Canto General
Στην εφημερίδα «Τα Νέα», το 2012, ο Μίκης Θεοδωράκης είχε χαρακτηριστικά αναφέρει: «Mια μέρα (το 1972) βρέθηκα στο Βαλπαραΐσο, όπου ταξίδεψα για ν’ ακούσω τη σύνθεση δύο Χιλιανών συνθετών, βασισμένη στο «Canto General». Στα παρασκήνια, όπου πήγα για να συγχαρώ τους συντελεστές της συναυλίας, δεν ξέρω πώς μου ήρθε να πω ’θα γράψω κι εγώ μουσική πάνω σ’ αυτό το ποίημα και θα ’ρθω να το διευθύνω εδώ».
Και αυτό ήταν το αρχικό του σχέδιο αν και η υλοποίησή του άργησε λίγο. Οι πρόβες για το έργο γίνονται στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1972 με την παρουσία της Μαρία Φαραντούρη και του Πέτρου Πανδή ενώ σε κάποιες από αυτές είναι παρών και ο Πάμπλο Νερούδα. Ο νομπελίστας ποιητής ήταν πρέσβης της ον Σεπτέμβρη του 1973, στο πλαίσιο της μεγάλης περιοδείας του στη Λατινική Αμερική, ο Μίκης Θεοδωράκης επρόκειτο να παρουσιάσει το έργο στο στάδιο του Santiago παρουσία του Αλιέντε και του Νερούδα.
Τα σχέδια του ανατράπηκαν όμως στις 11 του Σεπτέμβρη, όταν ευρισκόμενος στη Βενεζουέλα, πληροφορήθηκε για το στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσέτ, που ανέτρεψε την εκλεγμένη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Αλιέντε, ο οποίος αυτοκτονεί μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο. Λίγες μέρες μετά, στις 23 Σεπτεμβρίου, έφυγε από τη ζωή και ο Νερούδα. Ο νομπελίστας ποιητής ήταν πρέσβης της Χιλής στο Παρίσι και παρακολουθούσε ενθουσιασμένος τη δημιουργία του έργου. Τον Σεπτέμβρη του 1974 πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι η ηχογράφηση μιας πρώτης μορφής με τέσσερα κομμάτια του «Canto General», με την Μαρία Φαραντούρη, τον Πέτρο Πανδή, τα περίφημα Κρουστά του Στρασβούργου και την Εθνική χορωδία της Γαλλίας. Από την ηχογράφηση αυτή προέκυψε ένας μονός δίσκος που κυκλοφόρησε από την ΕΜΙ αρχικά στην Γαλλία και στη συνέχεια και στην Ελλάδα.
Οκτώ κομμάτια του έργου παρουσιάστηκαν σε τέσσερις μεγάλες συναυλίες στο Στάδιο Καραϊσκάκη από τις 13 έως τις 16 Αυγούστου 1975, με σολίστ την Μαρία Φαραντούρη και τον Πέτρο Πανδή, απαγγελία από τον Μάνο Κατράκη και τη συμμετοχή της Εθνικής χορωδίας της Γαλλίας και των Κρουστών του Στρασβούργου. Από τις συναυλίες αυτές προέρχεται και ο διπλός δίσκος που κυκλοφόρησε από την Μinos. Στα κατοπινά χρόνια ακολούθησαν κι άλλες δισκογραφικές εκδόσεις, με το έργο ολοκληρωμένο πια από το συνθέτη του.
Στην Κούβα παρουσία του Φιντέλ Κάστρο
Ο Μίκης Θεοδωράκης διατηρούσε για πολλά χρόνια φιλία με τον ηγέτη της Κούβας Φιντέλ Κάστρο. «Αγαπημένε Φιντέλ, μας άφησες και είναι η πρώτη φορά που διαφωνώ μαζί σου». Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε ο Μίκης Θεοδωράκης τον φίλο του Φιντέλ Κάστρο όταν πέθανε το 2016. Η πρώτη παρουσίαση του Canto General στην Κούβα έγινε το 1981 όταν ο Μίκης Θεοδωράκης έδωσε μια ιστορική συναυλία μπροστά στον καθεδρικό ναό της Αβάνας.
Ο Φιντέλ Κάστρο εμφανίστηκε απρογραμμάτιστα στην τελευταία συναυλία, όπου συνεχάρη και ασπάστηκε τον Μίκη Θεοδωράκη. «Πιστεύω ότι η μουσική είναι ακόμα πιο δύσκολη από την πολιτική. Η απόδειξη είναι ότι υπάρχουν περισσότεροι πολιτικοί στον κόσμο και λιγότεροι μουσικοί. Υπάρχουν, όμως, ακόμα λιγότεροι. Επαναστάτες καλλιτέχνες, αν και οι καλλιτέχνες γενικά εύχονται την επανάσταση. Υπάρχουν πολλοί πολιτικοί που δεν είναι επαναστάτες. Έτσι, το ποσοστό των επαναστατών καλλιτεχνών είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό των πολιτικών», είχε δηλώσει μπροστά στις κάμερες ο ηγέτης της Κουβανικής επανάστασης.
Ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου
Θεσσαλονίκη 1936. Οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, της Ξάνθης, της Δράμας και της Καβάλας κατεβαίνουν σε απεργία ζητώντας την εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης. Στην απεργία πήραν μέρος 40.000 καπνεργάτες. Τις επόμενες μέρες ακολουθούν συγκρούσεις. Στις 9 του Μάη οι χωροφύλακες αρχίζουν επιθέσεις στις συγκεντρώσεις των απεργών. Οι αυτοκινητιστές είχαν κατέβει σε απεργία αλληλεγγύης στην Εγνατία. Για να αμυνθούν στήνουν οδοφράγματα. Οι χωροφύλακες χτυπάνε «στο ψαχνό». Πρώτος νεκρός ο Τάσος Τούσης. Ακολουθούν άλλοι τέσσερις. Αντί για σημαίες υψώνονται μαντίλια βουτηγμένα στο αίμα. Οι διαδηλωτές φωνάζουν: «Κάτω οι δολοφόνοι, να φύγει η κυβέρνηση Μεταξά». Στις 10 του Μάη ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει τη συγκλονιστική φωτογραφία, όπου απεικονίζεται μια μάνα να θρηνεί καταμεσής του δρόμου το νεκρό παιδί της. Ο νεκρός είναι ο Τάσος Τούσης. Ο Γιάννης Ρίτσος, συγκλονισμένος απ’ τα γεγονότα, γράφει τον «Επιτάφιο».
Στις 11 Μαΐου 1936, ο Ρίτσος παραδίδει τρία άσματα από το ποίημα που θα ονομαστεί «Επιτάφιος». Τα δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» της 12ης Μαΐου με τον τίτλο «Μοιρολόϊ». Ο Ρίτσος παράλληλα συμπληρώνει τον «Επιτάφιο» με άλλα 11 άσματα. Το βιβλίο τυπώθηκε και διαδόθηκε με φοβερή ταχύτητα. Πουλήθηκαν 10.000 αντίτυπα, αριθμός ρεκόρ για την εποχή. Όταν έγινε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου είχαν απομείνει μόνο 250 αντίτυπα. Κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.
Ο «Επιτάφιος» αποτελεί ποίημα-σταθμό τόσο για την ποίηση στην Ελλάδα, και βέβαια για το ίδιο το έργο του ποιητή. Αξιοποιώντας μέσα στο αισθητικό και θεματικό κλίμα του Μοντερνισμού, το δημοτικό τραγούδι και το λαϊκό μοιρολόϊ, όχι ως νοσταλγός μιας παράδοσης που σβήνει, αλλά ως πρωτοπόρος που χρησιμοποιεί ποιητικούς τρόπους με πολύ βαθιές ρίζες στην συνείδηση του λαού, ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε ένα ποίημα-σταθμό που έρχεται από πολύ μακριά και πάει πολύ μακριά...
Ο «Επιτάφιος» είναι ένα ποίημα που περιέχει καταρχήν το απόσταγμα βαθιών αισθημάτων έτσι όπως εκφράστηκαν στην γλώσσα μας. Ο θρήνος της μάνας του δολοφονημένου εργάτη είναι ο θρήνος της Χ Ραψωδίας της Ιλιάδας του Ομήρου, όταν ο Πρίαμος, η Εκάβη και η Ανδρομάχη θρηνούν τον νεκρό Έκτορα. Είναι ο θρήνος της Εκάβης στις «Τρωάδες», στην «Εκάβη» και στην «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη. Είναι ο θρήνος της μάνας που χάνει το παιδί της. Μέσα στο θρήνο της μάνας, ο τυφλός ραψωδός και ο μέγας τραγωδός, θα μιλήσουν για τα δεινά του πολέμου, θα μιλήσουν για τις ευτυχισμένες μέρες που πέρασαν, θα μιλήσουν για τον νεκρό νεαρό άντρα σαν να είναι ζωντανός, μέσα στο θρήνο της μάνας ο τυφλός ραψωδός και ο μέγας τραγωδός, θα περιφρονήσουν τον θάνατο που ταπεινώνει. Ο «Επιτάφιος» είναι οι παιδικές μνήμες του ποιητή, όταν οι ύμνοι του Επιταφίου θρήνου, αυτά τα γλωσσικά αριστουργήματα έσμιγαν με το ανοιξιάτικο αεράκι, αλλά και όταν μικρό παιδί, άκουγε το μανιάτικο μοιρολόϊ.
Σε συνέντευξη του, σε ξένο τηλεοπτικό κανάλι το 1983 είχε δηλώσει: «…Είδα μια φωτογραφία. Είχε δημοσιευθεί στον «Ριζοσπάστη» στις 10 Μάη του 1936. Διάβασα τις περιγραφές, διάβασα για την πρώτη μεγάλη οργανωμένη εξέγερση την εργατική, που από καπνεργατική απεργία έγινε πανεργατική απεργία. Και με συνεπήρε τόσο πολύ που την ίδια ημέρα άρχισα να γράφω τον «Επιτάφιο». Με όλο τον προηγούμενο εξοπλισμό, ήμουν προετοιμασμένος από τα παιδικά μου χρόνια, έτοιμος ο δεκαπεντασύλλαβος, το κρητικό θέατρο, η Ερωφίλη, ο Ερωτόκριτος, ο Σολωμός, οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» πάλι σε δεκαπεντασύλλαβο. Όλα αυτά τα πράγματα είχαν προετοιμαστεί, ήταν έτοιμα και δεν κατάλαβα πως βγήκαν. Μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα, σχεδόν χωρίς να φάω και να κοιμηθώ, και πολλές φορές κλαίγοντας σαν μοιρολογίστρα Μανιάτισσα έγραψα τον «Επιτάφιο», τα πρώτα 14 ποιήματα».
Το 1956 ο «Επιτάφιος» πραγματοποίησε την δεύτερη έκδοσή του, ολοκληρωμένη με τα είκοσι ποιήματα. Επί 20 χρόνια ήταν συνεχώς στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων. Θα απαγορευθεί και πάλι στη διάρκεια της χούντας. Τότε, ο Γιάννης Ρίτσος, έστειλε το ποίημα στο Παρίσι που βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος μελοποίησε 8 ποιήματα, 7 στο Παρίσι και ένα στην Αθήνα. Ο Μίκης Θεοδωράκης έστειλε τις μελωδίες στον Μάνο Χατζιδάκι και στον Γιάννη Ρίτσο. Ο Χατζιδάκις χρησιμοποίησε ως ερμηνεύτρια την Νανά Μούσχουρη. Παράλληλα με αυτήν την εκτέλεση και την ενορχήστρωση, ο Μίκης Θεοδωράκης κυκλοφόρησε μια δεύτερη εκτέλεση του έργου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Καίτη Θύμη, εκτέλεση στην οποία παίζει εκπληκτικό μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης.
Τον Σεπτέμβριο του 1960 ο
Σύλλογος Κρητών Σπουδαστών παρουσίασε τα τραγούδια του «Επιταφίου» σε δημόσια
εκδήλωση στην οποία εκτός από τον Μίκη Θεοδωράκη, μίλησαν και οι Μάνος
Χατζιδάκις και Φοίβος Ανωγειανάκης. Στην ομιλία του ο Μίκης θα χαρακτηρίσει την
εκτέλεση του «Επιταφίου» με την Μούσχουρη ως έναν «Επιτάφιο» λυρικό, επιτάφιο
αδελφής σε αδελφό και αγαπημένης σε αγαπημένο πιότερο, παρά μάνας σε γιό.
Και θα προσθέσει: « Για μένα η φωνή του Μπιθικώτση έχει μια άλλη ομορφιά. Γιατί είναι ο καθένας μας που τραγουδάει με τη φωνή του. Είναι ο βαρκάρης, ο ζευγάς, ο σωφέρ, ο φοιτητής, ο φαντάρος, ο εμποράκος-είναι ο νεοέλληνας είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει. Κι αν ο πρώτος «Επιτάφιος» είναι λυρικός και επιθαλάμιος, ο δεύτερος είναι για τις αγορές και τα σοκάκια, εκεί που το παλικάρι λαχάνιασε και αγάπησε, πριν φάει μια σφαίρα στην καρδιά».
Ο Μίκης σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 74-75 της «Επιθεώρησης Τέχνης» τον Οκτώβριο του 1960 αναφέρει:
«Έχοντας συνειδητοποιήσει από πού προέρχεται ο ‘Επιτάφιος’ οδηγήθηκα υπεύθυνα και σοβαρά στο λαϊκό περίβλημα και συνοδεία, δηλαδή στο μπουζούκι. Αυτό αν θέλετε υπήρξε και μια ανάγκη αλλά και ένα πείραμα. Η σκέψη μου είναι η εξής: Μπορούμε να πάρουμε ό,τι καλό υπάρχει στο μπουζούκι, ό,τι καλό υπάρχει στους ρυθμούς, στους μελωδικούς τρόπους στο στιλ της λαϊκής μουσικής και δίνοντάς του ένα καινούργιο περιεχόμενο (στην περίπτωσή μου η ποίηση του Ρίτσου) να δώσουμε μια νέα ώθηση στο λαϊκό τραγούδι;»
Ο Μίκης κλείνει το άρθρο ως εξής: «Έρχομαι τώρα στους στίχους του Ρίτσου. Δε
νομίζω πως υπάρχει μεγαλύτερη δόξα για ένα ποιητή από το να τραγουδιέται από το
λαό. Υπάρχει λέξη μήπως, μέσα στον Μπιθικώτση που να μην λέγεται καθαρά, σωστά
και με το αληθινό της συναισθηματικό νόημα; Έχετε καλό αισθητήριο, έχετε καλή
θέληση; Πέστε μας τότε συγκεκριμένα, χειροπιαστά, πού σε ποια λέξη, σε ποιο
νόημα, προδόθηκε η ποίηση του Ρίτσου; Και όταν ο Μπιθικώτσης αρχίζει με το ‘Γιέ
μου ποια μοίρα στο ‘γραφε’ και δεν αισθάνεσθε ηλεκτρική εκκένωση από συγκίνηση,
τότε απαραιτήτως δυο τινά θα πρέπει να συμβαίνουν: ή εσείς η εγώ, πάντως ένας
από τους δυό μας, δεν καταλαβαίνει από μουσική. Εύχομαι να είμαι εγώ, που στο
κάτω κάτω δεν έχω καμιά υπεύθυνη θέση, δεν διαφωτίζω τους άλλους και ότι κι αν
κάνω, κακό του κεφαλιού μου μονάχα κάνω».
Με την εκπνοή του αιώνα θέλοντας ο Σταύρος Ξαρχάκος να τιμήσει τα 75 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη, ενορχήστρωσε ξανά τον «Επιτάφιο». Είναι η τέταρτη ενορχήστρωση του έργου. Η τρίτη ήταν με ερμηνεύτρια την Μαίρη Λίντα και β' φωνή τον Μανώλη Χιώτη. Ο Ξαρχάκος ξαναδιάβασε το ποίημα και το ενέταξε στο σήμερα. Αποφάσισε ότι το έργο δεν θα είναι πλέον οκτώ τραγούδια, αλλά θα είναι ενιαίο, ένα ποίημα-ποταμός σύμφωνα με την έκφραση που τόσο αγαπά ο Θεοδωράκης.
Το «Γελαστό παιδί»
Το «Γελαστό παιδί» ήταν ο Μάικλ Κόλινς, ένας από τους σπουδαιότερους ηγέτες του ιρλανδικού απελευθερωτικού κινήματος. Ποίημα του Ιρλανδού ποιητή Brendan Beham, σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα και έγινε τραγούδι τον Οκτώβριο του 1961 για τις ανάγκες του έργου «Ενας Ομηρος». «Το Γελαστό Παιδί αφομοιώθηκε από ένα τμήμα του ελληνικού λαού που το θεώρησε δικό του», γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης, «όχι μόνο σαν τραγούδι αλλά θα έλεγα και σαν τραγούδι-σύμβολο στον δικό του αγώνα για την ελευθερία».
Η
«Ρωμιοσύνη»
Αποσπάσματα από κείμενο του Μίκη που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1995 στο περιοδικό «Ελίτροχος»: «Τη “Ρωμιοσύνη” μού την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα από τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από τη “Δοκιμασία”, για να μου τα εμπιστευθεί. Ομως, τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν. Ωσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κάποιο χέρι (σ.σ. Γιορτή των Φώτων του 1966) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο “Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό...’, κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα, και συνέθεσα μονορούφι τη “Ρωμιοσύνη”. Οταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο “Κεντρικόν”, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη “Ρωμιοσύνη”».
«Δραπετσώνα»
Αφηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης πώς
γράφτηκε το τραγούδι (από την εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου»): «Ο Tάσος Λειβαδίτης, θυμάμαι, είχε έλθει στο
σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κοντσέρτο για πιάνο
που είχα αρχίσει να γράφω. Tου άρεσε πολύ, έβαλε λόγια στη μουσική και έτσι
γράψαμε το “Μάνα μου και Παναγιά”. Για να βγει σε δίσκο όμως, έπρεπε να
γράψουμε άλλο ένα τραγούδι, να το “ζευγαρώσουμε” – τότε βγαίνανε οι δίσκοι 45
στροφών, με ένα τραγούδι σε κάθε πλευρά. […] Την εποχή εκείνη, η κυβέρνηση
ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες απ’ τις παράγκες τους, στη Δραπετσώνα, χωρίς να
τους δώσει αποζημίωση. Για κείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής
και θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια. Μια
μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την “Kολούμπια” για φωνοληψία, μου ήρθε
ξαφνικά η έμπνευση, μπροστά στο θέατρο Kαλουτά. Σταμάτησα απότομα και έγραψα τη
μελωδία. Tο βράδυ τηλεφώνησα στον Τάσο Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το
τηλέφωνο τη μελωδία, κι εκείνος έγραψε τους στίχους για τη “Δραπετσώνα”».
«Ασμα Ασμάτων (Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου)» από την «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» (1966).Ιάκωβος Καμπανέλλης
Η σύνθεση του κύκλου «Μπαλάντα
του Μαουτχάουζεν» έγινε τον Ιανουάριο του 1966, όταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης
παρουσίασε τα ποιήματά του στο σπίτι του συνθέτη. Τα τέσσερα τραγούδια του,
μεταξύ των οποίων και το «Ασμα Ασμάτων (Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου)»,
βασίστηκαν σε γεγονότα που βίωσε ο ίδιος συγγραφέας ως πολιτικός κρατούμενος
στο αυστριακό στρατόπεδο συγκεντρώσεως και περιγράφει στο βιβλίο του
«Μαουτχάουζεν». Ο Μίκης δεν χρησιμοποίησε μπουζούκια αλλά ηλεκτρική κιθάρα και
πρόσθεσε βιολοντσέλο, φλάουτο και τύμπανα. Με τον κύκλο αυτόν έκανε ουσιαστικά
την είσοδό της στο τραγούδι η Μαρία Φαραντούρη. Ιστορική θεωρείται η παρουσίαση
του έργου το 1988 μέσα στο ομώνυμο στρατόπεδο σε τρεις γλώσσες: εβραϊκά με την
Ισραηλινή τραγουδίστρια Elinoar Moav, ελληνικά με τη Μαρία Φαραντούρη και
γερμανικά με την Gisela May.
«Όμορφη
πόλη»
Γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης στο
βιβλίο του «Μελοποιημένη ποίηση»: «Πρώτα συνέθεσα το τέταρτο τραγούδι, το
“Χάθηκα”, όταν υπηρετούσα στρατιώτης στα Χανιά, στα 1952. Ηταν ένα ποίημα του
αδελφού μου του Γιάννη. Εκείνος ήταν τότε είκοσι χρονών κι έγραφε ποίηση.
Θυμάμαι ότι συχνά μάζευα τα χειρόγραφά του, που σκορπούσε ανέμελα στον κήπο μας
στο Γαλατά. Ετσι διάλεξα και τα υπόλοιπα, που τα μελοποίησα στην Αθήνα και στο
Παρίσι. Παράλληλα φρόντισα να τα δώσω στον εκδότη Νίκο Γουδέλη, με τον οποίο
υπηρετούσαμε για ένα διάστημα μαζί στο Κέντρο Διερχομένων στην Αθήνα, κι έτσι
είδε το φως η πρώτη ποιητική συλλογή του Γιάννη Θεοδωράκη “Λιποτάκτες”».
«Άξιον Εστί»!
Στις 19 Οκτωβρίου 1964 κάνει πρεμιέρα στο θέατρο «Ρεξ» της Αθήνας το λαϊκό ορατόριο του Μίκη «Αξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη. Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί πώς έγραψε το «Άξιον Εστί»: «Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ’δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το “Αξιον Εστί”».
Και ο Μίκης Θεοδωράκης με τη σειρά του εξιστορεί τα γεγονότα εκείνων των ημερών: «Κάποιο μεσημέρι, στο όρθιο του Λουμίδη, μπροστά στο “Παλλάς”, εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ’60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον “Επιτάφιο”, πρόσθεσε: “Τελείωσα το Αξιον Εστί, το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ’θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει…”. Αφού τον ευχαρίστησα, έγραψα τη διεύθυνσή μου στο Παρίσι και του την έδωσα. Δεν πέρασε μήνας κι ο Παριζιάνος ταχυδρόμος άφησε στο θυρωρείο το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Ελύτη. Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ’ την πρώτη ώς την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Ισως στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο… Μετά συνειδητοποίησα ότι η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το “Ενα το χελιδόνι”, “Της αγάπης αίματα”, “Ανοίγω το στόμα μου”, “Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ”, “Ναοί στο σχήμα του ουρανού” με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ. [...] Λίγο λίγο η μορφή της νέας μου σύνθεσης άρχισε να ξεκαθαρίζει στο μυαλό μου. Πρέπει να είχα δύο πρότυπα: Το ένα ήταν τα ορατόρια του Μπαχ. Εκεί που έχουμε τις άριες, τα ρετσιτατίβα και τα κοράλ. Το άλλο ήταν η λειτουργία, όπου έχουμε τις ψαλμωδίες των ιερέων, την ανάγνωση των Ευαγγελίων και τα τροπάρια του δεξιού και του αριστερού ψάλτη. Τρία βασικά στοιχεία και στις δύο περιπτώσεις. Αυτά υπήρχαν στο ποίημα του Ελύτη. Έπρεπε τώρα η τελική επιλογή μου να επεκταθεί σε όλο το έργο, ώστε να μη χαθεί η ενότητά του και να μην προδοθεί ο στόχος του ποιητή : Η ΓΕΝΕΣΙΣ, ΤΑ ΠΑΘΗ και ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ θα έπρεπε να αντιπροσωπεύονται αναλογικά έτσι ώστε να μη χαλάσει η ισορροπία του έργου».
Aυτός ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Πλέον, άγγιξε την αθανασία και βρίσκεται «στον αχανή χώρο όλων των Γαλαξιών που απαρτίζουν τη Συμπαντική Δημιουργία». Έτσι, η μουσική του και τα τραγούδια του θα μείνουν ζωντανά στο διηνεκές για να μην ξεχάσουμε «τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα… τις φλεγόμενες πόλεις…», αλλά και ως φάρος που θα φωτίζει «με λέξεις και λαούς και δρόμους, που θα μας προσμένουνε ξανά και που θα χτυπούν με χέρια έναστρα την πόρτα μας».
Πηγές
www.tovima.grΜίκης
Θεοδωράκης. Κινηματογραφική αυτοβιογραφία, ντοκουμέντα της ζωής και του έργου
του. Αρχεία Κρήτης. Έτος:
2005
ΤΟ ΧΡΕΟΣ. Η Αντίσταση (1967-1970 / Η Ανάλυση (1968-1996) / Η δημιουργία (1967-1974)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου