Κυριακή 18 Απριλίου 2021

Μικρές ρεμπέτικες ιστορίες(Mέρος Β)


Το Μινόρε της Αυγής

Ο Π. Σαββόπουλος για το τραγούδι αυτό χαρακτηριστικά αναφέρει: «Το «Μινόρε της αυγής», το οποίο κυκλοφορεί στο όνομα του Σ. Περιστέρη, είναι σύνθεση του Α. Χατζηχρήστου από τα χρόνια της Κατοχής. Και αμέσως να πω ότι το τραγούδι αυτό «μυρίζει» από ...χιλιόμετρα ύφος Χατζηχρήστου και σε καμία περίπτωση ύφος Περιστέρη. Η μελωδία του είναι μερικώς βασισμένη στο «Σμυρναίικο μινόρε», αδέσποτη σμυρναίικη μελωδία στηριγμένη στον πολύπλοκο βυζαντινό ήχο «Δ’, σκληρό διατονικό, τετράφωνο, με χρώμα στην τετραφωνία». Στη μελωδία του «Σμυρναίικου μινόρε» έχουν ηχογραφηθεί από το 1909 ως το 1931 γύρω στους 60 μανέδες, με διαφορετικά στιχάκια και διάφορους τραγουδιστές. Το πρώτο στιχάκι, τώρα, του «Μινόρε της αυγής», είναι βασισμένο σε μία αδέσποτη πατινάδα της Σμύρνης που άρχιζε: «Ξύπνα αγάπη μου μικρή άκου μινόρε την αυγή», την οποία ως φαίνεται θυμόταν ο Χατζηχρήστος απ’ την πατρίδα του και κάπως έτσι ξεκίνησε το τραγούδι του».

Το μινόρε της αυγής είναι ρεμπέτικο τραγούδι που δημιουργήθηκε το 1936 με στίχους του Μίνωα Μάτσα και μουσική του Σπύρου Περιστέρη. Η πρώτη εκτέλεση έγινε από τον Απόστολο Χατζηχρήστο, τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Γιάννη Σταματούλη, ενώ έχει ερμηνευτεί και από την Σωτηρία Μπέλλου, τον Γιώργο Νταλάρα, την Χαρούλα Αλεξίου, την Ελευθερία Αρβανιτάκη και από πολλούς άλλους.

Η Υπόγα

Στο τραγούδι αυτό γίνεται μια σπάνια αναφορά σε ένα χαμένο πλέον μνημείο της Αθήνας, την παλιά στρατώνα. Στο κτίριο αυτό βρίσκονταν οι «περίφημες» φυλακές της πόλης. Πριν αρχίσει να στεγάζει καταδίκους εκεί ήταν Στρατώνας. Η Στρατώνα ήταν στο Μοναστηράκι. Εκεί στεγάζονταν οι Βαυαρικές στρατιωτικές μονάδες την εποχή του Βασιλιά Όθωνα. «Στην πλατεία στο Μοναστηράκι δίπλα στον Μεντρεσέ, ήταν τότε η περίφημη φυλακή της παλιάς στρατώνας, όπως την έλεγε ο λαός» αρχίζει την περιγραφή του ο Βερβενιώτης στο βιβλίο του και συνεχίζει «όλοι εσυμφωνούσαν ότι η φυλακή αυτή, όπως και όλες οι άλλες εκτός από του Συγγρού και του Αβέρωφ ήταν σε άθλια κατάσταση». 

         Η Παλιά Στρατώνα (πίσω πλευρά) στην Βιβλιοθήκη του Αδριανού

Στην πρόσοψη εκείνης της φυλακής, που προκαλούσε για χρόνια τις διαμαρτυρίες των Αθηναίων, λόγω των συνθηκών διαβίωσης των τροφίμων της, ήταν γραμμένη με μεγάλα γράμματα η γνωστή φράση του Ισοκράτη: «Μηδενί συμφορά ονειδίσης κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον». Στους χώρους των φυλακών εκείνων στοιβάζονταν περίπου 800 κρατούμενοι, κάτω από δυσμενείς συνθήκες και υγρασία. Χαρτοπαιξία, ναρκωτικά, κατοχή και χρήση όπλων από τους κρατούμενους καθώς και συμπλοκές ήταν σε ημερήσια διάταξη. Αν και σήμερα δεν υπάρχει κανένα ίχνος από το παλάτι, τον μετέπειτα στρατώνα που μετατράπηκε σε σκληρή φυλακή, η μνήμη της διατηρείται μεταξύ άλλων και στα τραγούδια όπως στην περίπτωση του συγκεκριμένου τραγουδιού. 

Μέρος της έκκλησης των κρατουμένων όπως δημοσιεύτηκε στον τύπο

Η υπόγα ήταν παράνομος τεκές. Κούφιο όπως αναφέρεται στο τραγούδι είναι το περίστροφο (έχει κούφια κάνη). Μούσμουλα, οι σφαίρες (Πετρόπουλος-Τσιφώρος στο «Τα παιδιά της πιάτσας»). Ρούφος είναι ο αργιλές (από το ρουφάω). Φέσι είναι εξάρτημα του αργιλέ (αν φύγει σβήνει ο αργιλές-για αυτό τους έσβησε στη μέση, όταν κατρακύλησε το φέσι από την πιστολιά που έφαγε ο αργιλές).

Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στην Αθήνα. Την εποχή εκείνοι οι αστυνομικοί διέλυαν τους αργιλέδες και τα όργανα. Στην «Υπόγα» ο Κωστής λέει στον μάγκα ότι βαρέσαν στην υπόγα (έκαναν πέσιμο). Όχι ότι βάρεσαν τον μάγκα (στην υπόγα). Συνηθίζεται στα ρεμπέτικα ο οργανοπαίχτης και ο τραγουδιστής να μιλάει σε έναν τρίτο.

Τραγούδι του Κώστα Μπέζου (Α. Κωστής) που το ερμηνεύει ο ίδιος

Το Τουστ (Ουεστ)

Το τραγούδι περιγράφει τη ζωή των μεταναστών τα πρωτα τους χρόνια τους στην Αμερική. Ηχογραφήθηκε το 1935 στο Σικάγο. Ο τίτλος, «Το Τουστ», προήλθε από τυπογραφικό λάθος. Ο σωστός τίτλος είναι το «Ουέστ». Έτσι πρωτοκυκλοφόρησε το 1920, στο Σικάγο, με ερμηνευτή τον Επαμεινώνδα Ασημακόπουλο. Εδώ ερμηνεύει ο Επαμεινώνδας Ασημακόπουλος και ο Χαρίλαος Πιπεράκης. 

Ο Πινόκλης

Πρόκειται για ένα τραγούδι που έχει γραφτεί από Ελληνες της Αμερικής. Δημιουργός του ήταν ο Δημοσθένης Ζάττας (μουσική - στίχοι) και η πρώτη εκτέλεση έγινε από τον Γιαννάκη Ιωαννίδη. Ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1928. Πινόκλης στην ελληνοαμερικανική «διάλεκτο» είναι το παρατσούκλι για κάποιον ο οποίος παίζει μανιωδώς χαρτιά, κοινώς το χαρτόμουτρο, και προέρχεται από την αγγλική λέξη pinochle που είναι η ονομασία ενός παιχνιδιού με χαρτιά γνωστού στην Ελλάδα ως πινάκλ. Ο «Πινόκλης» προέρχεται από επιθεώρηση, δηλαδή κωμικό θέατρο εποχής. Με χιούμορ και πίκρα, το τραγούδι λέει την ιστορία ενός Έλληνα που έζησε στην Νέα Υόρκη. Στην Αμερική, ο ήρωας του τραγουδιού δεν δούλεψε, αλλά ασχολήθηκε με τα τυχερά παιχνίδια. 

Επεξηγήσεις σχετικά με το τραγούδι: Τσόκλης: χαϊδευτικό του ονόματος «Θεμιστοκλής». Ο αρκαντάσης, οι αρκαντάσηδες: ο αδερφός.

Ο πόνος του πρεζάκια

Όσους έκαναν κοκαΐνη, μορφίνη και κυρίως ηρωίνη, τους λοιδορούσαν, τους κορόιδευαν και τους «στόλιζαν» με τα ίδια επίθετα, που οι τοξικομανείς της εποχής άκουγαν στις λαχαναγορές και στα καταγώγια που κυκλοφορούσαν, από τους υπόλοιπους μάγκες. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η περίπτωση του Ανέστου Δελιά. Το τραγούδι αυτό αποδείχτηκε προφητικό για το προσωπικό του δράμα και το τραγικό του τέλος. Πέθανε στις 31 Ιουλίου του 1944 από υπερβολική δόση ηρωίνης στη διάρκεια της Κατοχής σε νεαρή ηλικία, περίπου 32 ετών. Τον βρήκαν νεκρό σε ένα καροτσάκι έχοντας στα χέρια του το μπουζούκι του. Ήταν ο μοναδικός ρεμπέτης που απεβίωσε από ναρκωτικά.

Ενδιαφέρον έχει ένα απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Γενίτσαρη, που περιγράφει την εξάρτηση του Δελιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γενίτσαρης βρέθηκε μαζί με τον Δελιά εξόριστος στην Ίο και αφηγήθηκε το εξής περιστατικό στον Στάθη Gauntlett:

«Άξαφνου βλέπω ανάβει ένα κερί -γιατί μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχαμε ανάψει φως- και ο Δελιάς με τον Παπαδόπουλο σηκώνουνται και πάνε στη γωνιά της αχερώνας. Σαν να μην έτρεχε τίποτα, έχουνε ένα κουτάλι από πάνω από το αναμμένο κερί, και ο Παπαδόπουλος κρατάει μια σύριγγα. Δένει ο Δελιάς το χέρι του και ο Παπαδόπουλος του κάνει μια ένεση. Τότε κατάλαβα τι είχε γίνει: ήντουσαν και οι δύο τοξικομανείς και κάνανε ενέσεις. Μόλις τους είδα να γλαρώνουνε και να βαρομιλάνε, τους είπα πού τη βρίσκουνε; (…) Την άλλη μέρα το πρωί βγήκαμε, πήγαμε δώσαμε παρών και πήγαμε στο τσαρδί μας, εγώ με τον Ανέστο. Του βάζω χέρι και του λέω ότι  σαν ξανά θα έκανε ενέσεις, θα τόνε μαρτύραγα. Αυτός ούτε που πήρε χαμπάρι τι του είπα -σα να του είπα: ‘Ξανάκανε πάλι ‘. Τόνε βλέπω παίρνει πάλι την ένεση από τη ζούλα και  το κερί  και  ετοιμάζεται να ξανακάνει. Τότε, όπως βαστάει το κερί  και το κουτάλι διαλυμένο με το πράμα μέσα, του δίνω μια και το πετάω. Ωχ, μανούλα μου, τις φωνές του και το κλάμα που έκανε! Ήτανε απαρηγόρητος. Τότε εγώ έπιασα να τον καλοπιάσω όσο μπορούσα, αλλά αυτός είχε πάθει τρακ -δεν το περίμενε να του κάνω ζημιά. Σε μια στιγμή μπαίνει και ο Παπαδόπουλος. Ακούει τι έχει γίνει, αλλά δεν δίνει σημασία. Παίρνει την σύριγγα και την ώρα που βαράει μόνος του στο χέρι του, του λέει ο Δελιάς :- Άσε μου, ρε Σπύρο, λίγο και μένα. Τη βγάζει από το χέρι του και την παίρνει ο Ανέστης και την κάνει στο δικό του, αλλά λίγη δόση, όχι πολλή”. (…) Εκεί τους στέρνανε εξορία τους πρεζάκηδες για αν την κόψουνε, και εκεί έβρισκαν πιο πολλή και πίνανε».

Πρέζα όταν πιεις

Τον Αύγουστου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς εγκαθιδρύει τη δικτατορία του και ένα από τα πρώτα μέτρα που επιβάλει είναι η λογοκρισία σε πρώτη φάση και η πλήρης απαγόρευση στη συνέχεια των «χασικλίδικων». Θεωρούσε τους ρεμπέτες ζωύφια και «τουρκόσπορους» οι οποίοι με τη μουσική τους, τη  χασισοποτεία τους και την περιθωριακή συμπεριφορά τους παρασέρνουν κι άλλους στην… ακολασία. Επέβαλε την πρώτη λογοκρισία, στις 31 Αυγούστου του 1936, με μια νομοθεσία που προσαρμοζόταν στις επιταγές της «εθνικής ιδεολογίας» προκειμένου να υπερασπιστεί τις «ελληνικές αρχές». Λέγεται, μάλιστα, πως το πρώτο τραγούδι που απαγορεύθηκε ήταν το «πρέζα όταν πιεις», το οποίο είχε πρωτοερμηνεύσει η Ρόζα Εσκενάζυ το 1934. 

Τους στίχους είχε γράψει ο Αιμίλιος Σαββίδης και τη μουσική ο Σώσος Ιωαννίδης. Το τραγούδι αυτό έγινε και πάλι γνωστό το 1977 όταν κυκλοφόρησε με ερμηνεύτρια την Χάρις Αλεξίου και την λέξη «ούζο» να έχει πάρει τη θέση της λέξης «πρέζα»! Το «Πρέζα όταν πιείς» τραγουδήθηκε και πέρασε στο λαό, κυρίως λόγω της μελωδίας του, αλλά δεν έμεινε στο προσκήνιο για πολύ. «Υμνούσε» την πρέζα σε μια εποχή που οι ναρκωτικές ουσίες και η χρήση τους ήταν πρωτόγνωρα θέματα για τον ευρύ λαό και για πολλούς εντελώς άγνωστα. Έτσι, όταν έγινε η δικτατορία του Μεταξά το τραγούδι που είχε μέσα και τη λέξη «δικτάτορας» και έλεγε και για την «κατάντια της Ελλάς», λογοκρίθηκε αμέσως.


 Διαβάστε το Μέρος Α

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου