Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Μίκης Θεοδωράκης: O Μίκης μέσα από τον Μίκη (Μέρος 1ο)


Ο φετινός Σεπτέμβρης στιγματίστηκε από την απώλεια ενός ανθρώπου που για περίπου 80 χρόνια συνέβαλε καθοριστικά στην πολιτισμική διαμόρφωση της χώρας και με το έργο του απέδειξε περίτρανα ότι η τέχνη αποκτά μεγαλειώδες, γνήσιο λαϊκό αίσθημα και έρεισμα όταν αφουγκράζεται τις αγωνίες, τους αγώνες, τα πάθη και τα παθήματα του λαού με μοναδικό σκοπό να επιστραφεί σε αυτόν, ώστε να γίνει κτήμα του, αποκούμπι του, φως ελπίδας και ανάτασης. 

Ο Μίκης Θεοδωράκης ζυμώθηκε ιδεολογικά και πορεύτηκε μαζί με το λαό, κατορθώνοντας με το ταλέντο του, την επίμονη και σκληρή δουλειά του να δημιουργήσει μία υψηλή τέχνη η οποία χώρεσε στην αιώνια αγκαλιά όσων βρίσκονται χαμηλά∙ των λαϊκών ανθρώπων, των καταπιεσμένων, των «θλιμμένων της γης», του «εχθρού λαού» που θέλει να μην περπατά στα τέσσερα, όσων δεν εφησυχάζουν προσπαθώντας να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον.

Σε αυτό το αφιέρωμα, δεν θα σταθούμε σε κοινότυπες πληροφορίες για τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη αλλά θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε τον ίδιο τον συνθέτη μέσα από τα γραφόμενα του καθώς και μέσα από οπτικοακουστικό υλικό που διατίθεται...

Παιδικά χρόνια- Ο Σείριος και η Αφροδίτη


Ο μικρός Μίκης στα χέρια του πατέρα του Γιώργη Θεοδωράκη, τότε διευθυντή της Νομαρχίας Λέσβου (Μυτιλήνη 1928).

«Ηταν πραγματικά μία ζωή παραδεισένια, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δούλευαν το πρωί, από το μεσημέρι όμως ήταν στη θάλασσα, και μετά κοιμόμαστε όλοι στρωματσάδα. Ξυπνάγαμε, πηγαίναμε εκδρομές, – ήταν ένας φάρος εκεί κοντά – και το βράδυ πάλι φαΐ και χορός μέχρι αργά… Τότε διασκεδάζαμε πραγματικά. Και ένα άλλο πράγμα που ήταν πολύ σημαντικό για μένα ήταν το ότι το βράδυ κοιμόμαστε στρωματσάδα έξω, κοντά στη θάλασσα. Γι’ αυτό ξυπνάγαμε το πρωί και πηγαίναμε κατευθείαν στη θάλασσα, όλοι μαζί, περίπου τριάντα άνθρωποι. Εκεί κοντά στη θάλασσα ο πατέρας μου, το βράδυ, όταν ήταν έναστρος ο ουρανός, άρχιζε να μου μιλάει για τα ουράνια σώματα. Τα ήξερε κάπως, μπορούσε να τα διακρίνει… Θυμάμαι, μου έλεγε: «Αυτός είναι ο Σείριος, εκεί είναι η Αφροδίτη»… Αυτά με εντυπωσίαζαν πάρα πολύ και, αν κατέληξα κάποτε στον νόμο της Παγκόσμιας Aρμονίας, είναι γιατί τότε με εντυπωσίασε αυτό. Φαίνεται στην παιδική ψυχή έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο…Επίσης, εκείνη την εποχή στην Αμερική είχε γίνει η περίφημη απαγωγή του γιου του Λίντμπεργκ. Ο Λίντμπεργκ ήταν ο πιλότος ο οποίος πέρασε πρώτη φορά τον Ατλαντικό και έγινε ο μεγαλύτερος ήρωας της εποχής. Είχε ένα παιδί πέντε χρόνων• το απήγαγαν και το σκότωσαν. Αυτό πάγωσε όλη την ανθρωπότητα. Εβαλε όμως και ιδέες στους ληστές, και έτσι οι ληστές της Μυτιλήνης αποφάσισαν να απαγάγουν εμένα! Είχαμε το μοναδικό αυτοκίνητο, ένα Φορντάκι, και πήγαμε μία εκδρομή στα βουνά έξω από τη Μυτιλήνη.

Οταν γυρίζαμε, εμφανίστηκαν δύο άνθρωποι, οι οποίοι είχαν βάψει τα πρόσωπά τους με κάρβουνο, ήταν μαύροι. Μόλις τους είδε η θεία μου η Ερωφίλη, η αδερφή της γιαγιάς μου, που ήταν καθηγήτρια, πρόλαβε και με έκρυψε κάτω απ’ τα φουστάνια της! Αυτοί ήρθαν και ψάχνανε, δεν με βρήκαν και άρχισαν να παίρνουν κοσμήματα και λεφτά… Εκείνη τη στιγμή λοιπόν ο σοφέρ είχε το θάρρος να βάλει μπροστά το αυτοκίνητο και οι κακοποιοί τον τραυμάτισαν. Αυτός, τραυματισμένος, κατάφερε να φτάσει στη Μυτιλήνη. Αργότερα τους δίκασαν. Φαίνεται τους χτυπούσαν πολύ, ήταν πολύ άγρια τα πράγματα. Θυμάμαι τη δίκη τους. Ηταν πολύ τραυματική εμπειρία».

*Στη φωτογραφία, που δημοσίευσε παλαιότερα ο Ηλίας Κουρτζής, ο πρώτος όρθιος αριστερά είναι ο Γιώργος Θεοδωράκης που κρατά στην αγκαλιά του τον χρονιάρη γιο του (Μίκη) και δίπλα του μάλλον η Μικρασιάτισσα (από τον Τσεσμέ) σύζυγός του Ασπασία Πουλάκη. Οι κοπέλες πρέπει να ’ναι Αγιασώτισσες με τις παραδοσιακές τοπικές ενδυμασίες και μια απ’ αυτές κρατά κουρτζήδικη στάμνα. Η φωτογραφία γράφει πίσω την ημερομηνία 15/8/1926, πράγμα που μαρτυρεί ότι εκείνη τη μέρα η οικογένεια Θεοδωράκη βρέθηκε στο ξακουστό πανηγύρι της Παναγιάς της Αγιασώτισσας.


Σε συνέντευξη του όταν ρωτήθηκε από τον Αντώνη Μποσκοϊτη για την οικογένεια του το 2017 είχε δηλώσει

Τους βλέπετε στον ύπνο σας, κ. Θεοδωράκη; Σας «επισκέπτονται» οι δικοί σας; Μόνο αυτούς βλέπω πια. Αν ξαναγυρνούσε πίσω ο χρόνος, θα ήθελα να «πάω» στην Πάτρα ή στον Πύργο: γύρω από ένα τραπέζι, η μαμά, ο μπαμπάς, εγώ και ο Γιάννης, ο αδερφός μου.



14 Δεκεμβρίου 1930 στην Ακρόπολη. O Μίκης Θεοδωράκης με τη μητέρα του Άσπα και τον πατέρα του Γιώργο.


Μίκης & Γιάννης Θεοδωράκης μιλούν στον Γιώργο Λιάνη για τον πατέρα τους


  
Μίκης Θεοδωράκης, Γεώργιος Θεοδωράκης, Ασπασία, Γιάννης Θεοδωράκης
     Τόπος: Γαλατά Χανίων
   Χρόνος: Πριν το 1954


«ΤΑ ΝΕΑ» της 19ης Μαΐου του 1977 δημοσίευσαν μια πραγματικά σπάνια συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη και του αδερφού του Γιάννη, στην οποία μιλώντας στον, αναφέρθηκαν μόνο στον πατέρα τους, Γιώργη Θεοδωράκη, από τον Γαλατά Χανίων Κρήτης, που είχε πρόσφατα φύγει από τη ζωή.


ΜΙΚΗΣ: Ο πατέρας έζησε τα πιο τραγικά γεγονότα που συνέβαιναν στα παιδιά του παλληκαρίσια, με μεγαλόκαρδη ευφροσύνη. Δεκάξη χρονώ παιδί εγκατέλειψε την Κρήτη και πήγε εθελοντής στους Βαλκανικούς. Στο αμπάρι του πλοίου συναντήθηκε με τον μεγαλύτερο αδερφό του που και αυτός για τον ίδιο σκοπό πήγαινε. Οργάνωσαν στην Αθήνα τον Λόχο Κρητών Φοιτητών όπου πήρε μέρος και ο πατέρας του Λαμπράκη, ο Δημήτρης Λαμπράκης. Ο λόχος αυτός κατέλαβε το ύψωμα του Μπιζανίου κι ο πατέρας μου τραυματίσθηκε πολύ βαριά στο κεφάλι. Τόσκασε απ’ το νοσοκομείο και έφυγε για το Μακεδονικό μέτωπο.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Ήταν απ’ τους ανώνυμους ήρωες Έλληνες που φτιάξαν μια λεύτερη Ελλάδα. Ήταν δυνατός και δεν τον λύγιζαν οι τραγωδίες των παιδιών του.

ΜΙΚΗΣ: Όταν με βασάνιζαν οι Ιταλοί, ο πατέρας ήταν κοντά μου. Όταν με συνέλαβε η Γκεστάπο βρήκε τον τρόπο να με ειδοποιήσει να μη λυγίσω. Στα Δεκεμβριανά στις πιο κρίσιμες στιγμές τον έβρισκες ένα βήμα πίσω ή ένα βήμα μπρος από μένα. Στα 1947 πούμασταν με τον Γιάννη στην ΕΠΟΝ ο γέρος – λεβέντης άντεχε δυο παρανομίες. Τις εξορίες μου στη Μακρόνησο, τις ζοφερές στιγμές τις αντιμετώπισε με καρδιά, με σθένος. Λεύτερα, ποτέ δεν μούπε μια λέξη να ντραπώ. Δεν ήταν κομμουνιστής αλλ’ ήταν ιδεολόγος φλογερός. Το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου 1967 στεκόταν στο μπαλκόνι με τον Γιάννη. «Δικτατορία» του ψέλλισα ερχόμενος στο σπίτι. Μου φόρεσε τη ρεπούμπλικά του, μάς πήρε παραμάσχαλα και από άλλο τόπο οι τρεις μαζί ετοιμάσαμε το πρώτο μήνυμα για τον ελληνικό λαό. Δεν φοβόταν.
Μετά μας είπε: “Xωρίστε. Να μη σκοτωθείτε κι οι δύο μαζί». Όταν τελείωσαν οι ανακρίσεις για το ΠΑΜ και με κάλεσαν, κάλεσαν και τον πατέρα μου για ψυχολογικό εκβιασμό. “Παραπέμπεσαι σαν αρχηγός στάσης” απήγγειλαν με στόμφο οι ασφαλίτες. Ο πατέρας ρώτησε: “Tι σημαίνει αυτό; Φέρτε μου ένα ποινικό κώδικα…” Φέραν ένα βιβλίο όπου σημαδεμένο με κόκκινο μελάνι έγραφε:“Δις εις θάνατον”. Γέλασα. “Πατέρα το υπογραμμίσανε για να το δεις καλά…”
Αυτός ήταν σοβαρός. Γύρισε και μου είπε:“Δεν πρέπει να λησμονήσεις ότι είσαι απόγονος των Χάληδων. Όλοι χύσαμε το αίμα μας για την Ελλάδα. Αν πρόκειται να το χύσεις και συ λέω πως θάχεις την ευλογία μου παιδί μου”.Tέτοιος πατέρας ήταν.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Τον στολίσαμε σα μωρό. Πήρα μια κασέτα του Μίκη και λίγα λουλούδια απ’ τον κήπο και του φώναξα “πάρτα”, όταν τον ρίξαν στον τάφο.

ΜΙΚΗΣ: Για μένα δεν έχει πεθάνει ακόμα...


Ο Μίκης με τον αδερφό του Γιάννη







Η Μυρτώ μέσα από τη ματιά του Μίκη


«Αυτές οι εμπειρίες που έζησα τότε, ας πούμε ήταν κάτι που είναι αξέχαστο, διότι παρ’ολη την αγριάδα  του πολέμου και παρ’ολο το αντιπολεμικό πάθος που πρέπει να έχουμε, είναι ορισμένες στιγμές πραγματικά που ανδρώνεται και ατσαλώνεται, ας πούμε ο άνθρωπος. Σε αυτά τα πλαίσια μέσα ήταν όλες μου οι ασχολίες, πλην και μιας άλλης, ας πούμε πολλή ευχάριστη αυτή. Έτσι σαν διάλλειμα θα έλεγα, μέσα σε όλα αυτά, ήταν η επαφή μου, η σύνδεση μου με τη Μυρτώ, τη γυναίκα μου τη σημερινή, που τότε ήμαστε και οι δύο πολύ νέοι, εκείνη ήταν 17, εγώ 18 χρονών και ανάμεσα σε όλα αυτά βρίσκαμε λίγο καιρό να πάμε μια βόλτα εδώ στου Φιλοπάππου. Ήταν πραγματικά η άλλη διάσταση που κυριολεκτικά μας κρατούσε εκείνη την εποχή στην αισιοδοξία, θα λέγαμε, στη ζωή. Γιατί πρέπει να πούμε, μέσα σε όλα αυτά υπήρχε μια μεγάλη αισιοδοξία, μεγάλη χαρά».

Μίκης Θεοδωράκης και Μυρτώ Θεοδωράκη
Τόπος: Λωζάνη
Χρόνος: 20.10.1954

Έτσι μύριζε το ύστερα από μια μικρή ανοιξιάτικη βροχή
1946
Στη Μυρτώ
22.ΙV.46
 
Θυμάμαι πως μου είπες μια λέξη
Κι εγώ έκοψα λίγο χορτάρι
με τις ρίζες γιομάτες από χώμα                     
να τρίψω την καρδιά μου να ευωδιάσει.
 
Σου είπα πως όταν ήμουνα παιδί
μου άρεσε να τυλίγομαι μες στο χώμα
και να μιλώ με τις μακριές σκουληκαντέρες
για τα μυστικά της γης.
Μου φέρνει η κάθε μια κι από ‘να  μήνυμα      
κι η φωνίτσα τους χάνεται μες στο θόρυβο    
που κάνουν οι λογής-λογής ρίζες                   
καθώς χώνουνται όλο και βαθύτερα μες στη γης.                                              
Πώς τρομάζαμε όταν έσκαγε κάποιος σπόρος
και ξεπήδαγε καινούριο φυτό...
                             
Όχι δε μου άρεσε να κοιτάζω τ’ αστέρια            
μου φαίνονταν σαν πολύ μακρινά και ξένα 
ο Ήλιος μου αρέσει πιο πολύ                          
ιδίως όταν το καλοκαίρι οι αχτίδες του
χορεύουν πάνω στο δέρμα 
τραγουδώντας ένα παράξενο τραγούδι
που τα λόγια του χάνουνται τώρα
βαθειά μες στη μνήμη μου.
 
Τότε για πρώτη φορά σκέφτηκα
να ταιριάσω τα τραγούδια
που άκουγα όλη μέρα
σ’ ένα μονάχα τραγούδι
που θα το λέγαμε όλοι μαζί.
Η σκέψη αυτή δεν ήταν εντελώς δική μου.
Άκουσα να τη λέει 
ένα μικρό πρασινοκίτρινο φυλλαράκι
που ξεπήδαγε κείνη τη στιγμή
μες απ’ το χλωρό κλαδί της μηλιάς μας.
 
Την άλλη μέρα ξύπνησα μαζί με την Αυγή     
κατέβηκα στα χορτάρια και κυλίστηκα 
μες στις δροσοσταλίδες.
Ανατρίχιασε όλο το κορμί μου  
δεν υπήρχε ούτε και το πιο μικρό μόριο 
πάνω στο δέρμα μου που να μην έλεγε  
κι ένα μικρό τραγουδάκι.
 
Τότε είπα το μυστικό μου στα χορτάρια
τα φυλλαράκια που ‘σαν κοντά 
σκύψαν το κεφάλι να κρυφακούσουν
πολλές σκουληκαντέρες κατέβηκαν
χαρούμενες βαθειά σ’ όλο τον κόσμο 
να πουν το μυστικό μας
κάθε σταγόνα γης ήταν τη μέρα κείνη
ευτυχισμένη...
 
Τότε τους είπα να ξαπλώσουμε ήσυχα
περιμένοντας να βγει ο ήλιος...
πραγματικά κάναμε με μιας
τόσο ησυχία
ώστε μπορούμε ν’ ακούμε
το μακρινό τραγούδι της Αυγής
που μοιάζει σαν κοράλι
περιχυμένο με λεπτά δάκρυα πουλιών...
Τι όμορφο που ήταν εκείνο το τραγούδι
θα μπορέσουμε άραγε να τραγουδήσουμε
έτσι όμορφα και μεις;
 
                       *
Όχι δε μου αρέσει τώρα πια το τραγούδι της γης.
Οι ρίζες σχίζουν το χώμα παράφωνα
κι οι αχτίδες φωνάζουν με ορμή και μανία.
Εμένα τώρα μου αρέσει το τραγούδι της Αυγής
όταν το ακούω νομίζω πως βρίσκομαι
στο δάσος με τα κοράλια περιχυμένα
από λεπτά δάκρυα πουλιών
μέσα στη γαλανή ανταύγεια του πρωινού.
 
Τα χορταράκια, τα φύλλα και τα σκουλήκια
μ’ απλώνουν σα λυγμό τα χέρια
και μου φωνάζουν παρακαλεστά
“Μείνε, σε λίγο θα βγει κι ο ήλιος
να τραγουδήσουμε μαζί”.
Μπορώ όμως να μείνω μακριά
απ’ το τραγούδι της Αυγής;
 
Για πρώτη φορά σκαρφαλώνω τη μάντρα
του κήπου μας κι ένοιωσα
σαν το φυτό που το τραβούν από τη γης του.
Βρέθηκα τότες μέσα σε άγνωστους δρόμους.
Στα μάτια μου όμως μπροστά τρεμοπαίζει
η ρόδινη ανταύγεια κι ήμουν ευτυχισμένος
που σε λίγο η επιδερμίδα μου θα λούζονταν
μέσα σε κείνο το εξαίσιο τραγούδι.
 
                          *
Καθώς βλέπεις, δεν είμαι τώρα πια παιδί
κι όμως ακόμα δεν κατόρθωσα να φτάσω  
τ’ όμορφο κείνο τραγούδι. 
Είμαι σχεδόν μετανοιωμένος
που άφησα τη μισή μου καρδιά
χωμένη μες στη γης.
Φοβάμαι αν θα με ξαναδεχτούν
οι αγαπημένοι μου φίλοι
κι αν θα με γνωρίσει η καρδιά μου
που τώρα πια θα ‘χει γίνει κι αυτή
ίσως λίγη χλόη
ίσως ένας μικρός θάμνος
με λίγα κόκκινα λουλουδάκια περιχυμένα
με λεπτές δροσοσταλίδες.
Θα ήθελα τόσο να ξαναγυρίσω στη γης.
Πόσα τραγούδια αλήθεια θα ξαναπούμε...
Και τώρα που ‘ρχεται το καινούριο καλοκαίρι
θα περιμένουμε τον ήλιο
να του πούμε πια το μυστικό μας 
και να πραγματοποιήσουμε  
το παλιό μας το όνειρο.
 
Μιχ. Γ. Θεοδωράκης
11.2.46
Αθήνα



Η ιστορία της Μυρτιάς

Στα τέλη του 1960, ο Μίκης Θεοδωράκης είχε μελοποιήσει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και αναζητούσε κάποια δισκογραφική εταιρεία ώστε να τον ηχογραφήσει. Η “FIDELITY” του Αλέκου Πατσιφά τον έπεισε και ξεκίνησαν οι πρόβες με την Άννα Χρυσάφη, από τις πιο σπουδαίες λαϊκές τραγουδίστριες της εποχής. Κι ενώ όλα ήταν έτοιμα, ο Πατσιφάς του είπε ότι τα τραγούδια θα ηχογραφούνταν τελικώς με τη Νάνα Μούσχουρη, η οποία είχε ακούσει τις πρόβες και είχε ενθουσιαστεί.Στο διάστημα αυτό, ο συνθέτης με τη σύζυγό του Μυρτώ συναντάνε τον τότε διευθυντή του ΕΙΡ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) Πύρρο Σπυρομήλιο και τον Νίκο Γκάτσο. Ο Σπυρομήλιος του ζητά να συμμετάσχει στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού που επρόκειτο να γίνει το καλοκαίρι του 1961, ενώ ο Γκάτσος δε μίλησε πολύ και παρατηρούσε για αρκετή ώρα τη γυναίκα του Θεοδωράκη.Την επόμενη μέρα, συνθέτης και ποιητής συναντήθηκαν στον περίφημο «Φλόκα» και ο Γκάτσος άρχισε να μιλά με θαυμασμό για τη σύζυγο του Μίκη. Λίγα λεπτά μετά, έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί με στίχους και τους έδωσε στον δημιουργό, λέγοντάς του ότι τους έγραψε για τη Μυρτώ που του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση! Το τραγούδι ήταν «Η Μυρτιά» (από το Μυρτώ…) και ο Θεοδωράκης συγκινήθηκε πολύ μόλις το διάβασε, υποσχόμενος στον ποιητή ότι πολύ σύντομα θα έγραφε τη μελωδία…




Nοέμβριος 1969, Στρατόπεδο Ωρωπού: Απαγορεύεται η αγάπη;

Επισκεπτήριο.Τα μεγάφωνα φωνάζουν το όνομα μου.-Θεοδωράκης, επισκεπτήριο! Είναι η γυναίκα μου με τον πατέρα μου. Δύο πρόσωπα κάθε δύο μήνες. Δεν υπάρχει θέση για άλλους. Η μητέρα μου, τα παιδιά μου; Ίσως ύστερα από δύο μήνες! Περνώ την πόρτα του κήπου. Ο φρουρός χωροφύλακας κλείνει προσεκτικά το μεγάλο λουκέτο με τη μάρκα «MADE IN POLAND». Μπαίνω στο κτίριο του Διοικητηρίου. Στο δωμάτιο αριστερά, κάθονται οι δικοί μου. Σηκώνονται και με χαιρετούν. Μετά καθόμαστε απέναντι. Ανάμεσα μας, υπαξιωματικοί και χωροφύλακες παρακολουθούν κάθε μας λέξη. Αν θελήσουμε να πούμε κάτι που ξεφεύγει από τα αυστηρώς οικογενειακά πλαίσια η συζήτηση διακόπτεται.
-Απαγορεύεται αυτό.
-Απαγορεύεται το άλλο.
Η Μυρτώ χαμογελά.
-Σε βλέπω χαρούμενη, της λέω. Τι συμβαίνει;
-Είμαι χαρούμενη, γιατί δεν μπορείς να φανταστείς πόση αγάπη, σεβασμό και συμπαράσταση μας δείχνει όλος ο κόσμος…
-Απαγορεύεται λέει ο υπαξιωματικό.
-Τι απαγορεύεται , του λέω η αγάπη;
-Αυτή δεν μπορείτει να την απαγορεύσετε, του φωνάζει ο πατέρας μου.
-Ξέρεις, συνεχίζει η Μυρτώ, κανένας δεν δέχεται τα χρήματα μας! 
«Μας προσβάλλετε! Εσείς μας προσφέρετε τόσα πολλά! Αφήστε μας κι εμάς να σας προσφέρουμε κάτι». Αυτό γίνεται παντού. Σε όλα τα καταστήματα. Στο ταξί. Στον κινηματογράφο. Παντού!
-Ο Λαός συμπαραστέκεται…
-Απαγορεύεται!


Τα σημειώματα με τον Μάνο Χατζιδάκι


«Με τον Μάνο γνωριστήκαμε την άνοιξη του 1945 στα κεντρικά γραφεία της ΕΠΟΝ Αθήνας και έκτοτε μείναμε αχώριστοι. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν ο ίδιος για μένα πέρα από τη φιλία, την εκτίμηση και την αγάπη που μας συνέδεε. Εγώ όμως τον θαύμαζα, πίστευα εξαρχής ότι ήταν ιδιοφυής και έγινα για πάντα αιχμάλωτος της γοητείας που εξέπεμπε ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης. Με μια λέξη, ήταν και είναι μοναδικός», έχει πει ο Μίκης.  Αρκετοί  ίσως να μη γνωρίζουν ότι ένα μεγαλειώδες μουσικό έργο, ο «Επιτάφιος», στάθηκε η αφορμή να συναντηθούν καλλιτεχνικά, να διαφωνήσουν και να προκαλέσουν, άθελά τους, έναν, προσωρινό ευτυχώς, διχασμό. Οι συγκλονιστικοί στίχοι από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου στάλθηκαν από τον ίδιο τον ποιητή στον Θεοδωράκη το 1958, στο Παρίσι όπου σπούδαζε τότε με υποτροφία. Εκείνος τα διάβασε μέσα στο αυτοκίνητο περιμένοντας τη Μυρτώ να γυρίσει από το μπακάλικο. Τα λόγια και οι κυρίως τα συναισθήματα που γεννούσαν οι εικόνες που περιέγραφαν οι στίχοι τον συγκλόνισαν. Το ίδιο απόγευμα κάθισε και τους μελοποίησε σε ένα πραγματικό κρεσέντο έμπνευσης και δημιουργίας. Όταν  τελείωσε έστειλε ένα αντίτυπο στον Ρίτσο, ένα στον φίλο του Βύρωνα Σάμιο κι ένα τρίτο στον Μάνο Χατζιδάκι. Εκείνος εξέφρασε την επιθυμία να ενορχηστρώσει και να ηχογραφήσει το έργο στην Αθήνα με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη. Τελικά ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Αύγουστο 1970 από τη Fidelity και ήταν η πρώτη αλλά και πιο άγνωστη στο ευρύ κοινό δισκογραφική εκδοχή του «Επιταφίου».
Το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την έκδοση του δίσκου οι δύο συνθέτες επικοινωνούσαν συχνά μέσα από σύντομα γραπτά, κωδικοποιημένα μηνύματα: «Μάνο, όπως συνήθως συνέβη το 10%...Να με συγχωρείς. Αύριο πρωί θα βρίσκομαι εδώ. Εως τις 11 και μισή. Αν μπορείς έλα. Κάτσε και γράψε με την ησυχία σου. Γεια χαρά. Μίκης», έγραφε σε ένα από αυτά τα σημειώματα ο Θεοδωράκης για να λάβει την παρακάτω απάντηση από τον Χατζιδάκι: «Θα έρθω αύριο στις 10 περίπου. Η εργασία μου σήμερα ήτο μόνον και άκρως αισθητική. Γεια χαρά. Μάνος».






Αναδρομή: Οι Λαμπράκηδες



«Μια μέρα βρισκόμουν στο Πέραμα- τη συνοικία με τις παράγκες. – Ποιο είναι το μεγάλο σας πρόβλημα; τους ρωτώ. Βρισκόμαστε ψηλά στο βουνό και στα πόδια μας μπροστά ξετυλίγεται η θάλασσα της Σαλαμίνας. Λίγα μέτρα πιο πέρα από εμάς, είχε καθίσει ο Βασιλιάς των Περσών να καμαρώσει τη νίκη του στόλου του. Όμως η πονηριά του Θεμιστοκλή τον παρέσυρε σε αυτό το στενό κι αντί για νίκη είδε τη μεγάλη σφαγή των δικών του. Και μετά, όπου φύγει-φύγει…Αυτά γινόντουσαν πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια περίπου…Τώρα, οι απόγονοι των Σαλαμινομάχων κάθονται σε ξύλινες παράγκες.Δεν έχουν νερό,ούτε ηλεκτρικό και για να βρούνε το λεωφορείο ανεβοκατεβαίνουν άλλος μισή, άλλος μια ώρα ποδαρόδρομο.
- Αυτό είναι το πρώτο πρόβλημα, ο δρόμος.
- Να τις σας προτείνω: Εσείς θα βάλετε τους κασμάδες και το τσιμέντο. Εμείς τα μπράτσα. Σύμφωνοι;
- Σύμφωνοι!
Πηγαίνω στις λέσχες του Πειραιά και μιλώ στους Λαμπράκηδες .Άλλοι θα δουλεύουν. Άλλοι θα τραγουδούν. Θα παρουσιάσουμε καλλιτεχνικά προγράμματα όλη τη μέρα. Θα κάνουμε αθλητισμό και θα φτιάξουμε και το δρόμο. Έτσι και έγινε. Κάποια Κυριακή πέντε χιλιάδες Λαμπράκηδες ξεχύθηκαν στο Πέραμα. Το Βράδυ, ο δρόμος που σκαρφάλωνε στο βουνό ήταν έτοιμος. Κι ο λαός τον βάπτισε « Η Λεωφόρος Λαμπράκη».
Τέτοια έργα έκαναν οι Λαμπράκηδες παντού».







Συνεχίζεται...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου