Μετά ζαλάδες. Ξαπλώνω. Ημέρα δωδέκατη. Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ακούω τη γυναίκα μου να φωνάζει στους διαδρόμους: «Δολοφόνοι». Θυμάμαι το τελευταίο μου μήνυμα: «Αρχίζω την τελευταία μου μάχη για τη Λευτεριά του Λαού μας…».

Ο Αντρέας χτυπά γρήγορα και δυνατά. Διαμαρτύρεται. Και μετά: «Δεν είναι η τελευταία. Θα δώσουμε μαζί κι άλλες ως την τελική νίκη…».

Με μεταφέρουν στα χέρια. Αυτοκίνητο. «Άγιος Παύλος…»





Συνεχίζεται...



Δείτε εδώ το ΜΕΡΟΣ Α



Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Μίκης Θεοδωράκης: O Μίκης μέσα από τον Μίκη (Μέρος 1ο)


Ο φετινός Σεπτέμβρης στιγματίστηκε από την απώλεια ενός ανθρώπου που για περίπου 80 χρόνια συνέβαλε καθοριστικά στην πολιτισμική διαμόρφωση της χώρας και με το έργο του απέδειξε περίτρανα ότι η τέχνη αποκτά μεγαλειώδες, γνήσιο λαϊκό αίσθημα και έρεισμα όταν αφουγκράζεται τις αγωνίες, τους αγώνες, τα πάθη και τα παθήματα του λαού με μοναδικό σκοπό να επιστραφεί σε αυτόν, ώστε να γίνει κτήμα του, αποκούμπι του, φως ελπίδας και ανάτασης. 

Ο Μίκης Θεοδωράκης ζυμώθηκε ιδεολογικά και πορεύτηκε μαζί με το λαό, κατορθώνοντας με το ταλέντο του, την επίμονη και σκληρή δουλειά του να δημιουργήσει μία υψηλή τέχνη η οποία χώρεσε στην αιώνια αγκαλιά όσων βρίσκονται χαμηλά∙ των λαϊκών ανθρώπων, των καταπιεσμένων, των «θλιμμένων της γης», του «εχθρού λαού» που θέλει να μην περπατά στα τέσσερα, όσων δεν εφησυχάζουν προσπαθώντας να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον.

Σε αυτό το αφιέρωμα, δεν θα σταθούμε σε κοινότυπες πληροφορίες για τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη αλλά θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε τον ίδιο τον συνθέτη μέσα από τα γραφόμενα του καθώς και μέσα από οπτικοακουστικό υλικό που διατίθεται...

Παιδικά χρόνια- Ο Σείριος και η Αφροδίτη


Ο μικρός Μίκης στα χέρια του πατέρα του Γιώργη Θεοδωράκη, τότε διευθυντή της Νομαρχίας Λέσβου (Μυτιλήνη 1928).

«Ηταν πραγματικά μία ζωή παραδεισένια, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δούλευαν το πρωί, από το μεσημέρι όμως ήταν στη θάλασσα, και μετά κοιμόμαστε όλοι στρωματσάδα. Ξυπνάγαμε, πηγαίναμε εκδρομές, – ήταν ένας φάρος εκεί κοντά – και το βράδυ πάλι φαΐ και χορός μέχρι αργά… Τότε διασκεδάζαμε πραγματικά. Και ένα άλλο πράγμα που ήταν πολύ σημαντικό για μένα ήταν το ότι το βράδυ κοιμόμαστε στρωματσάδα έξω, κοντά στη θάλασσα. Γι’ αυτό ξυπνάγαμε το πρωί και πηγαίναμε κατευθείαν στη θάλασσα, όλοι μαζί, περίπου τριάντα άνθρωποι. Εκεί κοντά στη θάλασσα ο πατέρας μου, το βράδυ, όταν ήταν έναστρος ο ουρανός, άρχιζε να μου μιλάει για τα ουράνια σώματα. Τα ήξερε κάπως, μπορούσε να τα διακρίνει… Θυμάμαι, μου έλεγε: «Αυτός είναι ο Σείριος, εκεί είναι η Αφροδίτη»… Αυτά με εντυπωσίαζαν πάρα πολύ και, αν κατέληξα κάποτε στον νόμο της Παγκόσμιας Aρμονίας, είναι γιατί τότε με εντυπωσίασε αυτό. Φαίνεται στην παιδική ψυχή έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο…Επίσης, εκείνη την εποχή στην Αμερική είχε γίνει η περίφημη απαγωγή του γιου του Λίντμπεργκ. Ο Λίντμπεργκ ήταν ο πιλότος ο οποίος πέρασε πρώτη φορά τον Ατλαντικό και έγινε ο μεγαλύτερος ήρωας της εποχής. Είχε ένα παιδί πέντε χρόνων• το απήγαγαν και το σκότωσαν. Αυτό πάγωσε όλη την ανθρωπότητα. Εβαλε όμως και ιδέες στους ληστές, και έτσι οι ληστές της Μυτιλήνης αποφάσισαν να απαγάγουν εμένα! Είχαμε το μοναδικό αυτοκίνητο, ένα Φορντάκι, και πήγαμε μία εκδρομή στα βουνά έξω από τη Μυτιλήνη.

Οταν γυρίζαμε, εμφανίστηκαν δύο άνθρωποι, οι οποίοι είχαν βάψει τα πρόσωπά τους με κάρβουνο, ήταν μαύροι. Μόλις τους είδε η θεία μου η Ερωφίλη, η αδερφή της γιαγιάς μου, που ήταν καθηγήτρια, πρόλαβε και με έκρυψε κάτω απ’ τα φουστάνια της! Αυτοί ήρθαν και ψάχνανε, δεν με βρήκαν και άρχισαν να παίρνουν κοσμήματα και λεφτά… Εκείνη τη στιγμή λοιπόν ο σοφέρ είχε το θάρρος να βάλει μπροστά το αυτοκίνητο και οι κακοποιοί τον τραυμάτισαν. Αυτός, τραυματισμένος, κατάφερε να φτάσει στη Μυτιλήνη. Αργότερα τους δίκασαν. Φαίνεται τους χτυπούσαν πολύ, ήταν πολύ άγρια τα πράγματα. Θυμάμαι τη δίκη τους. Ηταν πολύ τραυματική εμπειρία».

*Στη φωτογραφία, που δημοσίευσε παλαιότερα ο Ηλίας Κουρτζής, ο πρώτος όρθιος αριστερά είναι ο Γιώργος Θεοδωράκης που κρατά στην αγκαλιά του τον χρονιάρη γιο του (Μίκη) και δίπλα του μάλλον η Μικρασιάτισσα (από τον Τσεσμέ) σύζυγός του Ασπασία Πουλάκη. Οι κοπέλες πρέπει να ’ναι Αγιασώτισσες με τις παραδοσιακές τοπικές ενδυμασίες και μια απ’ αυτές κρατά κουρτζήδικη στάμνα. Η φωτογραφία γράφει πίσω την ημερομηνία 15/8/1926, πράγμα που μαρτυρεί ότι εκείνη τη μέρα η οικογένεια Θεοδωράκη βρέθηκε στο ξακουστό πανηγύρι της Παναγιάς της Αγιασώτισσας.


Σε συνέντευξη του όταν ρωτήθηκε από τον Αντώνη Μποσκοϊτη για την οικογένεια του το 2017 είχε δηλώσει

Τους βλέπετε στον ύπνο σας, κ. Θεοδωράκη; Σας «επισκέπτονται» οι δικοί σας; Μόνο αυτούς βλέπω πια. Αν ξαναγυρνούσε πίσω ο χρόνος, θα ήθελα να «πάω» στην Πάτρα ή στον Πύργο: γύρω από ένα τραπέζι, η μαμά, ο μπαμπάς, εγώ και ο Γιάννης, ο αδερφός μου.



14 Δεκεμβρίου 1930 στην Ακρόπολη. O Μίκης Θεοδωράκης με τη μητέρα του Άσπα και τον πατέρα του Γιώργο.


Μίκης & Γιάννης Θεοδωράκης μιλούν στον Γιώργο Λιάνη για τον πατέρα τους


  
Μίκης Θεοδωράκης, Γεώργιος Θεοδωράκης, Ασπασία, Γιάννης Θεοδωράκης
     Τόπος: Γαλατά Χανίων
   Χρόνος: Πριν το 1954


«ΤΑ ΝΕΑ» της 19ης Μαΐου του 1977 δημοσίευσαν μια πραγματικά σπάνια συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη και του αδερφού του Γιάννη, στην οποία μιλώντας στον, αναφέρθηκαν μόνο στον πατέρα τους, Γιώργη Θεοδωράκη, από τον Γαλατά Χανίων Κρήτης, που είχε πρόσφατα φύγει από τη ζωή.


ΜΙΚΗΣ: Ο πατέρας έζησε τα πιο τραγικά γεγονότα που συνέβαιναν στα παιδιά του παλληκαρίσια, με μεγαλόκαρδη ευφροσύνη. Δεκάξη χρονώ παιδί εγκατέλειψε την Κρήτη και πήγε εθελοντής στους Βαλκανικούς. Στο αμπάρι του πλοίου συναντήθηκε με τον μεγαλύτερο αδερφό του που και αυτός για τον ίδιο σκοπό πήγαινε. Οργάνωσαν στην Αθήνα τον Λόχο Κρητών Φοιτητών όπου πήρε μέρος και ο πατέρας του Λαμπράκη, ο Δημήτρης Λαμπράκης. Ο λόχος αυτός κατέλαβε το ύψωμα του Μπιζανίου κι ο πατέρας μου τραυματίσθηκε πολύ βαριά στο κεφάλι. Τόσκασε απ’ το νοσοκομείο και έφυγε για το Μακεδονικό μέτωπο.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Ήταν απ’ τους ανώνυμους ήρωες Έλληνες που φτιάξαν μια λεύτερη Ελλάδα. Ήταν δυνατός και δεν τον λύγιζαν οι τραγωδίες των παιδιών του.

ΜΙΚΗΣ: Όταν με βασάνιζαν οι Ιταλοί, ο πατέρας ήταν κοντά μου. Όταν με συνέλαβε η Γκεστάπο βρήκε τον τρόπο να με ειδοποιήσει να μη λυγίσω. Στα Δεκεμβριανά στις πιο κρίσιμες στιγμές τον έβρισκες ένα βήμα πίσω ή ένα βήμα μπρος από μένα. Στα 1947 πούμασταν με τον Γιάννη στην ΕΠΟΝ ο γέρος – λεβέντης άντεχε δυο παρανομίες. Τις εξορίες μου στη Μακρόνησο, τις ζοφερές στιγμές τις αντιμετώπισε με καρδιά, με σθένος. Λεύτερα, ποτέ δεν μούπε μια λέξη να ντραπώ. Δεν ήταν κομμουνιστής αλλ’ ήταν ιδεολόγος φλογερός. Το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου 1967 στεκόταν στο μπαλκόνι με τον Γιάννη. «Δικτατορία» του ψέλλισα ερχόμενος στο σπίτι. Μου φόρεσε τη ρεπούμπλικά του, μάς πήρε παραμάσχαλα και από άλλο τόπο οι τρεις μαζί ετοιμάσαμε το πρώτο μήνυμα για τον ελληνικό λαό. Δεν φοβόταν.
Μετά μας είπε: “Xωρίστε. Να μη σκοτωθείτε κι οι δύο μαζί». Όταν τελείωσαν οι ανακρίσεις για το ΠΑΜ και με κάλεσαν, κάλεσαν και τον πατέρα μου για ψυχολογικό εκβιασμό. “Παραπέμπεσαι σαν αρχηγός στάσης” απήγγειλαν με στόμφο οι ασφαλίτες. Ο πατέρας ρώτησε: “Tι σημαίνει αυτό; Φέρτε μου ένα ποινικό κώδικα…” Φέραν ένα βιβλίο όπου σημαδεμένο με κόκκινο μελάνι έγραφε:“Δις εις θάνατον”. Γέλασα. “Πατέρα το υπογραμμίσανε για να το δεις καλά…”
Αυτός ήταν σοβαρός. Γύρισε και μου είπε:“Δεν πρέπει να λησμονήσεις ότι είσαι απόγονος των Χάληδων. Όλοι χύσαμε το αίμα μας για την Ελλάδα. Αν πρόκειται να το χύσεις και συ λέω πως θάχεις την ευλογία μου παιδί μου”.Tέτοιος πατέρας ήταν.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Τον στολίσαμε σα μωρό. Πήρα μια κασέτα του Μίκη και λίγα λουλούδια απ’ τον κήπο και του φώναξα “πάρτα”, όταν τον ρίξαν στον τάφο.

ΜΙΚΗΣ: Για μένα δεν έχει πεθάνει ακόμα...


Ο Μίκης με τον αδερφό του Γιάννη







Η Μυρτώ μέσα από τη ματιά του Μίκη


«Αυτές οι εμπειρίες που έζησα τότε, ας πούμε ήταν κάτι που είναι αξέχαστο, διότι παρ’ολη την αγριάδα  του πολέμου και παρ’ολο το αντιπολεμικό πάθος που πρέπει να έχουμε, είναι ορισμένες στιγμές πραγματικά που ανδρώνεται και ατσαλώνεται, ας πούμε ο άνθρωπος. Σε αυτά τα πλαίσια μέσα ήταν όλες μου οι ασχολίες, πλην και μιας άλλης, ας πούμε πολλή ευχάριστη αυτή. Έτσι σαν διάλλειμα θα έλεγα, μέσα σε όλα αυτά, ήταν η επαφή μου, η σύνδεση μου με τη Μυρτώ, τη γυναίκα μου τη σημερινή, που τότε ήμαστε και οι δύο πολύ νέοι, εκείνη ήταν 17, εγώ 18 χρονών και ανάμεσα σε όλα αυτά βρίσκαμε λίγο καιρό να πάμε μια βόλτα εδώ στου Φιλοπάππου. Ήταν πραγματικά η άλλη διάσταση που κυριολεκτικά μας κρατούσε εκείνη την εποχή στην αισιοδοξία, θα λέγαμε, στη ζωή. Γιατί πρέπει να πούμε, μέσα σε όλα αυτά υπήρχε μια μεγάλη αισιοδοξία, μεγάλη χαρά».

Μίκης Θεοδωράκης και Μυρτώ Θεοδωράκη
Τόπος: Λωζάνη
Χρόνος: 20.10.1954

Έτσι μύριζε το ύστερα από μια μικρή ανοιξιάτικη βροχή
1946
Στη Μυρτώ
22.ΙV.46
 
Θυμάμαι πως μου είπες μια λέξη
Κι εγώ έκοψα λίγο χορτάρι
με τις ρίζες γιομάτες από χώμα                     
να τρίψω την καρδιά μου να ευωδιάσει.
 
Σου είπα πως όταν ήμουνα παιδί
μου άρεσε να τυλίγομαι μες στο χώμα
και να μιλώ με τις μακριές σκουληκαντέρες
για τα μυστικά της γης.
Μου φέρνει η κάθε μια κι από ‘να  μήνυμα      
κι η φωνίτσα τους χάνεται μες στο θόρυβο    
που κάνουν οι λογής-λογής ρίζες                   
καθώς χώνουνται όλο και βαθύτερα μες στη γης.                                              
Πώς τρομάζαμε όταν έσκαγε κάποιος σπόρος
και ξεπήδαγε καινούριο φυτό...
                             
Όχι δε μου άρεσε να κοιτάζω τ’ αστέρια            
μου φαίνονταν σαν πολύ μακρινά και ξένα 
ο Ήλιος μου αρέσει πιο πολύ                          
ιδίως όταν το καλοκαίρι οι αχτίδες του
χορεύουν πάνω στο δέρμα 
τραγουδώντας ένα παράξενο τραγούδι
που τα λόγια του χάνουνται τώρα
βαθειά μες στη μνήμη μου.
 
Τότε για πρώτη φορά σκέφτηκα
να ταιριάσω τα τραγούδια
που άκουγα όλη μέρα
σ’ ένα μονάχα τραγούδι
που θα το λέγαμε όλοι μαζί.
Η σκέψη αυτή δεν ήταν εντελώς δική μου.
Άκουσα να τη λέει 
ένα μικρό πρασινοκίτρινο φυλλαράκι
που ξεπήδαγε κείνη τη στιγμή
μες απ’ το χλωρό κλαδί της μηλιάς μας.
 
Την άλλη μέρα ξύπνησα μαζί με την Αυγή     
κατέβηκα στα χορτάρια και κυλίστηκα 
μες στις δροσοσταλίδες.
Ανατρίχιασε όλο το κορμί μου  
δεν υπήρχε ούτε και το πιο μικρό μόριο 
πάνω στο δέρμα μου που να μην έλεγε  
κι ένα μικρό τραγουδάκι.
 
Τότε είπα το μυστικό μου στα χορτάρια
τα φυλλαράκια που ‘σαν κοντά 
σκύψαν το κεφάλι να κρυφακούσουν
πολλές σκουληκαντέρες κατέβηκαν
χαρούμενες βαθειά σ’ όλο τον κόσμο 
να πουν το μυστικό μας
κάθε σταγόνα γης ήταν τη μέρα κείνη
ευτυχισμένη...
 
Τότε τους είπα να ξαπλώσουμε ήσυχα
περιμένοντας να βγει ο ήλιος...
πραγματικά κάναμε με μιας
τόσο ησυχία
ώστε μπορούμε ν’ ακούμε
το μακρινό τραγούδι της Αυγής
που μοιάζει σαν κοράλι
περιχυμένο με λεπτά δάκρυα πουλιών...
Τι όμορφο που ήταν εκείνο το τραγούδι
θα μπορέσουμε άραγε να τραγουδήσουμε
έτσι όμορφα και μεις;
 
                       *
Όχι δε μου αρέσει τώρα πια το τραγούδι της γης.
Οι ρίζες σχίζουν το χώμα παράφωνα
κι οι αχτίδες φωνάζουν με ορμή και μανία.
Εμένα τώρα μου αρέσει το τραγούδι της Αυγής
όταν το ακούω νομίζω πως βρίσκομαι
στο δάσος με τα κοράλια περιχυμένα
από λεπτά δάκρυα πουλιών
μέσα στη γαλανή ανταύγεια του πρωινού.
 
Τα χορταράκια, τα φύλλα και τα σκουλήκια
μ’ απλώνουν σα λυγμό τα χέρια
και μου φωνάζουν παρακαλεστά
“Μείνε, σε λίγο θα βγει κι ο ήλιος
να τραγουδήσουμε μαζί”.
Μπορώ όμως να μείνω μακριά
απ’ το τραγούδι της Αυγής;
 
Για πρώτη φορά σκαρφαλώνω τη μάντρα
του κήπου μας κι ένοιωσα
σαν το φυτό που το τραβούν από τη γης του.
Βρέθηκα τότες μέσα σε άγνωστους δρόμους.
Στα μάτια μου όμως μπροστά τρεμοπαίζει
η ρόδινη ανταύγεια κι ήμουν ευτυχισμένος
που σε λίγο η επιδερμίδα μου θα λούζονταν
μέσα σε κείνο το εξαίσιο τραγούδι.
 
                          *
Καθώς βλέπεις, δεν είμαι τώρα πια παιδί
κι όμως ακόμα δεν κατόρθωσα να φτάσω  
τ’ όμορφο κείνο τραγούδι. 
Είμαι σχεδόν μετανοιωμένος
που άφησα τη μισή μου καρδιά
χωμένη μες στη γης.
Φοβάμαι αν θα με ξαναδεχτούν
οι αγαπημένοι μου φίλοι
κι αν θα με γνωρίσει η καρδιά μου
που τώρα πια θα ‘χει γίνει κι αυτή
ίσως λίγη χλόη
ίσως ένας μικρός θάμνος
με λίγα κόκκινα λουλουδάκια περιχυμένα
με λεπτές δροσοσταλίδες.
Θα ήθελα τόσο να ξαναγυρίσω στη γης.
Πόσα τραγούδια αλήθεια θα ξαναπούμε...
Και τώρα που ‘ρχεται το καινούριο καλοκαίρι
θα περιμένουμε τον ήλιο
να του πούμε πια το μυστικό μας 
και να πραγματοποιήσουμε  
το παλιό μας το όνειρο.
 
Μιχ. Γ. Θεοδωράκης
11.2.46
Αθήνα



Η ιστορία της Μυρτιάς

Στα τέλη του 1960, ο Μίκης Θεοδωράκης είχε μελοποιήσει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και αναζητούσε κάποια δισκογραφική εταιρεία ώστε να τον ηχογραφήσει. Η “FIDELITY” του Αλέκου Πατσιφά τον έπεισε και ξεκίνησαν οι πρόβες με την Άννα Χρυσάφη, από τις πιο σπουδαίες λαϊκές τραγουδίστριες της εποχής. Κι ενώ όλα ήταν έτοιμα, ο Πατσιφάς του είπε ότι τα τραγούδια θα ηχογραφούνταν τελικώς με τη Νάνα Μούσχουρη, η οποία είχε ακούσει τις πρόβες και είχε ενθουσιαστεί.Στο διάστημα αυτό, ο συνθέτης με τη σύζυγό του Μυρτώ συναντάνε τον τότε διευθυντή του ΕΙΡ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) Πύρρο Σπυρομήλιο και τον Νίκο Γκάτσο. Ο Σπυρομήλιος του ζητά να συμμετάσχει στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού που επρόκειτο να γίνει το καλοκαίρι του 1961, ενώ ο Γκάτσος δε μίλησε πολύ και παρατηρούσε για αρκετή ώρα τη γυναίκα του Θεοδωράκη.Την επόμενη μέρα, συνθέτης και ποιητής συναντήθηκαν στον περίφημο «Φλόκα» και ο Γκάτσος άρχισε να μιλά με θαυμασμό για τη σύζυγο του Μίκη. Λίγα λεπτά μετά, έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί με στίχους και τους έδωσε στον δημιουργό, λέγοντάς του ότι τους έγραψε για τη Μυρτώ που του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση! Το τραγούδι ήταν «Η Μυρτιά» (από το Μυρτώ…) και ο Θεοδωράκης συγκινήθηκε πολύ μόλις το διάβασε, υποσχόμενος στον ποιητή ότι πολύ σύντομα θα έγραφε τη μελωδία…




Nοέμβριος 1969, Στρατόπεδο Ωρωπού: Απαγορεύεται η αγάπη;

Επισκεπτήριο.Τα μεγάφωνα φωνάζουν το όνομα μου.-Θεοδωράκης, επισκεπτήριο! Είναι η γυναίκα μου με τον πατέρα μου. Δύο πρόσωπα κάθε δύο μήνες. Δεν υπάρχει θέση για άλλους. Η μητέρα μου, τα παιδιά μου; Ίσως ύστερα από δύο μήνες! Περνώ την πόρτα του κήπου. Ο φρουρός χωροφύλακας κλείνει προσεκτικά το μεγάλο λουκέτο με τη μάρκα «MADE IN POLAND». Μπαίνω στο κτίριο του Διοικητηρίου. Στο δωμάτιο αριστερά, κάθονται οι δικοί μου. Σηκώνονται και με χαιρετούν. Μετά καθόμαστε απέναντι. Ανάμεσα μας, υπαξιωματικοί και χωροφύλακες παρακολουθούν κάθε μας λέξη. Αν θελήσουμε να πούμε κάτι που ξεφεύγει από τα αυστηρώς οικογενειακά πλαίσια η συζήτηση διακόπτεται.
-Απαγορεύεται αυτό.
-Απαγορεύεται το άλλο.
Η Μυρτώ χαμογελά.
-Σε βλέπω χαρούμενη, της λέω. Τι συμβαίνει;
-Είμαι χαρούμενη, γιατί δεν μπορείς να φανταστείς πόση αγάπη, σεβασμό και συμπαράσταση μας δείχνει όλος ο κόσμος…
-Απαγορεύεται λέει ο υπαξιωματικό.
-Τι απαγορεύεται , του λέω η αγάπη;
-Αυτή δεν μπορείτει να την απαγορεύσετε, του φωνάζει ο πατέρας μου.
-Ξέρεις, συνεχίζει η Μυρτώ, κανένας δεν δέχεται τα χρήματα μας! 
«Μας προσβάλλετε! Εσείς μας προσφέρετε τόσα πολλά! Αφήστε μας κι εμάς να σας προσφέρουμε κάτι». Αυτό γίνεται παντού. Σε όλα τα καταστήματα. Στο ταξί. Στον κινηματογράφο. Παντού!
-Ο Λαός συμπαραστέκεται…
-Απαγορεύεται!


Τα σημειώματα με τον Μάνο Χατζιδάκι


«Με τον Μάνο γνωριστήκαμε την άνοιξη του 1945 στα κεντρικά γραφεία της ΕΠΟΝ Αθήνας και έκτοτε μείναμε αχώριστοι. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν ο ίδιος για μένα πέρα από τη φιλία, την εκτίμηση και την αγάπη που μας συνέδεε. Εγώ όμως τον θαύμαζα, πίστευα εξαρχής ότι ήταν ιδιοφυής και έγινα για πάντα αιχμάλωτος της γοητείας που εξέπεμπε ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης. Με μια λέξη, ήταν και είναι μοναδικός», έχει πει ο Μίκης.  Αρκετοί  ίσως να μη γνωρίζουν ότι ένα μεγαλειώδες μουσικό έργο, ο «Επιτάφιος», στάθηκε η αφορμή να συναντηθούν καλλιτεχνικά, να διαφωνήσουν και να προκαλέσουν, άθελά τους, έναν, προσωρινό ευτυχώς, διχασμό. Οι συγκλονιστικοί στίχοι από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου στάλθηκαν από τον ίδιο τον ποιητή στον Θεοδωράκη το 1958, στο Παρίσι όπου σπούδαζε τότε με υποτροφία. Εκείνος τα διάβασε μέσα στο αυτοκίνητο περιμένοντας τη Μυρτώ να γυρίσει από το μπακάλικο. Τα λόγια και οι κυρίως τα συναισθήματα που γεννούσαν οι εικόνες που περιέγραφαν οι στίχοι τον συγκλόνισαν. Το ίδιο απόγευμα κάθισε και τους μελοποίησε σε ένα πραγματικό κρεσέντο έμπνευσης και δημιουργίας. Όταν  τελείωσε έστειλε ένα αντίτυπο στον Ρίτσο, ένα στον φίλο του Βύρωνα Σάμιο κι ένα τρίτο στον Μάνο Χατζιδάκι. Εκείνος εξέφρασε την επιθυμία να ενορχηστρώσει και να ηχογραφήσει το έργο στην Αθήνα με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη. Τελικά ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Αύγουστο 1970 από τη Fidelity και ήταν η πρώτη αλλά και πιο άγνωστη στο ευρύ κοινό δισκογραφική εκδοχή του «Επιταφίου».
Το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την έκδοση του δίσκου οι δύο συνθέτες επικοινωνούσαν συχνά μέσα από σύντομα γραπτά, κωδικοποιημένα μηνύματα: «Μάνο, όπως συνήθως συνέβη το 10%...Να με συγχωρείς. Αύριο πρωί θα βρίσκομαι εδώ. Εως τις 11 και μισή. Αν μπορείς έλα. Κάτσε και γράψε με την ησυχία σου. Γεια χαρά. Μίκης», έγραφε σε ένα από αυτά τα σημειώματα ο Θεοδωράκης για να λάβει την παρακάτω απάντηση από τον Χατζιδάκι: «Θα έρθω αύριο στις 10 περίπου. Η εργασία μου σήμερα ήτο μόνον και άκρως αισθητική. Γεια χαρά. Μάνος».






Αναδρομή: Οι Λαμπράκηδες



«Μια μέρα βρισκόμουν στο Πέραμα- τη συνοικία με τις παράγκες. – Ποιο είναι το μεγάλο σας πρόβλημα; τους ρωτώ. Βρισκόμαστε ψηλά στο βουνό και στα πόδια μας μπροστά ξετυλίγεται η θάλασσα της Σαλαμίνας. Λίγα μέτρα πιο πέρα από εμάς, είχε καθίσει ο Βασιλιάς των Περσών να καμαρώσει τη νίκη του στόλου του. Όμως η πονηριά του Θεμιστοκλή τον παρέσυρε σε αυτό το στενό κι αντί για νίκη είδε τη μεγάλη σφαγή των δικών του. Και μετά, όπου φύγει-φύγει…Αυτά γινόντουσαν πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια περίπου…Τώρα, οι απόγονοι των Σαλαμινομάχων κάθονται σε ξύλινες παράγκες.Δεν έχουν νερό,ούτε ηλεκτρικό και για να βρούνε το λεωφορείο ανεβοκατεβαίνουν άλλος μισή, άλλος μια ώρα ποδαρόδρομο.
- Αυτό είναι το πρώτο πρόβλημα, ο δρόμος.
- Να τις σας προτείνω: Εσείς θα βάλετε τους κασμάδες και το τσιμέντο. Εμείς τα μπράτσα. Σύμφωνοι;
- Σύμφωνοι!
Πηγαίνω στις λέσχες του Πειραιά και μιλώ στους Λαμπράκηδες .Άλλοι θα δουλεύουν. Άλλοι θα τραγουδούν. Θα παρουσιάσουμε καλλιτεχνικά προγράμματα όλη τη μέρα. Θα κάνουμε αθλητισμό και θα φτιάξουμε και το δρόμο. Έτσι και έγινε. Κάποια Κυριακή πέντε χιλιάδες Λαμπράκηδες ξεχύθηκαν στο Πέραμα. Το Βράδυ, ο δρόμος που σκαρφάλωνε στο βουνό ήταν έτοιμος. Κι ο λαός τον βάπτισε « Η Λεωφόρος Λαμπράκη».
Τέτοια έργα έκαναν οι Λαμπράκηδες παντού».







Συνεχίζεται...