Ο όρος «ρεμπέτικο», που δηλώνει σήμερα ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής παραγωγής λαϊκών τραγουδιών του 20ού αιώνα, παραμένει προβληματικός. Οι εκδοχές για την προέλευση του όρου ουκ ολίγες. Μία εκδοχή προκύπτει από την περσική λέξη «rubaiyat- ρουμπαγιάτ» ή τουρκική προφορά της «ρουμπέιτ» που σημαίνει τετράστιχο. Μία δεύτερη εκδοχή αναφέρεται στη σλαβική λέξη «rebenok» που σημαίνει παιδί. Μία τρίτη εκδοχή αναφέρεται στην ιταλική λέξη «rebelo» που σημαίνει επαναστάτης. Μάλιστα, αυτή η εκδοχή ενισχύεται από ένα δίστιχο που κατέγραψε ο Bovy στα Δωδεκάνησα: «Άιντε κι ας ρεμπελέψουμε, ρεμπέτες να γενούμε, να μας ‘γαπούν μελαχρινές, να τις περιφρονούμε», όπου ο Bovy, αποδίδει στη λέξη ρεμπέτης την έννοια του μεθύστακα και του απάχη. Τέλος, μία άλλη εκδοχή έχει αναφορά στο το αρχαίο ρήμα «ρέμβομαι» που σημαίνει και το μεσαιωνικό «ρέμπομαι» που σημαίνει γυρίζω, ρεμβάζω, περηφανεύομαι.
Πάντως, ανεξαρτήτως από την επικρατέστερη εκδοχή, φαίνεται πως το ρεμπέτικο τραγούδι, όπως μας έγινε γνωστό στο 20ο αιώνα, ακολουθεί μία μακραίωνη πορεία που έχει τις ρίζες της στο αστικό λαϊκό τραγούδι, όπως ξεκίνησε να διαμορφώνεται από το 15ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και αφορά το είδος του τραγουδιού που «χρησιμοποιώντας παραδοσιακές μορφές στίχου, μουσικής και εκτέλεσης, εκφράζει τη ζωή, τα ενδιαφέροντα και την ψυχή των αστικών λαϊκών στρωμάτων», δηλαδή των ανθρώπων των πόλεων, βασικών των κατώτερων τάξεων, των φτωχών. Τραγούδια σαν κι εκείνα τα γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα για τα οποία ο Παλαμάς διαπίστωνε: «Μέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι…»
Οι ρεμπέτες στον 20ο αιώνα, έχουν χαρακτηριστεί ως μια περιθωριοποιημένη κοινωνική ομάδα, όπου αντλούσαν τη θεματολογία των τραγουδιών τους από την καθημερινή τους ζωή, και σε πολλές περιπτώσεις αυτό ήταν μία πραγματικότητα. Μέρος της θεματολογίας αποτελούσαν: ο έρωτας, η φτώχεια, το χασίς, τα νταηλίκια, απλά καθημερινά περιστατικά και διάφορα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα που κέντριζαν την προσοχή του ρεμπέτη. Τα περισσότερα από τα ρεμπέτικα τραγούδια έχουν μια ιστορία πίσω τους, διασώζονται και ακούγονται μέχρι και σήμερα και είναι αδιαμφησβήτητο ότι άφησαν «βαριά» πολιτιστική κληρονομία. Κάποιοι πρεσβευτές του ρεμπέτικου ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Γιώργος Μπάτης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου κ.ά.
Φραγκοσυριανή
Ο Μάρκος Βαμβακάρης διηγείται την ιστορία ενός εμβληματικού τραγουδιού: «Όλος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ' ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν... Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».
Συννεφιασμένη Κυριακή
«Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ’ ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ’ έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι είδα τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι». Ο πρώτος του τίτλος ήταν «Ματωμένη Κυριακή»» αφηγείται ο δημιουργός το 1972 στον Γιώργο Λιάνη και στο περιοδικό «Επίκαιρα».
Έναν χρόνο αργότερα, στον Γιώργο Πηλίχο και στα «ΝΕΑ» δίνει περισσότερες λεπτομέρειες: «To ζοφερό κλίμα της Κατοχής που μου είχε εμπνεύσει τους στίχους του τραγουδιού μού ενέπνευσε και τη μουσική του… Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία που μας έδερνε όλους εκείνη την εποχή της Κατοχής, όλο για την απελπισία να μιλάνε οι νότες». Μάλιστα την εκδοχή αυτή, στηρίζει ο συνθέτης και το 1979 σε μία τρίτη συνέντευξη με τον Χατζηδουλή, αναφέροντας: «Κατά την περίοδο της κατοχής στη Θεσσαλονίκη εμπνεύστηκα και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μού ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη «συννεφιά» της κατοχής και την απελπισία που μας έδερνε όλους». ...
Η δεύτερη εκδοχή, ήρθε κι ανέτρεψε τα δεδομένα το 1992, προερχόμενη από την Ρεμπέτικη Ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, ο οποίος τονίζει πως η αλήθεια απέχει πολύ από την πιο πάνω ιστορία. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Τους στίχους έγραψε το 1947 ο Αλέκος Γκούβερης. Κάποια Κυριακή έχασε στο ποδόσφαιρο η Α.Ε. Λαρίσης κι ο Γκούβερης, φανατικός οπαδός της, έγραψε τους στίχους. Ο Τσιτσάνης έκανε μια διόρθωση στον τρίτο στίχο του πρώτου τετράστιχου. Ούτε κατοχές, ούτε σκοτωμένα παλικάρια»....
Αν και ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν απάντησε στο δημοσίευμα του Σχορέλη, παρ’ όλα αυτά σε μετέπειτα συνέντευξη του στον Γεραμάνη, παραδέχτηκε ότι οι στίχοι έγιναν σε συνεργασία με το φίλο του Αλέκο Γκούβερη από τη Λάρισα. Τέλος στο αφιέρωμα του «Ταχυδρόμου» για τα εικοσάχρονα από το θάνατο του Τσιτσάνη, ο Χατζηδουλής δημοσίευσε μία σημαντική και διαφωτιστική «δήλωση» του Γκούβερη, γραμμένη στην Αθήνα στις 17.9.1947, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος λέει: «συνέβαλα στην αποπεράτωση των στίχων με την προσθήκη ενός και μόνο κουπλέ». Στο ίδιο τεύχος ο Χατζηδουλής προσθέτει και ένα νέο στοιχείο, ότι η ποδοσφαιρική ομάδα Α.Ε. Λαρίσης είχε δημιουργηθεί αρκετά χρόνια μετά το γράψιμο της «Συννεφιασμένης Κυριακής».
Η Συννεφιασμένη Κυριακή είναι ρεμπέτικο τραγούδι σε μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη και στίχους -που αμφισβητείται μέχρι και σήμερα αν είναι-του Τσιτσάνη ή του Αλέκου Γκούβερη ή και των δύο.
Σβήσε το φως να κοιμηθούμε
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου υπήρξε εργάτης του πάλκου. Τα σόλα και τα ταξίμια του παραμένουν μυθικά και αξεπέραστα. Ακόμη και σαν μελωδός ο Παπαϊωάννου είχε δική του προσωπικότητα και ύφος. Άμεσος, ευρηματικός και με μεγάλη αίσθηση του χιούμορ. Έπειτα από κρεβατομουρμούρα που είχε με τη σύζυγό του προέτρεψε τον στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη, τον ξακουστό «Τσάντα», να γράψει ένα στίχο που να περιγράφει αυτά που τράβηξε το προηγούμενο βράδυ. Κάπως έτσι γεννήθηκε το «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε».
Σβήσε το φως να κοιμηθούμε -Σωτηρία Μπέλλου, Στελλάκης Περπινιάδης 1948 (Γ.Παπαϊώάννου)
Πέντε Έλληνες στον Άδη
Οι στίχοι γράφτηκαν από τον Κώστα Μάνεση, με αφορμή ένα περιστατικό που έγινε τον Ιανουάριο του 1941 στο βουνό Τόμορι της Αλβανίας. Η ιταλική επίθεση με όλμους στο φυλάκιο που πολεμούσε ο Μάνεσης ως δεκανέας προκάλεσε ακαριαίο θάνατο πέντε συμπολεμιστών του. Ο ίδιος ο Μάνεσης σώθηκε με σοβαρά τραύματα στα πόδια. Το τραγούδι αυτό ηχογραφήθηκε το 1946, με την επαναλειτουργία της δισκογραφικής εταιρίας Columbia στην Ελλάδα (Λιάβας, 2009)
Οδυσσέας Μοσχονάς 1947(Γ.Παπαϊωάννου) σε στίχους Κ.Μάνεση
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι
Ο Απόστολος Καλδάρας εξηγεί στον Παναγιώτη Κουνάδη τις συνθήκες που γέννησαν ένα μεγάλο τραγούδι του: «Ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά τον Δεκέμβρη άρχισαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους πιάναν και τους κλείναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, στα διάφορα κουτούκια εκεί πέρα, ονόματι Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο-το Γεντί Κουλέ. Και μ’ έπαιρνε ταχτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι και τα λέγαμε. Διάφορα πράγματα για τη δουλειά από δω, από ‘κει. Λοιπόν μια φορά έφυγα, θυμάμαι ήταν σούρουπο κι εκεί που φεύγαμε το βλέπω -δεν ξέρω έτσι κι άλλες φορές το ‘βλεπα. Εκείνη τη φορά μου ‘κανε εντύπωση πως ήταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει και βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών εκεί πέρα που ήταν οι φυλακές και μου ‘κανε εντύπωση. Κοίτα, τώρα λέω, εκεί μέσα πίσω απ’ τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και ‘κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου ‘δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό. Το ‘γραψα τότε στις αρχές του ’45».
Οι αυθεντικοί στίχοι είναι οι εξής: Νύχτωσε και στο Γεντί, το σκοτάδι είναι βαθύ, κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί. /Άραγε τι περιμένει, όλη νύχτα ως το πρωί, στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελί. /Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί, τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή. Φυσικά και λογοκρίθηκε.
Ο Απόστολος Καλδάρας μιλά για το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι»
Λαχανάδες
Στην αγορά του Πειραιά στην Πλατεία Καραϊσκάκη, στα λεγόμενα «Λεμονάδικα», μετά την καταστροφή του 1922 προστέθηκε αυτοσχέδιος καταυλισμός από παράγκες για να στεγαστούν προσωρινά οι πρόσφυγες. Στο διάβα των καιρών μετατράπηκαν σε μικρομάγαζα. Εκεί, σε συνδυασμό και με την κίνηση του λιμανιού, ανθούσαν και τα ναρκωτικά, αρχικά νόμιμα και μετά παράνομα αλλά και οι μικροληστείες. Άλλωστε λαχαναγορίτες και μανάβηδες είχαν πάντα γεμάτο πορτοφόλι, φίσκα στα λάχανα, που κυνηγούσαν οι λαχανάδες… Και κάπου εδώ έμπαινε και στο παιχνίδι ο ζόρικος αστυνόμος… Τα περιγράφει αναλυτικά, σαν ταινία μικρού μήκους, ο Βαγγέλης Παπάζογλου στο τραγούδι του.
Συνθέτης Βαγγέλης Παπάζογλου(Έτος ηχογρ.1934) Ρούκουνας-Κάτω στα λεμονάδικα
Πλημμύρα
«Ρεπορταζιακό» τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη για μια καταστροφική πλημμύρα του 1934 στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, με εικόνες που δεν... πιάνουν οι σημερινές κάμερες... και ονοματίζοντας τα μέρη που επλήγησαν ιδιαίτερα, τα οποία πλημμυρίζουν ακόμη και σήμερα. Το ερμηνεύει ο ίδιος μαζί με την Μαρίτσα Πανδρά.
Ηχογραφήθηκε το 1934
Γίνομαι Άντρας
Το «Γίνομαι Άντρας», είναι μάλλον το πιο έκδηλο ρεμπέτικο τραγούδι σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Παρουσιάζει μία λεσβία γυναίκα που έχει φίλη-γυναίκα, αλλά και μεταμφίεση με ανδρική ενδυμασία με πιστόλι και κάπα. Είναι γραμμένο το 1933 από τον Π. Τούντα. Έχει χαθεί η ιστορική ακρίβεια για το αν αναφέρεται σε υπαρκτό πρόσωπο και σε ποιο. Ωστόσο παρουσιάζεται ως ένα άτομο με ανδρική νοοτροπία που εκμεταλλεύεται την ερωτική σύντροφο, «κι έχω γκόμενα μια δούλα και της τα ‘χω πάρει ούλα». Επίσης, παρουσιάζει ανδρική συμπεριφορά γλεντώντας στον τεκέ με τους άλλους άνδρες. «Στον τεκέ όταν θα πάω, όλους τους στραβοκοιτάω, και μου λεν’, καλώς τ’ αδέρφι, τράβα μια να κάνει κέφι, κι αρχινούνε τα μαγκάκια γλέντι με μπαγλαμαδάκια». Στην τρίτη στροφή, παρουσιάζεται ένα σκηνικό, όπου δεν είναι σαφές αν είναι σκηνή αποδοχής ή σεξουαλικής παρενόχλησης. «Μα ένα βράδυ μαζευτήκαν κι όλοι απάνω μου ριχτήκαν και αρχίσαν μαστορόδια με τη γλώσσα τους τη τόφια, και φωνάζαν με λαχτάρα, αχ, αγοροκοριτσάρα». Ο Π. Σαββόπουλος αναφέρει τη σκηνή αυτή ως αποδοχή, που αντί να τη «συγυρίσουν» για την προσβολή που «καμώνεται» τον άνδρα, θα σχολιάζανε πολλοί άνδρες μελετητές του ρεμπέτικου, την πήραν με τις «αγκαλιές και τα σορόπια, και αρχίσαν μαστορόδια με τη γλώσσα τους τη τόφια, και φωνάζαν με λαχτάρα, αχ, αγοροκοριτσάρα».
Συνθέτης ο Παναγιώτης Τούντας. Ερμηνεύει η Ρόζα Εσκενάζυ. Ηχογραφήθηκε το 1933
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου