Πηγή έμπνευσης για μεγάλους δημιουργούς της μουσικής και της ποίησης αποτέλεσε η αντιδικτατορική πάλη του λαού κατά την μαύρη επταετία της Χούντας των Συνταγματαρχών (1967-1974), καθώς και γεγονότα-ορόσημο όπως η εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Με αφορμή την 48η επέτειο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου επιλέξαμε να παρουσιάσουμε κάποια τραγούδια που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τα γεγονότα της περιόδου εκείνης. Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο ότι εξαιτίας της λογοκρισίας, δεν αναφέρονταν ευθέως στις πολιτικές συνθήκες της εποχής.
Τα τραγούδια αυτά, παραμένουν διαχρονικά και επίκαιρα, «μεταφέρονται» από γενιά σε γενιά ενώ ταυτόχρονα αποτελούν σημαντική παρακαταθήκη για τη διατήρηση της μνήμης αλλά και της πολιτιστικής ταυτότητας του λαού μας.
Αχ χελιδόνι μου
Η σχέση του Γιώργου Νταλάρα με τον Μάνο Λοΐζο ξεκινά το 1968, όταν ο 19χρονος φέρελπις τραγουδιστής καλείται να ερμηνεύσει ένα από τα τραγούδια του συνθέτη για το άλμπουμ «Ο σταθμός», με το οποίο εγκαινιάστηκε η ετικέτα μιας νέας εταιρείας με την επωνυμία MINOS! Πρόκειται για το «Ήτανε οκτώ-εννιά» που μπορεί να μην ακούστηκε ιδιαίτερα, όμως ήταν η αφορμή για την έναρξη μιας συνεργασίας που κράτησε ως το 1976 και χάρισε μεγάλες στιγμές στο ελληνικό τραγούδι…
Πέραν της επαγγελματικής τους επαφής, Νταλάρας και Λοΐζος συνδέθηκαν με στενή φιλία -τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70- και έκαναν παρέα σχεδόν καθημερινά. Απ’ τη στιγμή μάλιστα που ο συνθέτης ήταν έτσι κι αλλιώς ένας πολύ ανοιχτός και με εξαιρετικό χιούμορ άνθρωπος, τα πειράγματα δίνανε και παίρνανε…
Ο Λοΐζος δεν δίσταζε να εκφράζει το θαυμασμό του για άλλους δημιουργούς και να τους «ζηλεύει» με την καλή έννοια. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Σταύρος Κουγιουμτζής, με τον οποίο ο Νταλάρας είχε σχεδόν αποκλειστική συνεργασία στα πρώτα βήματα της καριέρας του. Συχνά λοιπόν, ο αξέχαστος Μάνος μιλούσε με σεβασμό και αγάπη για τα τραγούδια του Θεσσαλονικιού συνθέτη και δεν παρέλειπε να τονίζει το πόσο θα ήθελε να του μοιάσει…
Ο Νταλάρας τότε άρπαζε την ευκαιρία και για να πειράξει τον Λοΐζο, του έλεγε κάθε φορά: «Κεφάλα (το παρατσούκλι του), ότι κι αν κάνεις δεν πρόκειται ποτέ να γράψεις ένα τραγούδι σαν του Κουγιουμτζή»! Φυσικά δεν το έλεγε επειδή δεν τον θεωρούσε ικανό, αλλά για να τον «τσιγκλήσει» και να τον δοκιμάσει!
Φαίνεται λοιπόν ότι μάλλον τα κατάφερε, αφού μια μέρα γύρω στα μέσα του 1971 ο Λοΐζος του είπε με βεβαιότητα: «Ρε συ, θα σου γράψω ένα τραγούδι σαν του Κουγιουμτζή». Ο Νταλάρας τον κορόιδεψε και του επανέλαβε τη γνωστή κουβέντα που συνήθιζε να του λέει, αλλά λίγες μέρες αργότερα δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον συνθέτη ο οποίος τον καλούσε στο σπίτι του «για ν’ ακούσει κάτι» …
Πράγματι, ο ερμηνευτής πήγε κι αμέσως ο Λοΐζος κάθισε στο πιάνο κι άρχισε να παίζει και να τραγουδά το «Αχ χελιδόνι μου», τους στίχους του οποίου είχε γράψει -ποιος άλλος;- ο Λευτέρης Παπαδόπουλος! Είναι άξιον απορίας το πώς τούτα τα λόγια κατάφεραν να περάσουν από τη «μέγγενη» της χουντικής λογοκρισίας, αφού είναι ξεκάθαρο ότι περιγράφουν τόσο παραστατικά κι εμφατικά τα δύσκολα χρόνια που βίωνε εκείνα τα χρόνια η χώρα μας υπό τον δικτατορικό ζυγό.
Τα Τραγούδια του «Ανδρέα»
Στο αυτοβιογραφικό έργο «Το Χρέος», ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται:
«ΚΕΛΙ ΑΡ.3. Το κελί των γυναικών. Στον τοίχο κολλημένες φωτογραφίες παιδιών. Το γυναικείο άρωμα κρέμεται από το ταβάνι. Πλησιάζω το παράθυρο. Ο φωταγωγός. Η ταράτσα. Ο θόρυβος των γραφείων. Οι άγριες φωνές. Χτυπώ. Πλάι στο αποχωρητήριο, το πρώτο μου κελί. Ο Ιούδας ανοιχτός. Βάζω βιαστικά το μάτι. Ο Αντρέας! Υποχωρώ. Ένα μάτι με παρατηρεί. Μετά μεγαλώνει. Μπαίνω στο «μέρος». Χτυπώ τον τοίχο συνθηματικά. Ξαναβγαίνω. Μια γρήγορη ματιά. Ο Αντρέας καθισμένος κατάχαμα, χορεύει! Μες’στο κελί ετοιμάζω το Μορς των φυλακών. ΑΒΓΔ-ΕΖΗΘ-ΙΚΛΜ κ.λπ. Χτυπάς πρώτα τη σειρά της ομάδας και στη συνέχεια τη σειρά του γράμματος μέσα στην ομάδα. Το απόγιομα πετώ το χαρτάκι από την τρύπα του Ιούδα. Μετά ξαπλώνω πλάι στον τοίχο κι αρχίζουμε το κουβεντολόι. Ο Αντρέας μου διηγήθηκε τη δράση του και τη σύλληψή του. Τις ανακρίσεις και το μαρτύριό του πάνω στην ταράτσα. «Με χτυπούσαν με μικρούς σάκους γιομάτους με άμμο στο κεφάλι, γιατί γνώριζαν πως είχα μετατραυματική επιληψία…». Ο Λάμπρου αγαπούσε και θαύμαζε το «κεφάλι» του. «Θαυμάζω τους Λαμπράκηδες σου, μου έλεγε. Έχουν όλοι θαυμάσιο μυαλό. Ο Μανωλάκος, ο Λεντάκης…»
Την άλλη μέρα μου φέρνουν τον Θέμο, τον πρώτο μου σύντροφο στην παρανομία. Μεγάλη χαρά. Ως το βράδυ μου διηγείται. Τα νέα της παρανομίας κι ύστερα τα νέα της Ασφάλειας δεν έχουν τέλος.
Το βράδυ χτυπούν στην ταράτσα. Ο Αντρέας με ειδοποιεί πως πρόκειται για κάποιον Λαμπράκη. Ουρλιαχτά. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Πότε επιτέλους θα γλιτώσω απ’ το ανθρώπινο σφαγείο; Τότε σαν αστραπή χτύπησε τη σκέψη μου η ιδέα της απεργίας πείνας. Όχι μόνο για μένα. Για όλους. Ο Αντρέας συμφωνεί. Τι λέει η απομόνωση; Συμφωνεί. Ειδοποιώ τους φρουρούς. Έρχεται ο αξιωματικός. Του αναγγέλλω την απόφασή μου.
- Πόσο; Με ρωτά.
- Έως το τέλος.
- Δεν κάνεις καλά.
- Δικός μου λογαριασμός.
«Να πίνεις νερό με λίγη ζάχαρη», χτυπά ο Αντρέας. Πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη μέρα. Οι πιο δύσκολες, γιατί ο οργανισμός διαμαρτύρεται, αντιδρά, πονά. Μετά ζαλάδες. Ξαπλώνω. Ημέρα δωδέκατη. Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ακούω τη γυναίκα μου να φωνάζει στους διαδρόμους: «Δολοφόνοι». Θυμάμαι το τελευταίο μου μήνυμα: «Αρχίζω την τελευταία μου μάχη για τη Λευτεριά του Λαού μας…».
Ο Αντρέας χτυπά γρήγορα και δυνατά. Διαμαρτύρεται. Και μετά: «Δεν είναι η τελευταία. Θα δώσουμε μαζί κι άλλες ως την τελική νίκη…».
Με μεταφέρουν στα χέρια. Αυτοκίνητο. «Άγιος Παύλος…»
* Το Σφαγείο
*Είμαστε δυο
Τα Τραγούδια του Αγώνα
Τα τραγούδια του Αγώνα είναι έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Η σύνθεση είναι του Μίκη, ενώ στίχοι απανθίστηκαν από τους Ανδρέα Κάλβο, Μάνο Ελευθερίου, Γεωργία Δεληγιάννη- Αναστασιάδη, Νότη Περγιάλη, Αλέκο Παναγούλη και τον Μίκη. Γράφτηκε στα χρόνια της εξορίας όταν ο Μίκης βρίσκονταν στη Γαλλία, και ηχογραφήθηκε το 1971 στο Λονδίνο στα χρόνια της δικτατορίας. Τραγουδούν ο Μίκης, η Μαρία Φαραντούρη, η Μαρία Δημητριάδη και ο Λάκης Καραλής. Κυκλοφόρησε το 1971 στη Βρετανία και το Παρίσι, ακολούθως το 1973 και πάλι το 1996 στην Ελλάδα.
Ιδρυτικό μέλος του Πατριωτικού Μετώπου, με την κήρυξη της δικτατορίας ο Μίκης ηχογραφεί στην παρανομία κάποια από «Τα Τραγούδια του Αγώνα» («Πάλης Ξεκίνημα»), με μοναδικό όργανο τη φωνή και τα παλαμάκια του. Η κασέτα αναπαράγεται και κυκλοφορεί πλατιά εμψυχώνοντας τον κόσμο της αριστεράς που είχε παγώσει.
*Πάλης Ξεκίνημα
Από την παρανομία, επίσης, στέλνει στον Μπιθικώτση μια συγκλονιστική επιστολή, προσπαθώντας μάταια να τον αποτρέψει από το να τραγουδήσει τον ύμνο της 21ης Απριλίου:
«Γρηγόρη. Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα «δειλινά» τον «Ύμνο της Επαναστάσεως». Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνεις τί πρόκειται να κάνεις. Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια. Μη γκρεμίζεις με μια κλωτσιά αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στο βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα. Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει. Γιατί αν εσύ ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα θα πρέπει να ξέρεις ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης που γέννησε ο Λαός μας. Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ’ ακούσεις για τελευταία φορά. Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά. (Υπογραφή Μίκης Θεοδωράκης) Αθήναι, Ιούλιος 1967.
*Ποιος τη ζωή μου
Ο Μάνος Ελευθερίου, μιλώντας στην Κρυσταλία Πατούλη είχε αναφέρει…
Θέλετε να μας πείτε για τους στίχους «Ποιός τη ζωή μου...»;
Είχα στείλει τα τραγούδια στον Μίκη Θεοδωράκη, το Γενάρη 1971, νομίζω, στο Λονδίνο που έμενε τότε με τη Μαρία Δημητριάδη και από ότι μου έγραψε μετά η Μαρία, ο Μίκης μόλις τα έλαβε κάθισε και έγραψε τα τραγούδια αυθημερόν και συμπεριελήφθησαν μετά στο δίσκο «Τα τραγούδια του αγώνα». Αλλά ούτε θυμάμαι πως γράφτηκαν. Τίποτα δεν θυμάμαι. Ήταν δύσκολη εποχή, μέσα στη δικτατορία.
Κι έχω καιρό να το ακούσω. Αλλά νομίζω ότι έχει αντίκτυπο στον κόσμο. Από ότι μου έλεγε ο Κατσιμίχας όποτε το τραγουδάνε το αποθεώνουν.
Τι θέλατε να πείτε με τη φράση: «Που πήγε αυτός που ξέρει να μιλά»;
Ήταν αυτοί οι άνθρωποι που μπορούσαν να κάνουνε κάτι και εξαφανίστηκαν. Αν είχαν τη δυνατότητα και τις ευκαιρίες να αναδειχτούν σε ηγετικές μορφές θα μπορούσαν να βοηθήσουν.
Πρέπει να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και τις ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα, είχα γνωρίσει κάποιον εκείνα τα χρόνια που το έγραψα, ο οποίος θα γινόταν μεγάλη προσωπικότητα αλλά πέθανε στα 28 του χρόνια.
Για κάποιον μες τον κόσμο είναι αργά…
Ναι. Ήταν και γι αυτόν αυτός ο στίχος. Θα γινόταν πολύ σημαντικός κριτικός βιβλίων, συγγραφέων, ήταν μεγάλη μορφή… Αλλά αλλιώς τα είχε κανονίσει ο Πανάγαθος και τον πήρε κοντά του (τα λέμε… έτσι όπως τα λέει και πολύς κόσμος).
*Μην ξεχνάς τον Ωρωπό
«Και συ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό… Και συ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον φασισμό…» ξεπηδούσαν τα λόγια του Μίκη, στη μεγαλειώδη μεταδικτατορική συναυλία του, σαν κεραυνοί, για να ενωθούν με τις φωνές χιλιάδων θεατών που έπειτα από επτά χρόνια «στον γύψο» είχαν επανακατακτήσει την ελευθερία να βροντοφωνάζουν αυτό που σκέφτονται.
Το τραγούδι εκείνο μιλούσε για τους μήνες (Οκτώβριος 1969 – Απρίλιος 1970) που ο Μίκης Θεοδωράκης πέρασε στις φυλακές Ωρωπού-μαζί με άλλους συναγωνιστές (Μανώλης Γλέζος, Ανδρέας Λεντάκης κ.ά.)- ως κρατούμενος της χούντας των Συνταγματαρχών.
*Διότι δεν συνεμορφώθην
Στην κινηματογραφική αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη, που σκηνοθέτησαν και επιμελήθηκαν ο Γιώργος και η Ηρώ Σουράκη, ο ίδιος ο συνθέτης διηγείται δυο στιγμιότυπα από την περίοδο που πέρασε κρατούμενος στις φυλακές του Ωρωπού:
«... Σαν εκπρόσωπος των κρατουμένων είχα πάει στο διοικητή και του είχα δώσει τις αιτήσεις όλων των κρατουμένων για τον «Ερυθρό Σταυρό». Η γραμμή της διοίκησης ήταν ότι ο καθένας έπρεπε να πάει μόνος του να κάνει την αίτηση, μήπως εκεί ο διοικητής μιλώντας του να τον καταφέρει να κάνει δήλωση. Εμείς θέλαμε να 'μαστε όλοι μαζί. Κι έτσι ο ανθυπασπιστής μπήκε μέσα και μου 'φερε όλο τον πάκο τις αιτήσεις και πάνω έγραφε "Επιστρέφονται, διότι δε συνεμορφώθη προς τις απαιτήσεις" Λοιπόν, είμαστε έτοιμοι να βγούμε έξω, αλλά τα μεγάφωνα είπαν ότι σήμερα απαγορεύεται η έξοδος. Είχα λοιπόν μπροστά μου τους στίχους αυτούς, τον πρώτο στίχο γραμμένο από τον διοικητή, έγραψα το τραγουδάκι, «διότι δε συμμορφώθην προς τις απαιτήσεις, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει μες το σύρμα περπατώ». Και το μεσημέρι, το βράδυ κατεβαίνουμε στο εστιατόριο, τους τραγούδησα το καινούριο τραγούδι και μάλιστα εμήνυσα στο διοικητή ότι έχει και πνευματικά δικαιώματα, γιατί ο πρώτος στίχος είναι δικός του»...
Ο Μ. Θεοδωράκης εξηγεί ότι το επισκεπτήριο ήταν μια φορά κάθε δυο μήνες, πολλές φορές συγγενείς και φίλοι των κρατουμένων προσέγγιζαν στο μόλο απέναντι από τις φυλακές προκειμένου να τους βλέπουν. Αλλά αυτό απαγορευόταν, πολλές φορές τους έπιαναν.
«Μια μέρα νομίζω ήταν Φλεβάρης, Μάρτης του '70, όλο το στρατόπεδο είμαστε μέσα, κοιμόμαστε όλοι, και κάποιος φρουρός (...) με ξύπνησε. «Κύριε Μίκη», μου λέει, «κάποιοι τραγουδάνε δικά σας τραγούδια». Βγήκα λοιπόν κι ήρθα εδώ. Φύσαγε λίγος αέρας και με τον αέρα ερχότανε το Ροδόσταμο. Ήταν μια παρέα τρεις - τέσσερις άντρες, μια γυναίκα και βάδιζαν αργά στο μόλο. Εγώ γνώρισα από το ύφος που τραγουδούσε, μου 'ρθε ότι είναι ο Χιώτης. Κατάλαβα, αλλά δεν ήμουνα βέβαιος. Αυτοί όμως βάδιζαν μ' ένα τρόπο επίσημο, θα 'λεγα. Αργά, ιεροτελεστικά. Έβλεπαν προς εμάς και προχωρούσαν.
Σιγά-σιγά άρχισαν να ξυπνούν κι οι άλλοι κρατούμενοι και γέμισε εδώ όλο το συρματόπλεγμα απ' τους κρατούμενους. Και έφυγε ένας ενωματάρχης από το διοικητήριο και πήγε εκεί. Είδαμε ότι συνομιλούσαν μαζί, δεν τον έπιασαν το Χιώτη. Και τον άφησαν. Εφύγαμε κι εμείς. Την άλλη μέρα μαθαίνουμε από τον Τύπο ότι ο Μανώλης Χιώτης είχε πάει στον Ωρωπό, το απόγευμα, γύρισε στο σπίτι του στον Ωρωπό και έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε».
*Ο Λεβέντης
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το τραγούδι γράφτηκε για τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Ερμηνεύτρια: Δημητριάδη Μαρία. Έτος 1974. Στίχοι: Περγιάλης Νότης. Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
Ρωμιοσύνη
Γιάννης Ρίτσος, Μίκης Θεοδωράκης και Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ο συνθέτης αφιέρωσε ολόκληρο δίσκο στο ποίημα του Ρίτσου, ονομάζοντάς τον Ρωμιοσύνη, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1966. Μερικά από αυτά τα τραγούδια του δίσκου τραγουδήθηκαν από το κοινό και ερμηνεύθηκαν από πολλούς καλλιτέχνες, ενώ έως και σήμερα, μερικά εξ αυτών, είναι από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια του συνθέτη, όπως για παράδειγμα το «Αυτά τα δέντρα», το «Όταν σφίγγουν το χέρι» και το «Θα σημάνουν οι καμπάνες».
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης εξομολογήθηκε στην αυτοβιογραφία του πως βασανίστηκε πολύ ώσπου να κατανοήσει το έργο και επί μήνες ολόκληρους άκουγε κάθε βράδυ την κασέτα που του είχε δώσει ο Μίκης, μέχρι να κατακτήσει την ουσία του ποιητικού λόγου.
Ο δρόμος
Αφηγείται η Κωστούλα Μητροπούλου «…Ο Μάνος Λοΐζος λοιπόν, έφηβος το 1963, έφηβος σ’ όλη του τη ζωή και γι’ αυτό γνήσιος, μου είχε πει άξαφνα και απλά σαν να ‘λεγε: πάμε για καφέ; μια φράση που ήταν ο “πρόλογος” για το Δρόμο και το Στρατιώτη, τα δυο μοναδικά μας τραγούδια: Εκείνο το διήγημα, πως το λες; Ναι, αυτό, με την απομυθοποίηση ηρώων και συμβόλων, μ’ άρεσε πολύ, το κάνουμε τραγούδι .Το άλλο βράδυ, σ’ ένα στέκι που μαζεύονταν καλλιτέχνες στο Κολωνάκι, ο Μάνος δοκίμαζε την απομυθοποίηση μιας ολόκληρης εποχής στην κιθάρα του. Το τραγούδι γράφτηκε εκείνο το ίδιο βράδυ και ήταν Ο Δρόμος. Σίγουρα ξέραμε και δεν ξέραμε τι ακριβώς είχαμε φτιάξει. Μπορεί και να πιστεύαμε πως ήταν ένα τραγούδι δικό μας μόνο, ένα τραγούδι για την αδικημένη, σαστισμένη γενιά μας, που δεν ήξερε τι ήταν ο πόλεμος και που την περίμενε στο δρόμο μια δικτατορία.»
Πολύ κοντά, χρονικά, γράφτηκε και ένα άλλο τραγούδι «Ο Στρατιώτης», ένα αναπάντεχο «κατηγορώ» για τη «ζωή» στο στρατό… Το τραγούδι αυτό, δεν πήρε άδεια από τη λογοκρισία και δε βγήκε σε δίσκο μαζί με το Δρόμο, στα ’64-’65. Ακούστηκαν και τα δύο, μαζί με άλλα της ίδιας δημιουργικής εποχής του Μάνου, στη συναυλία του Πειραιά… Σε λίγο ήρθε η δικτατορία…
Το ακορντεόν
Το «Ακορντεόν» κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1974, αλλά γράφτηκε χρόνια πριν. Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού ακούγεται στην ταινία μικρού μήκους «Αθήνα πόλη χαμόγελο», του κομμουνιστή σκηνοθέτη Λάμπρου Λιαρόπουλου και ανήκει στον Γιάννη Πουλόπουλο. Το 1967 η ταινία ήταν έτοιμη να βγει στις αίθουσες, όμως δεν θα παιχτεί εξαιτίας της χούντας των συνταγματαρχών. Ο Γιάννης Πουλόπουλος στα ξεκινήματά του είχε ερμηνεύσει ήδη τέσσερα τραγούδια του Μάνου Λοΐζου που είχαν κυκλοφορήσει το 1965 σε δυο δίσκους 45 στροφών («Καράβια αλήτες» – «Μικρός ο κόσμος γύρω μου» και «Το φεγγάρι έρημο» – «Νύχτα μικρή αρχόντισσα»). Δεν έχουμε δει την ταινία του Λ. Λιαρόπουλου, είναι βέβαιο όμως ότι δεν θα χρειαζόταν άλλος λόγος από το αντιφασιστικό περιεχόμενο του «Ακορντεόν» για ν’ απαγορευτεί η προβολή της…
«Τ’ακορντεόν» με τη φωνή του Μάνου Λοΐζου γίνεται από τα πιο αγαπημένα τραγούδια των φοιτητών, των μαθητών. Δεν υπάρχει εκδήλωση για το Πολυτεχνείο σε αμφιθέατρο ή Λύκειο που δεν θα παιχτεί. Οι στίχοι του Γιάννη Νεγρεπόντη τραγουδιούνται με μια φωνή, που ξεσπάει σαν βροντή στο ρεφρέν: «Δεν θα περά- δεν θα περάσει ο φασισμός!».
Τσε Γκεβάρα
Γιάννης Ρίτσος: «(…) Τον Μάνο τον γνώρισα μαζί με τον Λεοντή. Σε κάποια καλλιτεχνική εσπερίδα της «Πανσπουδαστικής», θαρρώ το ΄60, τότε που είχε ξεσπάσει το ζωογόνο δυναμικό κίνημα της μουσικής του Θεοδωράκη. Με πλησίασε και μου ζήτησε, με τη χαρακτηριστική του σεμνότητα, την άδεια να γράψει μουσική για το «Πρωινό Άστρο». Του την έδωσα ευχαρίστως. Μου είπε πως είχε ήδη γράψει μερικά τραγούδια πάνω σ’ αυτό το ποίημά μου και θα θελε να τ’ ακούσω. Δεν τ’ άκουσα ποτέ.Το 1972 όταν γύρισα απ’ την εξορία ήρθε δυο φορές σπίτι μου με την κιθάρα του. Έπαιξε και τραγούδησε πολλά τραγούδια του απ’ τις μεταφράσεις μου των ποιημάτων του Χικμέτ, θυμήθηκε δυο τρία τραγούδια απ’ το «Πρωινό Άστρο» και δυο πολύ ωραία τραγούδια απ’ την «Εαρινή Συμφωνία». Μου εξομολογήθηκε πως αγαπάει πολύ αυτό το ποίημα και θέλει να ετοιμάσει ένα δίσκο. Η μουσική του με συγκίνησε βαθύτατα. Τότε ακριβώς, με φωνή όλο πάθος και χτυπώντας δυνατά τις χορδές της κιθάρας, μου τραγούδησε τον «Τσε Γκεβάρα». Ήταν μια μεγάλη, ολόφωτη στιγμή μέσα σ’ εκείνα τα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας. (…) Ένας Μάνος Λοΐζος ποτέ δεν ξεχνιέται. (…) Καλέ μας φίλε, καλέ μας σύντροφε Μάνο, είσαι πάντα κοντά μας, χέρι με χέρι, στο μεγάλο αγώνα για ελευθερία και ειρήνη.»
Το γελαστό παιδί
To «Γελαστό Παιδί» του Μίκη Θεοδωράκη, στην πραγματικότητα ήταν Ιρλανδός επαναστάτης που πολέμησε τους Βρετανούς και σκοτώθηκε σε εμφύλια σύρραξη. Ήταν ο Michael Collins, ένας απ΄τους σημαντικότερους ηγέτες του ιρλανδικού απελευθερωτικού κινήματος. Πρόκειται, σύμφωνα με τη Μηχανή του Χρόνου, για ένα μελοποιημένο ποίημα του Ιρλανδού ποιητή Brendan Beham, το οποίο μεταφράστηκε από το Βασίλη Ρώτα και μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη τον Οκτώβριο του 1961 για τις ανάγκες του έργου «Ένας Όμηρος».
Τα τέσσερα τραγούδια του δίσκου όμως λογοκρίθηκαν, οι στίχοι απορρίφθηκαν και ο Μίκης Θεοδωράκης τα κατέγραψε αρχικά με τη δική του φωνή παίζοντας ο ίδιος τη μουσική στο πιάνο. Επίσημα το τραγούδι ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1966 με ερμηνεύτρια τη Ντόρα Γιαννακόπουλου, αλλά ευρύτατα γνωστό έγινε με την ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη. Λόγω δικτατορίας όμως κυκλοφόρησε επτά χρόνια μετά.
«To γελαστό παιδί» έγινε άτυπα στη δεκαετία του ΄60 ο ύμνος της ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων, ενώ στη Μεταπολίτευση λατρεύτηκε ως το τραγούδι που θυμίζει όλα εκείνα τα γελαστά παιδιά που έδωσαν τη ζωή τους για τα ιδανικά της δημοκρατίας και της ελευθερίας.. «Το γελαστό παιδί» μπορεί να ήταν ο βουλευτής της ΕΔΑ και αγωνιστής της ειρήνης Γρηγόρης Λαμπράκης που έπεφτε νεκρός από χτύπημα παρακρατικών στη Θεσσαλονίκη του 1963. Μπορεί πάλι να ήταν ο νεαρός Στέφανος Βελδεμίρης που το 1961 έπεφτε νεκρός στη Θεσσαλονίκη από σφαίρες χωροφύλακα επειδή μοίραζε προκηρύξεις εναντίον των εκλογών «βίας και νοθείας» εκείνης της χρονιάς. Μπορεί πάλι να ήταν ο νεαρός στρατιώτης Διονύσης Κερπινιώτης, στέλεχος της ΕΔΑ, που επίσης δολοφονήθηκε στο Δεμίρι Αρκαδίας. Μπορεί να ήταν ο νεαρός οικοδόμος από τον Κολωνό Σωτήρης Πέτρουλας που έπεφτε νεκρός στα Ιουλιανά του 1965. « Ένας Όμηρος» με πολλούς αποδέκτες…
Η ελληνική εκδοχή των στίχων
Οι αρχικοί στίχοι του 1961 έλεγαν «σκοτώσαν» οι δικοί μας το Γελαστό Παιδί. Στη θεατρική παράσταση Μαγική Πόλη που ανέβηκε το 1962, «οι δικοί μας» έγιναν «εχθροί» και πλέον όλοι τραγουδούσαν «Σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί». Στις συναυλίες μετά την πτώση της Χούντας οι «εχθροί» έγιναν «φασίστες». Έτσι, η κάθε εποχή έχει το δικό της τραγούδι. Στην τελευταία εκδοχή έγινε ένα από τα αγαπημένα τραγούδια της γενιάς του Πολυτεχνείου. Ίσως γιατί το «γελαστό παιδί» της Ιρλανδίας αν ζούσε στην Ελλάδα, σίγουρα θα ήταν ένας από τους εξεγερμένους νέους που αψήφησαν τη χούντα.
Λένκγω
Η «Λένγκω» είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του Μαρκόπουλου, που γράφτηκε στα χρόνια της δικτατορίας. Ο τίτλος είναι μια έμπνευση του, προκειμένου να περάσει από την λογοκρισία της χούντας. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε μετά την επταετία δύο φορές, την ίδια χρονιά, το 1975. Η πρώτη είναι μια ζωντανή ηχογράφηση με τον ίδιο τον συνθέτη στον δίσκο «Ανεξάρτητα» και η δεύτερη με την νεαρή Αλεξίου στο δίσκο «12 λαϊκά τραγούδια», που παρά την νεαρή της ηλικία, είναι μια από τις κορυφαίες της ερμηνείες. Το όνομα Λένγκω είναι υποκοριστικό της Ελένης και το οποίο αναφέρεται στην Ελλάδα, σε αυτό εδώ το τραγούδι. Το κομμάτι είναι γραμμένο σε ελάσσονα κλίμακα, ενώ το πρωτότυπο είναι παιγμένο όλο σε πιάνο. Πλέον είναι ένα από τα γνωστότερα του κρητικού συνθέτη, Γιάννη Μαρκόπουλου.
Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
Το τραγούδι γράφτηκε το 1972 από τον Γιάννη Μαρκόπουλο, σε στίχους του Γιώργου Σκούρτη, για την ταινία «Βαρθολομαίος» του Μανούσου Μανουσάκη. Συμπεριελήφθη στον δίσκο του συνθέτη «Διάλειμμα», που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά. Η πρώτη εκτέλεση έγινε από τον Νίκο Ξυλούρη και τη Μαρία Δημητριάδη.
Το μεγάλο μας τσίρκο (Λαέ μην σφίξεις άλλο το ζωνάρι)
Η ιδέα για το ανέβασμα του έργου ανήκε στο θιασαρχικό ζεύγος, που για πρώτη φορά την άνοιξη του 1972 σκέφτηκαν ν’ ανεβάσουν ένα έργο, που σύμφωνα με την Τζένη Καρέζη έπρεπε «να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη… και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες… και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα».
«Όλα αυτά όμως θά ’πρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θά’ πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν», συνεχίζει την αφήγησή της η Τζένη Καρέζη.
Οι θιασάρχες απευθύνθηκαν στον σπουδαίο έλληνα θεατρικό συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη, επειδή είχε «ταλέντο, πείρα, γνώση» και στο έργο του «χτυπάει πάντα πυρετικά, σπαρακτικά και γνήσια ο σφυγμός της ράτσας». Ο Καμπανέλλης δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή τους κι έτσι προέκυψε το θεατρικό «Το Μεγάλο μας Τσίρκο».
Την παράσταση ανέλαβε να σκηνοθετήσει ο Κώστας Καζάκος με βοηθό τον Άρη Δαβαράκη, τα σκηνικά και τα κοστούμια έφτιαξε ο Φαίδων Πατρικαλάκης. Τα τραγούδια της παράστασης έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος και τα ερμήνευε επί σκηνής ο Νίκος Ξυλούρης. Η κίνηση και η θεατρική απόδοση της σκηνής του Καραγκιόζη διδάχτηκε από τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο οποίος διακόσμησε το χώρο της εισόδου. Τους βασικούς ρόλους ερμήνευσαν ο Κώστας Καζάκος, η Τζένη Καρέζη, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος.
Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 22 Ιουνίου 1973 στο θέατρο «Αθήναιον» της οδού Πατησίων. Αμέσως αγαπήθηκε από το κοινό κι έγινε σύμβολο του αγώνα κατά της Χούντας. Αλληγορικά γραμμένο, κατάφερε να περάσει τις συμπληγάδες της λογοκρισίας, κρύβοντας δεκάδες μηνύματα κατά της δικτατορίας. Κάθε βράδυ γινόταν κοσμοσυρροή στο «Αθήναιον», που βρισκόταν σχεδόν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ανάμεσά τους και «εκπρόσωποι» του στρατιωτικού καθεστώτος, που σημείωναν και ενημέρωναν τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών.
Οι παραστάσεις του διακόπηκαν βίαια από τη Χούντα, τον Οκτώβριο, λίγο πριν από το Πολυτεχνείο. Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ενώ συνελήφθησαν εκ νέου κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οι παραστάσεις του έργου συνεχίστηκαν μετά την αποφυλάκισή τους με μεγαλύτερη επιτυχία από τις 22 Δεκεμβρίου 1973. Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, στις 3 Αυγούστου 1974, το έργο ξανανέβηκε με την προσθήκη των λογοκριμένων σκηνών κι ενός τραγουδιού («Το Πρόσκύνημα») στο φινάλε της παράστασης για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.
Πότε θα κάνει Ξαστεριά
Ένα τοπικό τραγούδι από κάπου στα Χανιά, έγινε σύμβολο των λαϊκών αγώνων μέσα στη δικτατορία των Συνταγματαρχών, όταν το ηχογράφησε ο Ν. Ξυλούρης (1971) και το τραγούδησε και ζωντανά σε σημαδιακές περιστάσεις.
Άξιον Εστί
Μέσα από το εμβληματικό έργο «Άξιον Εστί», το ποίημα μιλά για «αυτόν τον κόσμο τον μικρό, τον Μέγα» του κορυφαίου ποιητή Οδυσσέα Ελύτη σε μελοποίηση Μίκη Θεοδωράκη. Αφήγηση, Μάνος Κατράκης, ερμηνεία Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Μελοποιήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, το 1964, από τον Μίκη Θεοδωράκη. Συγκεκριμένα, η μελοποίηση έγινε στην Αθήνα και στο Παρίσι, με τον μουσικοσυνθέτη να την ξεκινά το 1960 και να την ολοκληρώνει τρία χρόνια αργότερα, το1963. Κυκλοφόρησε το 1964. Πρόκειται για ένα τραγούδι-σύμβολο με τις αξίες της ελευθερίας, της αγάπης και της ειρήνης. Χιλιοτραγουδήθηκε από τον ελληνικό λαό, καθώς συνδέθηκε με την περίοδο της δικτατορίας και τους αγώνες των φοιτητών για ελευθερία και δημοκρατία Ο Μίκης Θεοδωράκης ανέθεσε την ερμηνεία του τραγουδιού στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο οποίος σκεφτόταν να αρνηθεί, ωστόσο μετά δέχτηκε. Όπως έχει αφηγηθεί ο ίδιος: «Παίρνω τηλέφωνο τον Μίκη και του λέω: νομίζω πρέπει να μ’ ακούσεις. Πήγα σπίτι του και του είπα δύο καλά και τα άλλα τσάτρα πάτρα. Ήταν τα πέντε τραγούδια του Άξιον Εστί: Ένα το χελιδόνι, Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ, Της αγάπης αίματα, Ανοίγω το στόμα μου και Με το λύχνο του άστρου. Ε, μετά από αυτά πια κατάλαβα ότι κάτι γίνεται, ότι αυτά τα πράγματα κάπου μπαίνουνε, κάπου πάμε, κάτι αλλάζει… Κάτι θα μείνει».
Όπως είχε αναφέρει ο Ελύτης σε συνέντευξη του για το «Άξιον Εστί»:
«Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί».
* Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ
*Ένα το χελιδόνι
Οδυσσέας Ελύτης: «Στα 1964 η φωνή του Μπιθικώτση βρισκόταν στον κολοφώνα της. Κάναμε αμέτρητες πρόβες στο γραφείο μου στη Νέα Σμύρνη, μαζί και οι τέσσερις πιστοί μουσικοί μου, ο Λάκης Καρνέζης, ο Κώστας Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Διδίλης και ο Βαγγέλης Παπαγγελίδης».«Τη μέρα που γράφαμε τα τραγούδια του Άξιον εστί στο στούντιο της Κολούμπια, θυμάμαι πως είχε έρθει κάποιο σχολείο κι εγώ είπα στα παιδιά να καθίσουν στο πάτωμα ήσυχα να παρακολουθήσουν τη φωνοληψία. Οι άλλοι δεν ήθελαν από φόβο μήπως γίνουν θόρυβοι, όμως εμένα μου άρεσε που το «ένα το χελιδόνι» θα γραφόταν οριστικά πάνω στο δίσκο με φόντο την ανάσα και τα χτυπήματα της καρδιάς των παιδιών. Μπορεί να μην ακούγονται. Όμως ποιος δεν θα αισθάνεται;»
Στη συγκέντρωση της Ε.Φ.Ε.Ε
Το τραγούδι γράφτηκε στη δεκαετία του 1960. Το συγκεκριμένο κομμάτι βγήκε σε δίσκο το 1975, όταν, πια, το επέτρεψαν οι συνθήκες της λογοκρισίας. Η πλατεία υπήρχε και τότε. Όπως η ΕΦΕΕ, τα αμφιθέατρα, οι συγκεντρώσεις και η διάθεση για αγώνα, για «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», έστω και σε συνθήκες ασφαλείας.
Φώντας Λαδής
Συνέντευξη στην Νόρα Ράλλη
Ποιος το περίμενε στίχοι που γράφτηκαν στη δεκαετία του 1970 να είναι τόσο επίκαιροι σήμερα;
Εγώ πάντως σίγουρα. «Ο φασισμός δεν έρχεται απ’ το μέλλον», αλλά στην περίπτωση του συγκεκριμένου κύκλου τραγουδιών, ο φασισμός με επισκέφθηκε κυριολεκτικά από το μέλλον.
Το ποίημα, μετέπειτα τραγούδι, «Ο φασισμός», λες και βγήκε από τα έγκατα του πραγματικού φασισμού. Μία λέξη είναι ακριβώς η κατάλληλη. Πώς έγινε αυτό;
Για το συγκεκριμένο τραγούδι δεν θυμάμαι ακριβώς. Συμβαίνει μερικές φορές κάποια τραγούδια –δεν ξέρω αν είναι τα πιο καλά– να βγαίνουν χωρίς πολλή προσπάθεια, αυθόρμητα, καθαρά, σχεδόν αυτόματα. Ετσι γράφτηκε, για παράδειγμα, το «Πάγωσε η τσιμινιέρα».
Μαλαματένια λόγια
Το μελοποιημένο ποίημα Μαλαματένια Λόγια γράφτηκε από τον Μάνο Ελευθερίου κι αποτελεί ένα από ομορφότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί τον περασμένο αιώνα.Το τραγούδι αναφέρεται στην ιστορία του εργατικού κινήματος και μοιάζει η χρονική του αφετηρία να είναι η κατοχή και τέλος της ιδιότυπης αυτής αναδρομής, η Επταετία.
Οι στίχοι αυτοί γράφτηκαν από τον Μάνο Ελευθερίου μέσα στην χούντα και γι’ αυτό το λόγο έχουν λογοκριθεί. Στο πρωτότυπο λέει «κι όχι να ζεις μ’ αυτή τη συμμορία» ενώ στο δισκογραφημένο η λέξη που χρησιμοποιείται είναι «κομπανία». Επίσης έχει αλλάξει και ο στίχος «και ξημερώματα Παρασκευή» σε «ξημερώνοντας μέρα κακή». Είναι γνωστό ότι μέρα Παρασκευή έγινε η 21η Απριλίου αλλά και η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Οι στίχοι του ποιήματος έχουν αναφορές στον Γιώργο Σεφέρη: Η πρώτη στροφή αφορά την ανάγνωση του έργου τού Σεφέρη από τον Μάνο Ελευθερίου:
-Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι, τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές, τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι μου μάθαινε το αύριο και το χθες.
Η δεύτερη στροφή είναι αναφορά στο ποίημα «Ελένη» του Σεφέρη:
-Τα αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία ~ «Τα αηδόνια δεν σε αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Αλλά και στη συνέχεια:
-Γυναίκες στην γωνιά με ασετυλίνη, παραμιλούν στην ακροθαλασσιά. ~»σαν και μια τέτοια νύχτα στ᾿ ακροθαλάσσι του Πρωτέα σ᾿ άκουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο, κι ανάμεσό τους – ποιός θα το᾿ λέγε; – η Ελένη!»
Η τελευταία στροφή είναι αναφορά στο ποίημα «Επί Ασπαλάθων»: «Ετσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του ο Παμφύλιος ο Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος» -πώς το ‘φεραν η μοίρα και τα χρόνια να μην ακούσεις έναν ποιητή.
Ο Ποιητής αυτός είναι προφανώς ο Σεφέρης.
-Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά μαλαματένια λόγια στο χορτάρι ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά.
Ο Σεφέρης πέθανε το 71, λίγα χρόνια πριν το τραγούδι. Και ο Ελευθερίου αναρωτιέται ποιος θα βρεθεί να τον αντικαταστήσει. Φυσικά και όλα αυτά συνδέονται με την Χούντα. Μην ξεχνάμε η κηδεία του Σεφέρη ήταν αφορμή για μια από τις λιγοστές πορείες στην Ελλάδα της επταετίας.
Ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει σε μια στροφή με ιδιαίτερη ιστορία:
«Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής περνούσα τα δικά σου δικαστήρια αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια και σαν κακούργο να με τιμωρείς»
Όταν ο Μάνος Ελευθερίου την είχε ολοκληρώσει την έδειξε στον πολύ καλό του φίλο Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος όταν τη διάβασε αναφώνησε: «Ρε μαγκάκο, αυτό δεν είναι για τραγούδι.. είναι για δικαστήρια!»
Αξίζει να αναφερθεί ότι η μελωδία του τραγουδιού γράφτηκε από τον Γιάννη Μαρκόπουλο στα 13 του! Τότε προσπαθούσε να βάλει μουσική σε κάλαντα και έπειτα από πολλά χρόνια την χρησιμοποίησε γι’ αυτό το υπέροχο τραγούδι!
Τα Μαλαματένια λόγια έχουν ερμηνεύσει εκτός από τον Γιάννη Χαρούλη ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης, ο Λάκης Χαλκιάς, η Τάνια Τσανακλίδου και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Πηγές
https://www.ledakis.gr/o-mikhs-tragoudaei-ton-andrea-ledaki
https://www.mixanitouxronou.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου