Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

Μίκης Θεοδωράκης: O Μίκης μέσα από τον Μίκη (Μέρος 2ο)

 


21 Αυγούστου 1967-«Μπουμπουλίνας-Φυλακές Αβέρωφ»

«Στις 21 Αυγούστου πιάστηκα στο Χαϊδάρι. Στο τέταρτο πάτωμα στην οδό Μπουμπουλίνας, στο κελί αριθμός 4 περίμενα το μαρτύριο και τον θάνατο. Στις 4 Σεπτεμβρίου μου έφεραν χαρτί και μολύβι. Τότε έγραψα 32 ποιήματα. Τις προηγούμενες μέρες τις πέρασα με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο περιμένοντας να με πάρουν για το μαρτύριο ή για την εκτέλεση. Όλη μου η ύπαρξη σημαδεύτηκε από την αναμονή του βέβαιου θανάτου. Καθώς ο χρόνος κυλούσε επίμονα και βασανιστικά έβλεπα με το νου μου, καθαρά, την εικόνα της τελευταίας στιγμής. Ο πρωινός ουρανός είχε ένα χρώμα βαθύ γαλάζιο. Η ατμόσφαιρα διάφανη, με κρυσταλλένια καθαρότητα. Τι θα φώναζα σ’ αυτήν την στιγμή του τέλους; Αυτή η σκέψη μου έγινε τυραννική. Ένας φρουρός έμενε πάντα μέσα στο κελί μαζί μου. Αν είχε κάποια κατανόηση μπορούσα τότε να κουβεντιάζω λίγο μαζί του. Ζήτω η ζωή! Ζήτω η ζωή! Ζήτω η ζωή! Να φωνάξω άραγες «ζήτω η ομορφιά», «ζήτω η αγάπη»;...

Τότε σκεφτόμουν πως έμεινα ένας αδιόρθωτος ρομαντικός. Υπάρχει ζωή! Υπάρχει ζωή! Υπάρχει ζωή! Όλα υπάρχουν. Η Ελλάδα, το Μέτωπο, το Κόμμα! Κάποτε ο φρουρός συμφωνούσε. Πιο συχνά έχει άλλη γνώμη. Η συζήτηση εξακολουθούσε δίχως τέλος. Τα μεσημέρια η ζέστη ήταν φρικιαστική. Υπέφερα τρομερά. Κοιμόμουν πάνω στο τσιμέντο γυμνός, όπως τη στιγμή που με πιάσανε. Για προσκεφάλι είχα τα παπούτσια μου. Τα γένια μου είχαν μακρύνει και με τρώγανε. Έτρωγα λίγο, δίχως πιρούνι ή κουτάλι, με τα χέρια. Ήμουν βρώμικος. Κάποτε καθόμουν στην καρέκλα. Το μοναδικό «έπιπλο». Άλλοτε βάδιζα. Πεντακόσια βήματα καθέτως. Πεντακόσια κυκλικά. Μετρούσα τα κάγκελα. Παρακολουθούσα κρυφά τους μυς του φύλακα. Με μισούσε; Γιατί; Ασφαλώς θα είχε τραγουδήσει τα τραγούδια μου. Πότε λοιπόν θα έπεφτε πάνω μου; Πότε θα με πάρουν; Τα μάτια τους. Αν τους κοιτάξω κατευθείαν μέσα στα μάτια τότε θα ντραπούν;

Οφείλουν να ντραπούν! Αυτή την αγωνία ακολουθούσε μια ανεξήγητα παθιασμένη ευφορία. Ήμουν ευτυχής. Στο τέλος – τέλος ο θάνατος δεν είναι τόσο τρομερός. ίσως να είναι όμορφος λέω στον φρουρό μου. Όμως με τον ερχομό της καινούργιας μέρας, μόλις χτυπούσε ο ήλιος, η ζωή έπαιρνε πάλι τα δικαιώματά της. Η ζωή με νικούσε, με κατασπάραζε. Τα πρόσωπα των παιδιών μου διαπερνούσαν τη σκέψη μου. Θα ήταν για πάντα ορφανά και ο πόνος θα κατοικούσε για πάντα στα όμορφα μάτια τους. Έδιωχνα με βία αυτή την εικόνα....

Ήμουν δυστυχής γιατί δεν με σκότωσαν αμέσως. Τι θα με έκαναν τώρα; Με ποιο τρόπο θα με σκότωναν; Το κεφάλι πονούσε. Το αίμα πονούσε. Ώρα 2,3,4,5,6 το απόγιομα. Μέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου μου κίτρινος ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του χρόνου. Κλαίω, φωνάζω! Η καρδιά μου ξαλαφρώνει. Ίσως με σκέπτονται. Κανένας δεν ξέρει πως βρίσκομαι εδώ. «934 303» – «934 303» φωνάζω. Ίσως κάποιος ακούσει και τηλεφωνήσει… «Ο Μίκης ζει». Δεν είμαι ποιητής, όμως όταν οι στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν. Είμαι δημιουργός. Νικώ το χρόνο και τον θάνατο. Είμαι ο χρόνος. Να γιατί ο ΉΛΙΟΣ και ο ΧΡΟΝΟΣ έγιναν ο κύκλος της ζωής και του θανάτου. Τελικά έγιναν ο νικητήριος κύκλος. Νίκη πικρή γιατί η ψυχή του ποιητή πονά για όλους τους ανθρώπους. Ακόμα και γι΄αυτούς που τον μισούν και τον βασανίζουν»....

Προκήρυξη του Μίκη Θεοδωράκη, δύο μέρες μετά το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών.



Η επιστολή στον Γρηγόρη Μπιθικώτση

«Γρηγόρη. Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα “Δειλινά” τον “Υμνο της Επαναστάσεως”. Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνεις τί πρόκειται να κάνεις. Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια. Μη γκρεμίζεις με μια κλωτσιά αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στο βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα. Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει. Γιατί αν εσύ ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα θα πρέπει να ξέρεις ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης που γέννησε ο Λαός μας. Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ’ ακούσεις για τελευταία φορά. Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά.»


Απόσπασμα από το βιβλίο «Το Χρέος»-Εκδόσεις «Τετράδια της Δημοκρατίας» 

«…Τίποτα δεν είναι πιο αναγκαίο και πολύτιμο για τον Άνθρωπο παρά η Ελευθερία. Αν δεν έχεις τροφή, αν δεν έχεις γνώσεις, αν δεν έχεις ανέσεις υποφέρεις. Αν δεν έχεις Ελευθερία, τότε δεν υπάρχεις. Γιατί τότε δεν μπορείς να λογαριάζεσαι για Άνθρωπος. Τι είναι η Ελευθερία; Ελευθερία είναι η Ευθύνη. Είναι να είσαι υπεύθυνος. Να κρατάς σε κάθε στιγμή, σε κάθε περίπτωση, το μερίδιο της Ευθύνης που σου αναλογεί μέσα στον καταμερισμό της ομάδας και της κοινότητας. Ελευθερία είναι να σκέφτομαι, να σχεδιάζω και να αποφασίζω κάθε στιγμή και σε κάθε περίπτωση μαζί με τους άλλους για λογαριασμό μου και λογαριασμό των άλλων. Όταν ένας άλλος το κάνει για λογαριασμό μου, είτε άτομο είναι αυτός, είτε κόμμα, τότε εγώ δεν είμαι ελεύθερος. Γιατί Ελευθερία είναι το δικαίωμα να είμαι υπεύθυνος κάθε στιγμή, σε κάθε περίπτωση. Ελευθερία είναι ΤΟ ΧΡΕΟΣ»....

Για το «Συνοικία το Όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη






Η κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα

«Αγαπη­μένε μας Σωτήρη, Σήμερα η καρδιά του λαού μας πάει να σπάσει από τον πόνο. Γνή­σιο τέκνο του λαού μας, μαχητή της Δημοκρατίας, υπερασπιστή των δικαιωμάτων του λαού, πρώτο παλληκάρι της σπουδάζουσας νεολαίας, έδωσες το αίμα της καρ­διάς σου για ν’ ανθίσει το χαμόγελο στα χείλη του μάρτυρα λαού μας που τόσο τον αγάπησες. Ήσουν εσύ το καμάρι της μάνας σου, η περηφάνια του εργάτη πατέρα σου και των αδερφών σου, που δούλεψαν σκληρά για να σε σπουδάσουν. Ήσουν εσύ ο μπροστάρης μέσα στη σχολή σου, ο ακριβός φίλος κι ο πιστός σύντροφος, το σεμνό παλληκάρι που λάτρευαν οι φίλοι και που σέβονταν οι αντίπαλοι. Ήσουν εσύ ο φλο­γερός, ο ασυμβίβαστος μαχητής του 114, λιοντάρι των ηρωικών αγώνων της γενιάς σου, ορμητικό στέλεχος της τιμημένης Νεολαίας των Λαμπράκηδων. Τώρα, ήρωας α­θάνατος, σέρνεις μπροστά το χορό της Λευτεριάς, πιασμένος χέρι με χέρι με τον Νικηφορίδη, τον Καρπινιώτη, τον Βελδιμίρη και τον Γρηγόρη Λαμπράκη. 

Μέσα στα μεγάλα φωτεινά και γαλάζια μάτια σου είχες κλείσει τα βουνά και τις θάλασσες της Ελλάδας – είχες κλείσει την οργή και τα όνειρα του λαού μας. Και γι’ αυτό οι νάνοι σε δολοφόνησαν. Γιατί τρέμαν τη λάμψη των ματιών σου. Σε δολοφόνησαν στυγνά, ύπουλα, αδίστακτα, αφού σε παρέσυραν μαζί με τις χιλιά­δες ειρηνικούς διαδηλωτές σε άνανδρη παγίδα. Σε ξεχώρισαν, σε απομόνωσαν και σε εξετέλεσαν ψυχρά. Δεν υπάρχουν ποτάμια για να ξεπλύνουν το βρώμικο έγκλημα του αυλόδουλου Τούμπα. Ούτε να σβήσουν τις πυρκαϊές της οργής που άναψε μέσα στις καρδιές μας το βρωμερό έγκλημα των παληάτσων του παλατιού. Όσο υπάρχει ήλιος, όσο υπάρχουν Έλληνες θα δοξάζουν την απαράμιλλη θυσία σου και θα φτύ­νουν πάνω στη βρωμερή μνήμη των δολοφόνων σου. Μωρός είναι αυτός που συνδαυλίζει την οργή του λαού. Γιατί η οργή του λαού εί­ναι χείμαρρος, είναι ποτάμι και ξεσέρνει σα φρόκαλα τους νάνους. Είτε λέγονται Μεταξάδες, είτε Ράλληδες, είτε Καραμανλήδες, κι είτε Δόβηδες – Νόβηδες και Τούμπηδες! Μ’ αν, Σωτήρη συναγωνιστή μας, σε φοβήθηκαν ζωντανό μια φορά, τώρα νεκρό σε τρέμουν χίλιες φορές. Σε πήραν μέσα στη νύχτα, οι βρωμεροί δολοφόνοι σου, και θέλησαν να σε θάψουν κρυφά, καταπατώντας όλους τους νόμους, τους νό­μους των ζωντανών και τους νόμους των νεκρών. Να μη σε πλύνει, να μη σε σαβα­νώσει, να μη σε μοιρολογήσει η δόλια η μάνα σου. Δεν είναι Έλληνες αυτοί, Σωτήρη, το ξέρεις καλά. Το ξέρουμε και μεις όλοι. Είναι θηρία του Τέξας και του Σικάγου. Ως και νεκροθάφτης, ως και εργολάβος κηδειών γίνηκε ο Τούμπας, προσπαθώντας να γλυτώσει από τη μανιασμένη θάλασσα που τον ζώνει. Όμως λαός που βγάζει ήρωες σαν και σένα, Σωτήρη Πέτρουλα, είναι μεγάλος λαός. Δεν τον πνίγουν οι παλατιανοί και οι αυλόδουλοι, δεν τον γονατίζουν οι ξένοι, είτε λέγονται Τούρκοι, είτε λέγονται Γερμανοί, είτε Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές. Η πορεία είναι οδυνηρή, είναι ματωμένη κι ο πόνος απ’ το χαμό συντρόφων σαν και σένα είναι αβάστακτος, όμως ένα είναι το σίγουρο. Ο Λαός ενωμένος, προχωρεί, ανεβαίνει ακολουθώντας τους αθάνατους οδηγητές του, κατακτά συνεχώς αυτό που του ανήκει, το δικαίωμα να είναι λεύτερος νοικοκύρης και αφέντης στον τόπο του. Οδήγα μας Σωτήρη στο δρόμο του Χρέους, στο δρόμο των ιδανικών, στο δρόμο της Ειρήνης, της Δημοκρατίας και της Εθνικής Ανεξαρτησίας, στο δρόμο της κοινωνικής προκοπής. Οδήγα μας Σωτήρη καθημερινά προς τους φωτεινούς ορίζοντες που βασάνιζαν τα όνειρά σου και ακόνιζαν την πί­στη σου. Όλος ο μάρτυρας λαός μας σε ακολουθεί. Ολόκληρη η δημοκρατική νεολαία της πατρίδας μας σε λατρεύει, σε θαυμάζει, σε ζηλεύει θέλει να σου μοιάσει και σου δίνει όρκο ιερό: Πιστοί στα οράματά σου, πιστοί στα σοσιαλιστικά ιδανικά σου, πι­στοί στην πίστη σου, εμείς η αδάμαστη πρωτοπόρα γενιά των Λαμπράκηδων, θα σα­ρώσουμε τους σφετεριστές και τους δολοφόνους, τους εκμεταλλευτές και τους εγκλη­ματίες. Θα φέρουμε στην Ελλάδα τη Μεγάλη Ανοιξη που τόσο λάτρεψες. Γειά σου ΑΘΑΝΑΤΕ Σωτήρη ! Ο Σωτήρης ZEI!»


Για τον Αντρέα Λεντάκη

«ΚΕΛΙ ΑΡ.3. Το κελί των γυναικών. Στον τοίχο κολλημένες φωτογραφίες παιδιών. Το γυναικείο άρωμα κρέμεται από το ταβάνι. Πλησιάζω το παράθυρο. Ο φωταγωγός. Η ταράτσα. Ο θόρυβος των γραφείων. Οι άγριες φωνές. Χτυπώ. Πλάι στο αποχωρητήριο, το πρώτο μου κελί. Ο ιούδας ανοιχτός. Βάζω βιαστικά το μάτι. Ο Αντρέας! Υποχωρώ. Ένα μάτι με παρατηρεί. Μετά μεγαλώνει. Μπαίνω στο «μέρος». Χτυπώ τον τοίχο συνθηματικά. Ξαναβγαίνω. Μια γρήγορη ματιά. Ο Αντρέας καθισμένος κατάχαμα, χορεύει! Μεσ’ στο κελί ετοιμάζω το Μορς των φυλακών. ΑΒΓΔ-ΕΖΗΘ-ΙΚΛΜ κ.λ.π. Χτυπάς πρώτα τη σειρά της ομάδας και στη συνέχεια τη σειρά του γράμματος μέσα στην ομάδα. 

Το απόγιομα πετώ το χαρτάκι από την τρύπα του ιούδα. Μετά ξαπλώνω πλάι στον τοίχο κι αρχίζουμε το κουβεντολόι. Ο Αντρέας μου διηγήθηκε τη δράση του και τη σύλληψή του. Τις ανακρίσεις και το μαρτύριό του πάνω στην ταράτσα. «Με χτυπούσαν με μικρούς σάκκους γιομάτους με άμμο στο κεφάλι, γιατί γνώριζαν πως είχα μετατραυματική επιληψία…». Ο Λάμπρου αγαπούσε και θαύμαζε το «κεφάλι» του. «Θαυμάζω τους Λαμπράκηδές σου, μου έλεγε. Έχουν όλοι θαυμάσιο μυαλό. Ο Μανωλάκος, ο Λεντάκης…»Την άλλη μέρα μου φέρνουν τον Θέμο, τον πρώτο μου σύντροφο στην παρανομία. Μεγάλη χαρά. Ως το βράδυ μου διηγείται. Τα νέα της παρανομίας κι ύστερα τα νέα της Ασφάλειας δεν έχουν τέλος.

Το βράδυ χτυπούν στην ταράτσα. Ο Αντρέας με ειδοποιεί πως πρόκειται για κάποιον Λαμπράκη. Ουρλιαχτά. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Πότε επιτέλους θα γλιτώσω απ’ το ανθρώπινο σφαγείο; Τότε σαν αστραπή χτύπησε τη σκέψη μου η ιδέα της απεργίας πείνας. Όχι μόνο για μένα. Για όλους. Ο Αντρέας συμφωνεί. Τι λέει η απομόνωση; Συμφωνεί. Ειδοποιώ τους φρουρούς. Έρχεται ο αξιωματικός. Του αναγγέλλω την απόφασή μου.

- Πόσο; Με ρωτά.

- Έως το τέλος.

- Δεν κάνεις καλά.

- Δικός μου λογαριασμός.

«Να πίνεις νερό με λίγη ζάχαρη», χτυπά ο Αντρέας. Πρώτη, δεύτερη,  τρίτη, τέταρτη, πέμπτη μέρα. Οι πιο δύσκολες, γιατί ο οργανισμός διαμαρτύρεται, αντιδρά, πονά. Μετά ζαλάδες. Ξαπλώνω. Ημέρα δωδέκατη. Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ακούω τη γυναίκα μου να φωνάζει στους διαδρόμους: «Δολοφόνοι». Θυμάμαι το τελευταίο μου μήνυμα: «Αρχίζω την τελευταία μου μάχη για τη Λευτεριά του Λαού μας…».

Ο Αντρέας χτυπά γρήγορα και δυνατά. Διαμαρτύρεται. Και μετά: «Δεν είναι η τελευταία. Θα δώσουμε μαζί κι άλλες ως την τελική νίκη…».

Με μεταφέρουν στα χέρια. Αυτοκίνητο. «Άγιος Παύλος…»





Συνεχίζεται...



Δείτε εδώ το ΜΕΡΟΣ Α



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου