Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Μικρές ρεμπέτικες ιστορίες(Μέρος Γ)

Εργάτης τιμημένος

Ο Παναγιώτης Τούντας ζει σε μια εποχή που το εργατικό κίνημα κάνει τα πρώτα του βήματα. Παρά τα εμπόδια και το φόβο από τις συντηρητικές κυβερνήσεις του μεσοπολέμου, ο δημιουργός έδειξε ένα ασυνήθιστο ενδιαφέρον για τα πολιτικά θέματα, ενώ είναι αυτός που εισήγαγε την έννοια της «εργατιάς» μέσα στο λαϊκό τραγούδι. Γράφει τραγούδια που εκφράζουν τους φτωχούς και δείχνουν περιφρόνηση απέναντι στον πλούτο και τους πλούσιους. Το 1932, με το «μανδύα» ενός ερωτικού τραγουδιού, ο Τούντας «πέρασε» τον «Εργάτη» με τη συγκλονιστική ερμηνεία του Κώστα Ρούκουνα: «Εκατό δραχμές τη μέρα παίρνω / τζιβαέρι μου / πες της μάνας σου πως θέλω / να σε κάνω ταίρι μου / Είμαι εργάτης τιμημένος / όπως όλη η εργατιά / και τεχνίτης προκομμένος / λεοντάρι στη δουλειά».

Άλμπουμ 78 στροφές. Συνθέτης/Στιχουργός:Τούντας Πάνος. Έτος κυκλοφορίας: 1932

Η λογοκριμένη «Βαρβάρα»

Κόκκινο πανί για τη δικτατορία του Μεταξά έγινε το σατιρικό τραγούδι «Βαρβάρα» του Π. Τούντα, το οποίο απαγορεύτηκε και χρησιμοποιήθηκε σαν αφορμή να επιβληθεί η ξακουστή Επιτροπή Λογοκρισίας, που φίμωσε το λαϊκό τραγούδι. Φημολογείται πως η «Βαρβάρα» είναι δημιουργία του Γιοβάν Τσαούς και πως ο Τούντας ανέλαβε την ευθύνη ως πιο «ευυπόληπτος» πολίτης, μήπως και γλιτώσουν την καταδίκη. Το τραγούδι σατίριζε κάποια κοπέλα της «καλής κοινωνίας», που είχε διάφορες νυχτερινές περιπέτειες στις ακρογιαλιές του Σαρωνικού. Τα έξυπνα, σεξουαλικά υπονοούμενα του τραγουδιού θεωρήθηκαν από τη κυβέρνηση Μεταξά άκρως προσβλητικά για τη «δημόσια αιδώ», καθώς φήμες ισχυρίζονταν επίμονα ότι οι στίχοι σατίριζαν την κόρη του Μεταξά. 

Ο Τούντας οδηγήθηκε στο δικαστήριο και καταδικάστηκε σε βαρύ χρηματικό πρόστιμο. Το τραγούδι απαγορεύτηκε και οι χωροφύλακες έσπασαν όλους τους δίσκους με τη «Βαρβάρα» που κυκλοφορούσαν στα μαγαζιά. Μάλιστα, η Επιτροπή Λογοκρισίας που επιβλήθηκε δεν αρκέστηκε μόνο στη λογοκρισία των στίχων, αλλά πετσόκοψε και τη μουσική πολλών τραγουδιών, σε μια προσπάθεια να εξαφανίσει οτιδήποτε θύμιζε Ανατολή. Ετσι αποκλείστηκαν από τη δισκογραφία οι Γιώργος Μπάτης, Ανέστης Δελιάς, Γιοβάν Τσαούς και άλλοι δημιουργοί με «τολμηρό» στίχο, αλλά και ο μεγάλος Βαγγέλης Παπάζογλου, που αρνήθηκε να υποβληθεί σε οποιαδήποτε λογοκρισία, ενώ οι υπόλοιποι που συνέχισαν αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν τα τραγούδια τους.




Η Βαρβάρα - Στελλάκης Περπινιάδης Δίσκος: Columbia DG 6459


Ο Σαλταδόρος

Οι χειρόγραφοι στίχοι του Μιχάλη Γενίτσαρη. Δίπλα ο συνθέτης το 1942, χρονιά που έγραψε το τραγούδι (πηγή εικόνων: “Μιχάλης Γενίτσαρης, Μάγκας από μικράκι Αυτοβιογραφία”, επιμέλεια Στάθη Gauntlett, εκδ. Δωδώνη, 1992)

Ο μελετητής του ρεμπέτικου Κώστας Χατζηδουλής κατέγραψε, μαρτυρία του Μιχάλη Γενίτσαρη για τον «Σαλταδόρο» που γράφτηκε το 1942, μέρος της οποίας αναφέρει « (…)Λίγο μετά που ήρθανε οι Γερμανοί και κάνανε κατοχή, άρχισαν διάφοροι θαρραλέοι άνθρωποι και έκαναν ντου στους Γερμανούς και έκλεβαν ό,τι έβρισκαν. Όπως πάγαιναν τα αυτοκίνητα τα γερμανικά στο δρόμο, φορτωμένα πράγματα, ο ένας ή οι δύο πήδαγαν απάνω και πετάγανε στο δρόμο τα πράγματα. 

Οι άλλοι της ομάδας, που την είχανε στήσει σε πόστα, αρχίζανε να τα μαζεύουν. Η δουλειά αυτή ήθελε τόλμη και γρηγοράδα απ’ όλους, αλλά το κυριότερο, έπρεπε, αυτός που πήδαγε στ’ αυτοκίνητα, να ’τανε σβέλτος. Αυτοί όλοι παίζανε τη ζωή τους κορώνα – γράμματα κάθε λεπτό, γιατί όποιον πιάνανε οι Γερμανοί τον σκοτώνανε αμέσως. Πολλοί τέτοιοι σκοτωθήκανε γιατί τους πήρανε χαμπάρι οι Γερμανοί. Επειδή λοιπόν σαλτάρανε στ’ αυτοκίνητα, τους λέγανε σαλταδόρους. Κανονίζανε την ώρα που θα σαλτάρουνε, όταν το αυτοκίνητο έφτανε σε ανηφόρα και αναγκαστικά, έκοβε ταχύτητα ο οδηγός. Ένα μεγάλο στέκι για σαλταδόρους ήτανε στον Περαία, εκεί στη «γέφυρα του Καλαμάκη». Εγώ γνώρισα πάρα πολλούς σαλταδόρους, και πολλοί ήτανε φίλοι μου. (…)Εκεί λοιπόν στο υπόγειο που δούλευα στην Κατοχή, το 1941-42, ερχόντουσαν πολλοί σαλταδόροι και πολλοί ήτανε φίλοι μου. Αυτοί ήτανε πάντα καλοντυμένοι, χορτάτοι και φτιαγμένοι στην πένα. Ένας σαλταδόρος φίλος μου, ένα βράδυ, μου ’κάνε παράπονα γιατί τον ζηλεύανε οι άλλοι, επειδή ήτανε κονομημένος πάντα και τον κατηγοράγανε. Μου ’πε ο άνθρωπος, ότι αυτή τη δουλειά δεν μπορεί να την κάνει όποιος-όποιος, γιατί θέλει ψυχή επειδή οι Γερμανοί δε χάριζαν. «Αφού δεν μπορούν να την κάνουν, έλεγε, γιατί ζηλεύουνε;». Τότες κι εγώ έγραψα το πρώτο στιχάκι, που λέω: «Ζηλεύουνε, δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε, μπατίρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε». Και ύστερα, αμέσως, έγραψα και τα άλλα στιχάκια. Το ρεφρέν που λέω: «Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω», το έγραψα μετά από λίγες μέρες.

*Οι σαλταδόροι ήταν δύο ειδών: Αυτοί που σαλτάρανε σε αυτοκίνητα, είτε φορτηγά, είτε επιβατηγά, είτε καμπριολέ και αυτοί που σαλτάρανε στα τρένα.Αυτοί που σαλτάρανε ήτανε πέντε-έξι.  Αυτοί που έπιαναν τα κλοπιμαία; πολύ περισσότεροι. Κι είχαν δικούς τους κωδικούς για να συνενοούνται, οι μάγκες.σαν συμμορία: Λίιιιου, για τη συνάντησή τους, ντου ντου ντου που σήμαινε όρμα τώρα και χάπατες που προειδοποιούσε κίνδυνος, πρόσεχε. Έχασαν τη ζωή τους πολλοί σαλταδόροι, σε ριψοκίνδυνα σάλτα, όπως ο αρχισαλταδόρος ο Φώντας, που έγινε τραγούδι όταν σκοτώθηκε εκεί «στη στρίψη του Βοτανικού», όπου έκοβαν ταχύτητα τα γερμανικά καμιόνια, δίνοντας ευκαιρία για το ρεσάλτο. Ανηφόρες, στροφές και γραμμές τραμ, ήταν οι ευκαιρίες να κόψει το γερμανικό φορτηγό ταχύτητα και να σαλτάρουν τα ατρόμητα μορτάκια. Και ο Τζίμης στην Πανεπιστημίου που πυροβολήθηκε εν ψυχρώ για μία κουραμάνα. Και άλλοι που άφησαν ιστορία, και οι περισσότεροι πέρασαν στον ΕΛΑΣ. Ο Μάκης που πρώτος έκλεψε όπλο για να το δώσει στην Αντίσταση στο Βύρωνα, οι τετραπέρατοι Πίκολο και Φιφίκος. Τα λάφυρα από τους γερμανούς, τα αποθήκευαν σε ξεροπήγαδα στην περιοχή Ασυρμάτου των Πετραλώνων, πάνω από τα ατταλιώτικα, ακόμη και νάρκες και όπλα.

Το τραγούδι του Μιχάλη Γενίτσαρη ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1947 στις ΗΠΑ, παραλλαγμένο στον τίτλο και τους στίχους με τον ρεμπέτη Γιώργο Κατσαρό (Θεολογίτης, το πραγματικό του επώνυμο, 1888-1997), που έζησε στην Αμερική και τραγουδούσε μόνο με την κιθάρα του. Στο τέλος ακούγεται η τραγουδίστρια που τον συνοδεύει να αναφωνεί «Γεια σου, Κατσαρέ, γεια σου!». Πρώτη ηχογράφηση στην Ελλάδα έγινε το 1974. Τραγουδούν: Δημήτρης Ευσταθίου και Γιώτα Σίλβα(δίσκος 45 στροφών).Δεύτερη ηχογράφηση στην Ελλάδα το 1976. Τραγουδούν: Μιχάλης Γενίτσαρης  και Βούλα Γκίκα(δίσκος 33 στροφών «Ένας ρεμπέτης τραγουδά»).Τρίτη ηχογράφηση στην Ελλάδα το 1980. Τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας(δίσκος 33 στροφών «Ρεμπέτικα της Κατοχής»).


Ζωντανή ηχογράφηση με τον Μιχάλη Γενίτσαρη  για την τηλεοπτική σειρά ''Το μινόρε της αυγής'' που προβλήθηκε στην ΕΡΤ το 1982 και 1983 ) 

Αυτές ήταν οι μικρές ρεμπέτικες ιστορίες. Τι και αν γράφτηκαν χρόνια πριν; Τα ρεμπέτικα τραγούδια ακόμη διδάσκουν μέσα στα χρόνια, εμπνέουν, ταξιδεύουν, συγκινούν, εκφράζουν τον πόνο, τις αγωνίες, τα όνειρα, μιλούν για τον έρωτα, την αγάπη, το μεροκάματο, τη μετανάστευση, τον αγώνα για τη λευτεριά και για μια καλύτερη ζωή.  Άλλωστε για τα ρεμπέτικα τραγούδια έχει μιλήσει καλύτερα από όλους ο Μάνος Χατζιδάκις το 1949  στη περίφημη διάλεξή του για το Ρεμπέτικο στο «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν : 

«(…)Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά  κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.».


Πηγές


Λιάβας, Λ. (2009). Το αστικό λαϊκό τραγούδι, Το ελληνικό τραγούδι από το 1821 έως τη δεκαετία του 1950.

Κώστας, Χ. (1979). Ρεμπέτικη Ιστορία 1, Περπινιάδης, Γενίτσαρης, Μάθεσης, Λελάκης,(αυτοβιογραφίες) εκδ. Νεφέλη, Αθήνα.

 https://www.news247.gr

http://www.panossavopoulos.gr

https://el.wikipedia.org

https://www.tanea.gr

https://www.ogdoo.gr

https://umano.gr

https://popaganda.gr

http://www.katiousa.gr

https://www.imerodromos.gr

https://www.rizospastis.gr

www.mixanitouxronou.com



Διαβάστε εδώ το Μέρος Α & το Μέρος Β



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου